
Για τη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Στελλάτου «Το κόκκινο και το άσπρο» (εκδ. Πόλις).
Της Μαρίας Στασινοπούλου
Δεκαεννέα ιστορίες, μονοσέλιδες, ολιγοσέλιδες ή με περισσότερες σελίδες, αποτελούν το πρώτο, ενδιαφέρον πεζογραφικό βιβλίο της Ελένης Στελλάτου. Οι ιστορίες της διαδραματίζονται, γενικώς, κάπου στην Ελλάδα, σε πιθανές, κατονομαζόμενες ή υπονοούμενες περιοχές της – μιλάει για τη Σάμη και την Κεφαλονιά, ενώ το «Σπάρτα Ινν» και ο Άγιος Νίκων, για παράδειγμα, παραπέμπουν στη Σπάρτη και τα ιαματικά λουτρά με τα συμφραζόμενά τους θυμίζουν Λουτράκι.
Η ματιά της Στελλάτου σταματά σε κάθε ηλικιακό στάδιο προσπαθώντας να ισορροπήσει τη σκληρότητα της πραγματικότητας με μια επιθυμητή τρυφερότητα.
Οι ήρωές της, παιδιά, μεσήλικες, ή άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, ζουν πιεζόμενοι από κάποιο πρόβλημα ή από τις συνθήκες της ζωής τους. Επιζητούν τη λύτρωση και δεν διστάζουν κάποτε να οδηγηθούν στην αυτοχειρία, όπως η ανάπηρη στο «Όνειρο σε τέσσερις ρόδες», η οποία αυτοκτονεί ή φαντάζεται πως φουντάρει στη θάλασσα, ενώ αισθάνεται ότι όλοι αγκομαχάνε, «το βλέπει καθαρά στα απελπισμένα βλέμματα των μωρών, όλες τις φορές που το καρότσι της διασταυρώνεται με τα δικά τους». Ακόμη στη «Λουτροθεραπεία στο ηλιοβασίλεμα», ο κ. Π., καθηγητής στη Φιλοσοφική, στον τομέα της Γλωσσολογίας, καρκινοπαθής, επιλέγει μόνος του το είδος της θεραπείας και το τέλος του, αλλά και στο πεζό «Το σημαντικό και το επείγον» η ηρωίδα μετεωρίζεται ανάμεσα σε μία αβάσταχτη πραγματικότητα και ένα απονενοημένο τέλος. Ο θάνατος, ως αναπότρεπτο κακό, συναντιέται και σε άλλους ήρωες της Στελλάτου. Στο πρώτο διήγημα «Ό μεγάλος περίπατος του Ευάγγελου Κ.», παράλληλοι και ασύμπτωτοι είναι οι δρόμοι ενός δρομέα που τρέχει γεμάτος ενέργεια και ενός γέρου που βουλιάζει στην απραξία, στο συνηθισμένο του παγκάκι, μετρώντας τους διερχόμενους γλάρους. Εκεί στο παγκάκι που αφήνει και την τελευταία του πνοή. Στο παγκάκι που «τον φιλοξενούσε ανελλιπώς, από το πρώτο ανοιξιάτικο πρωινό μέχρι το τελευταίο φθινοπωρινό απόγευμα». Αλλά και «Στη Σέλλα» ένας Κεφαλονίτης γέρος στο νοσοκομείο μονολογεί και αναθυμάται τη ζωή του μεταξύ παραληρήματος και πραγματικότητας∙ η ιστορία του συνεχίζεται και στο επόμενο διήγημα «Ο πατέρας», όπου ο γέροντας, λίγο πριν πεθάνει, νιώθει να ξαναγίνεται μωρό.
Η ματιά της Στελλάτου σταματά σε κάθε ηλικιακό στάδιο προσπαθώντας να ισορροπήσει τη σκληρότητα της πραγματικότητας με μια επιθυμητή τρυφερότητα. Αφηγήματα με γονείς που φροντίζουν ανάπηρα παιδιά, όπως το «Σαχ ματ ή ο βασιλιάς είναι αβοήθητος» και «Το άγγιγμα», αλλά και γυναίκες με ματαιωμένες προσδοκίες («Στη βεράντα»), ή εργαζόμενοι που πλέκουν το δικό τους παραμύθι («Σκουπίζοντας στα κύματα»), αλλά και γέροι ανήμποροι, στερημένοι από κάθε οικογενειακή θαλπωρή, που τους φροντίζουν ξένες γυναίκες («Τσάντα στον ήλιο», «Μαμά, μπορώ»). Στις ηλικίες που απασχολούν τη Στελλάτου εντάσσονται και τα παιδιά, όχι μόνον ως προστατευόμενα μέλη αλλά και ως αυτόνομες προσωπικότητες που διαμαρτύρονται και καταγράφουν. Στο «Αλογάκι με άρωμα φράουλα», συναντάμε τη χαμένη παιδικότητα και τα χρόνια της νοσταλγίας στη Σπάρτη. Στο «Αγαπητό μου ημερολόγιο» η μικρή Άννα, ένα παιδί που ζει στερημένα με τη μητέρα της, καταγράφει στο ημερολόγιό της την καθημερινότητα και τα συναισθήματά της, αλλά και στη «Ραψωδία σε φα μέλλοντα» ένα άλλο παιδί, που μπορεί να είναι και το ίδιο του προηγούμενου πεζού, ονειρεύεται το μέλλον, για να ξορκίσει το παρόν.
Παράθυρα και αναμονές, στέρηση, απώλεια αλλά και προσδοκία και ελπίδα, μέσα σε τοίχους άσπρους, με κάγκελα στο κρεβάτι, ή σε γκρίζους και κρύους, με το στενό κρεβάτι κολλημένο πάνω τους∙ νοσοκομείο ή φυλακή δεν έχει σημασία.
Τρία από τα διηγήματα διεκδικούν, κατά τη γνώμη μου, εξέχουσα θέση. Το ομώνυμο με τον τίτλο «Το κόκκινο και το άσπρο», το αρτιότερο της συλλογής, σε ώριμη λογοτεχνική γλώσσα, που, παρά την αφαιρετική και υπαινικτική γραφή μου, αφήνει καθαρά να φανεί το θέμα: Ένας γιατρός που βρίσκεται στη φυλακή, γιατί ακρωτηρίασε με το αυτοκίνητό του μία μικρή. Το δεύτερο είναι εκείνο με τον τίτλο «Λεμόνια». Ο κύριος Νίκος, από το Νίκων, επισκέπτεται καθημερινά το φαρμακείο της γειτονιάς για να του μετρήσουν την πίεση, κουβαλώντας κάθε φορά από τρία λεμόνια. Κάποια σχέση έχουν με τη ζωή του τα αρωματικά και ιαματικά αυτά εσπεριδοειδή με τα αγκάθια. Κάποια σχέση γλυκιά και πικρή μαζί. Το τρίτο είναι «Ο μαθητευόμενος». Πρόκειται για τον κύριο Νίκο –άλλος Νίκος αυτός, τα ίδια ονόματα επανέρχονται στα πεζά της Στελλάτου– που στεκόταν στην παραλία, ζωγράφιζε χέρια στο χαρτί, από τον ώμο ως τα δάχτυλα, με συγκλονιστικές λεπτομέρειες, τα έκανε μπαλίτσες και τα έριχνε στη θάλασσα, για να πάνε στον αδελφό του, στο Αμπερντίν της Σκωτίας. Κάποτε κατέφευγε και σε ανεπίδοτα γράμματα, που ήξερε πως δεν θα έφταναν ποτέ. Κάποιο τραύμα ανεπούλωτο μαυρίζει και τη δική του ζωή. «Έ, κάθε ένας με τα δικά του. Γι’ αυτό σου λέω, το παν είναι να νιώσουν ότι μπορείς να καταλάβεις, οπότε το χρειαστούν εσύ να μπορείς να καταλάβεις» συμπεραίνει το γκαρσόνι που έπιασε κουβέντα με τον κύριο Νίκο, εισχωρώντας στον προσωπικό του χωρόχρονο.
Όλοι οι ήρωες της Στελλάτου έχουν ανάγκη τη ζεστασιά και την κατανόηση, είτε το εκφράζουν είτε το αφήνουν να διαφανεί. Στις αποφάσεις των ηρώων παίζουν ρυθμιστικό ρόλο οι καιρικές συνθήκες και οι ώρες της μέρας, οι εποχές και τα φυσικά φαινόμενα. Επίσης οι «μυρωδιές ανάκατες με ήχους» και τα όνειρα που διαπλέκονται με μια παρελθούσα πραγματικότητα. Παράθυρα και αναμονές, στέρηση, απώλεια αλλά και προσδοκία και ελπίδα, μέσα σε τοίχους άσπρους, με κάγκελα στο κρεβάτι, ή σε γκρίζους και κρύους, με το στενό κρεβάτι κολλημένο πάνω τους∙ νοσοκομείο ή φυλακή δεν έχει σημασία.
Άφησα τελευταίο το νερό, τη ρευστότητα του υγρού στοιχείου που περιβάλλει, διαπερνά ή ενσωματώνει τους ήρωες, άλλοτε δροσίζοντας, άλλοτε ποτίζοντας και άλλοτε διαβρώνοντας τη ζωή τους. Ρεαλισμός, με νότες μαγικής πνοής, αφαίρεση και υπαινιγμός, τα διακριτά χαρακτηριστικά της Στελλάτου.