Για το μυθιστόρημα του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη «Πάρκο» (εκδ. Εστία).
Του Διονύση Μαρίνου
Στον Διασυρμό (εκδ. Εστία) οι δύο φίλοι Νίκος Βελής και Μάνος Γιαννόπουλος, εικονοκλάστες εκ πεποιθήσεως, μποέμ εκ προμελέτης και διασαλευτές εκ συστήματος, περιδιαβάζουν το κλεινόν άστυ και το εξανθρωπίζουν (ή μήπως το… εξαθηναϊζουν;). Στο Αγάπη/Love (εκδ. Εστία), η Έλλη και ο Φοίβος γίνονται η Μπόνι και ο Κλάιντ ενός λιβιδικού πλιάτσικου. Η δική τους αρραγής σχέση, δεν γίνεται πιο αγαπητική, διαρρηγνύει τη μουντάδα της πόλης. Στήνει τρελό χορό αγάπης και φτύνει στη μούρη τους κακομούτσουνους.
Στο Πάρκο (εκδ. Εστία), ο κύκλος κλείνει για να ανοίξει περισσότερο, η τριλογία του Χάους ορμάει προς τα μπρος παίρνοντας δύναμη από το παρελθόν, η μνήμη παίρνει τα πάνω της, μιλάει όπως ποτέ άλλοτε δεν έχει μιλήσει τόσο ελεύθερα, αλλότροπα, ακατασίγαστα – γίνεται εκκωφαντικά αληθινή. Η μνήμη είναι ένας ανοχύρωτος τόπος (όπως ο Τσέλαν έλεγε πως η καρδιά είναι τόπος οχυρός). Είναι ένα ανήμερο θηρίο: παντού ρωγμές, χαράδρες, εντατικά περάσματα. Είναι, όμως, κι ένας οδοδείκτης. Τι ήσουν, πώς έγινες, τι σε καθόρισε.
Ο λόγος του είναι επιμελημένα ανεπεξέργαστος, κουβεντιαστός, διεκδικεί την ακουστική ηγεμονία δίχως να ξεχνάει πως οι λέξεις είναι ό,τι πιο ακριβό του δόθηκε για να μιλήσει για τα περασμένα.
Ο Μπαμπασάκης ακολουθεί τη ρότα που χάραξε από το πρώτο βιβλίο του Χάους/Χους (διότι ένα καλά πατημένο χώμα είναι το παρελθόν αυτής της τρελής παρέας. Ένα χώμα που οργώθηκε πόντο πόντο και έδωσε καρπούς). Ο λόγος του είναι επιμελημένα ανεπεξέργαστος, κουβεντιαστός, διεκδικεί την ακουστική ηγεμονία δίχως να ξεχνάει πως οι λέξεις είναι ό,τι πιο ακριβό του δόθηκε για να μιλήσει για τα περασμένα.
Περασμένα, αλλά μηδέποτε τελειωμένα. Αυτό είναι που διαφοροποιεί τη δική του εκδοχή από μια στεγνή καταβύθιση στο παρελθόν μιας και το παρόν είναι λειψό (πού ήσουν νιότη… κλπ). Ο Μπαμπασάκης δεν παρελθοντολογεί, αλλά δεν είναι και παροντικός. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι τίποτα από όσα καταγράφει παροδικό. Συμβαίνουν διαρκώς. Ακόμη κι εκείνοι που μας άφησαν χρόνους, ακόμα και τα μαγαζιά που έβαλαν λουκέτο, ακόμη και τα σπίτια που άλλαξαν χρήση. Ακόμη κι αν η ζωή άλλαξε πηδαλιούχο, το πλήρωμα μένει πάντα επαναστατημένο.
Ένοικος, Au Revoir, Πατησίων, Εξάρχεια, Φωκίωνος Νέγρη, Βόλος, Καρούζος, Βακαλόπουλος, Αρανίτσης, Σταθόπουλος, Μπαμπασάκης και μια πλειάδα άλλων πρωταγωνιστών (όλα και όλοι είναι ήρωες στο βιβλίο), μέσω του Οδυσσέα Γεωργίου, του μυθιστορηματικού alter ego, ξεπηδούν από τις σελίδες όχι ως ολογράμματα, αλλά ως φυσικές παρουσίες, ως τρισδιάστατες υποστάσεις. Είναι η δραστικότητα του ύφους, το φρενήρες τέμπο (με τις απαραίτητες αυξομειώσεις ωσάν να βγαίνει από τζαμάρισμα μουσικών), η επινοητικότητα του διαρκούς παιγνίου, το ακατασίγαστο name dropping, η τέχνη της ζωής, η ζωή διά της τέχνης, η φωτεινή θέληση να μιληθεί το παρελθόν ωσάν να είναι παρόν για πάντα. Ο χρόνος στον Μπαμπασάκη είναι υδραργυρικός. Ο τόπος είναι η Αθήνα, ως επί το πλείστον, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με την εσωτερική νωπογραφία της πρωτεύουσας κι όχι με την ψυχρή ρυμοτομία της.
Ο συγγραφέας-συλλέκτης-ρέκτης δεν ορρωδεί μπρος στους γκρίζους θορύβους του δεσμευτικού σήμερα. Δεν τρομάζει από την επιθετικότητα των ημερών. Η δική του ασπίδα είναι όλα όσα έζησε και συνεχίζουν να ανθούν μέσα του. Θάνατος κανένας, τέλος πουθενά, καταστροφή ουδεμία. Τα πάντα είναι ένα ευαγές χάος, μια επιδραστική περιδίνηση σε ακριβές στιγμές που έζησε η παρέα (με προεξάρχοντα τον Νίκο Καρούζο), ένα ποίημα εν εξελίξει, ένα μυθιστόρημα σαν κι αυτά του Μπολάνιο ή του Κορτάσαρ. Σαγηνευτικές δημιουργίες ποτισμένες με αλκοόλ, λέξεις, φιλία και παιχνίδι.
Θάνατος κανένας, τέλος πουθενά, καταστροφή ουδεμία. Τα πάντα είναι ένα ευαγές χάος, μια επιδραστική περιδίνηση σε ακριβές στιγμές που έζησε η παρέα (με προεξάρχοντα τον Νίκο Καρούζο), ένα ποίημα εν εξελίξει, ένα μυθιστόρημα σαν κι αυτά του Μπολάνιο ή του Κορτάσαρ.
Τα πάντα λειτουργούν και επενεργούν στα πάντα. Σαν να λέμε: τίποτα δεν πάει χαμένο. Ναι, ο ξανακερδισμένος χρόνος εκκινεί όχι με τους ανάποδους χτύπους κάποιου ρολογιού, αλλά με μια νέα αρχιτεκτονική ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημα ξεκινάει με τους αρχιτέκτονες Πικιώνη και Κιτσίκη. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική με τον τρόπο του Ντεμπόρ και του Μπάροουζ. Τίποτα δεν είναι αληθινό κι όλα επιτρέπονται.
Όντως, σε τούτο το μυθιστόρημα, όπως και στα άλλα δύο που προηγήθηκαν, η κλασική έννοια της μυθοπλασία περνάει από πολλά κόσκινα. Πού αρχίζει η πραγματική πραγματικότητα και που δίνει τη σκυτάλη στην επινόηση είναι κάτι που κανονικά δεν θα χρειαζόταν να μας απασχολεί. Ναι, δεν μας απασχολεί. Το ζητούμενο δεν είναι να κοιτάξεις όλο τούτο το ακριβό υλικό που ηλεκτρίζει/ ηλεκτρολεκτρίζει τις σελίδες με τη λογική της κλειδαρότρυπας. Δεν στο επιτρέπει άλλωστε ο συγγραφέας (ή ο Γεωργίου) να το κάνεις. Σου προσφέρει σε γερές δόσεις όλα τα σημαίνοντα της παρέας, όλες τις σημάνσεις που την έκαναν ξεχωριστή.
Άρα, ναι, για τεχνικούς και μόνο λόγους η έννοια του μυθιστορήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φτάνει για να ορίσει τις συντεταγμένες του βιβλίου.
Ούτε καν το κλασικό ράφι του βιβλιοπωλείου δεν μπορεί να το περιορίσει. Είναι το ιδανικό βιβλίο για να το κουβαλάς μαζί σου περπατώντας την πόλη (πάνω-κάτω, πάνω-κάτω), να το ανοίγεις σε μια τυχαία σελίδα και να το αφήνεις να σε πηγαίνει σε σημεία-κλειδιά, σε μέρη-ναούς. Το «Πάρκο» είναι η ερυθρά επέλαση. Είναι ο Μπομπ Ντύλαν, ο Κέρουακ και ο Σαββόπουλος. Είναι ο Χατζιδάκις και ο Κατσαρός. Είναι ο Λεωνίδας Χρηστάκης και η Μαρία Μήτσορα. Είναι οι λέξεις και οι νότες. Είναι οι ταινίες (ολόκληρες ρίζες από σελιλόιντ), είναι τα ποτά (πολλών ειδών). Είναι τα λογοτεχνικά περιοδικά του ’80 και ο Κουτρουμπούσης. Είναι ο Λέοναρντ Κοέν και οι ρεμπέτες. Είπαμε: αν δεν είσαι χαμένος σε μια αλλόκοτη παραζάλη τίποτα δεν πάει χαμένο. Γίνεται υλικό και ίλη που ορμάει στους δρόμους και τους καταλαμβάνει με το άφθονο γέλιο και τη δημιουργικότητα και το δαιμονικό της κέφι. Ο Μπαμπασάκης εφαρμόζει επακριβώς το λεχθέν: «Πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε». Ζει πολύ και γράφει πολύ. Ορθώς πράττει.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
Πάρκο
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εστία 2018
Σελ. 288, τιμή εκδότη €14,00