
Για τη νουβέλα της Μάχης Τζαβέλα «Φτερά παγωνιού» (εκδ. Γκοβόστη).
Του Βαγγέλη Δημητριάδη
Ένας ιδιότυπος ψυχισμός, μια νοσηρή παραλλαγή του οιδιπόδειου συμπλέγματος καθοδηγεί τις σκέψεις και τις ενέργειες της 37χρονης ηρωίδας, η οποία, κυριευμένη από την ανάμνηση πραγματικών γεγονότων και φανταστικών ιδεολογημάτων και ονείρων, διακατέχεται από ανασφάλεια, κυκλοθυμικού τύπου ψυχικές μεταπτώσεις και (αυτο)καταστροφικές εμμονές. Κυρίως όμως διακατέχεται από την έντονη τάση μητροκτονίας, η οποία αποτελεί το κεντρικό ζήτημα στο πεζογράφημα με έκταση νουβέλας και τίτλο Φτερά παγωνιού της Μάχης Τζαβέλα.
Η Τζαβέλα συνδέει και αναμειγνύει την αναπτυξιακή περίοδο της ηρωίδας της με το επισφαλές παρόν εφαρμόζοντας στην πράξη, σε μεγάλο βαθμό, τα πορίσματα της ψυχολογίας του βάθους. Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογεί την προέλευση των ψυχοσωματικών συμπτωμάτων που όλο και πιο συχνά απορυθμίζουν την Ουλίνα, καθιστώντας την άτομο προβληματικό.
Η αφηγήτρια και ηρωίδα Ουλίνα μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον από το οποίο απουσίαζε η αγάπη και η υποτυπωδώς άνετη κατοικία. Η εξουσιαστική συμπεριφορά και η εξωστρέφεια της μητέρας της, η αδιαφορία και η σκληρότητα του πατέρα, η ουδέτερη παρουσία της γιαγιάς που σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούσε τη μητρική στοργή, ο «αντίπαλος» στις διεκδικήσεις μικρότερος αδερφός, οι σκιώδεις σύντροφοι και τα «φιλικά» πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντος, η έλλειψη ενδοοικογενειακής συνεννόησης, η μετανάστευση στη Γερμανία για οικονομικούς λόγους τα χρόνια της παιδικής και προεφηβικής ηλικίας της σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα κληρονομικά γνωρίσματα του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα της συνέθεσαν μια μοναχική, ανικανοποίητη, απροσάρμοστη προσωπικότητα, ανίκανη να συμβιβαστεί με την αντικειμενική πραγματικότητα και να εξισορροπήσει με τον εαυτό της.
Η Τζαβέλα συνδέει και αναμειγνύει την αναπτυξιακή περίοδο της ηρωίδας της με το επισφαλές παρόν εφαρμόζοντας στην πράξη, σε μεγάλο βαθμό, τα πορίσματα της ψυχολογίας του βάθους. Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογεί την προέλευση των ψυχοσωματικών συμπτωμάτων που όλο και πιο συχνά απορυθμίζουν την Ουλίνα, καθιστώντας την άτομο προβληματικό: «Ήταν φορές που ενώ γελούσα και αισθανόμουν καλά, το γέλιο μου κοβόταν απότομα από κάτι ακαθόριστο, από κάτι που δεν έλεγχα και τότε βυθιζόμουν σε μια δυσβάσταχτη θλίψη».
Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της κόρης οφείλεται εκτός των άλλων και στη συναισθηματική της ανωριμότητα. Εξαιτίας της μετακινείται ακαριαία από την αγάπη στο μίσος, από την τέρψη στη λύπη, από το γέλιο στο κλάμα, από την αποφασιστικότητα στην αστάθεια και τις παλινδρομήσεις, από το όνειρο στην πραγματικότητα. Συν τω χρόνω διαπιστώνει ότι δεν αγαπάει ούτε τον εαυτό της ούτε τους άλλους, όσο κι αν τους έχει ανάγκη, όσο κι αν είναι απαραίτητοι στη ζωή της, κυρίως για να επιβεβαιώσουν την αυτοεκτίμησή της, γιατί: «δεν κατανοούσα τη διαχρονική τάση των ανθρώπων ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν».
Η ισοπέδωση του συμβατικού χρόνου, με ανατροπές και πρωθύστερες αναφορές, δημιουργεί ένα εξωπραγματικό, αλλά σε κάθε περίπτωση αληθοφανές περιβάλλον, μέσα στο οποίο συνυπάρχουν και συνεκδηλώνονται ως παρόν παρωχημένες εμπειρίες από φράσεις, εντυπώσεις και περιστατικά που υπονομεύουν την υγιή συμπεριφορά της ηρωίδας και την εγκλωβίζουν στις εμμονές της.
Η ισοπέδωση του συμβατικού χρόνου, με ανατροπές και πρωθύστερες αναφορές, δημιουργεί ένα εξωπραγματικό, αλλά σε κάθε περίπτωση αληθοφανές περιβάλλον.
Στη νουβέλα διερευνώνται οι σχέσεις μάνας και κόρης κάτω από ακραίες συνθήκες συνύπαρξης, που οφείλονται εν μέρει στις ομοιότητες και εν μέρει στις διαφορές των δύο χαρακτήρων. Η σύγκρουσή τους παρατείνεται σε όλη σχεδόν την έκταση της νουβέλας, όσο δηλαδή διαρκεί η ονειρική ενδοσκόπηση της κόρης και οι εκτεταμένες αναφορές της για τη ζωή της, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τον φόβο της για τα πράσινα μάτια της μητέρας –μοιάζουν με φτερά παγωνιού–, που καθοδηγούν τις φαντασιώσεις της, ανάμεσα στις οποίες δεσπόζει η ψυχρή πρόθεσή της να τη δολοφονήσει για να αισθανθεί απελεύθερη. Ωστόσο, την τελευταία στιγμή οι δεσμοί αίματος υπερισχύουν, ο ολονύκτιος παραληρηματικός εφιάλτης της κόρης αναδιπλώνεται και υποχωρεί, παραχωρώντας τη θέση του σε μια γλυκόπικρη επίγευση, που επιφέρει η διαφαινόμενη εξομάλυνση των σχέσεων των δύο γυναικών.
Η τεχνική της νουβέλας στηρίζεται στην πρωτοπρόσωπη μονολογική αφήγηση, ώστε να θυμίζει ψυχαναλυτική διαδικασία ανάκτησης και αναπαράστασης/ανάπλασης απωθημένων πληροφοριών από το υποσυνείδητο. Η ακαριαία μεταπήδηση από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα, χωρίς εισαγωγές, σχεδόν ανερμάτιστα, προσφέρει μια γεύση από τις συνήθειες των συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής και κρατάει το αναγνωστικό ενδιαφέρον σε εγρήγορση και εξοικείωση με το απροσδόκητο. Η αφηγήτρια τοποθετημένη σε περίοπτη, σταθερή θέση στον τόπο (κατοικία της μητέρας της) και τον χρόνο (μια συγκεκριμένη βροχερή νύχτα), άλλοτε πολιορκείται από τον χωροχρόνο και άλλοτε ανασκάπτει μέσα σε αυτόν τις ψηφίδες που οικοδομούν αργόρυθμα και διεξοδικά τα πάσης φύσεως καθέκαστα, που εξακτινώνονται με ταχύτατες αναδρομές από την Ελλάδα στη Γερμανία και από το παρόν στο απώτερο προσωπικό παρελθόν της. Η απλή γραφή και η σεμνή διατύπωση συμβάλλουν στη θετική στάση του αναγνώστη στο κείμενο.
* O ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ είναι ποιητής.
Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Κυπαρίσσια» (εκδ. Γαβριηλίδης).
→ Στην κεντρική εικόνα πίνακας της © Djana Vallespir.