Προτάσεις από την πρόσφατη ανοιξιάτικη παραγωγή ελληνικής πεζογραφίας. Του Κώστα Κατσουλάρη
Με την άνοιξη να έχει πια μπει για τα καλά, αλλά και με την ελπίδα να αφήσουμε οριστικά πίσω μας ένα από το πιο δυσοίωνα δίμηνα των τελευταίων χρόνων , η ελληνική πεζογραφία εμφανίζεται ώριμη και πολυποίκιλη, ακόμη κι όταν λείπουν εμβληματικά έργα που θα χαρακτήριζαν την εποχή μας με τον ίδιο τρόπο που ορισμένα μυθιστορήματα χαρακτήρισαν παλιότερες δεκαετίες.
Ένας από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς της αμέσως προηγούμενης γενιάς, ο 56χρονος σήμερα Τάκης Θεοδωρόπουλος επιστρέφει με νέο, φιλόδοξο όπως και τα προηγούμενα, μυθιστόρημα. Ο Θεοδωρόπουλος ανήκει σε εκείνη την «σχολή» –ή ιδιοσυγκρασία– συγγραφέων που γράφουν μυθιστορήματα έχοντας ορίσει ένα λίγο πολύ συγκεκριμένο πεδίο, ιστορικό και ιδεολογικό: Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πεδίο αυτό φαίνεται να είναι η αρχαιοελληνική κληρονομιά, οι ποικίλες παρακαταθήκες της και πώς αυτές εγγράφηκαν στον ευρωπαϊκό ή και ελληνικό χώρο – καθώς και τα διάφορα ευτράπελα της Ιστορίας που συχνά αλλάζουν το ρου της. Το «Ξυπόλητο σύννεφο» (Ωκεανίδα) φαίνεται να συγγενεύει περισσότερο με «Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα», μια και όχι μονάχα αντλεί από την αρχαιότητα (όπως το «Αριστερό χέρι της Αφροδίτης») ιδέες και μοτίβα, αλλά και διαδραματίζεται εξολοκλήρου σε εκείνη τη χρονική περίοδο.
Έτσι, αυτή τη φορά στο επίκεντρο μπαίνει ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της αρχαιότητας, ο Σωκράτης, φωτισμένος μέσα από τη διαμάχη του με τον Αριστοφάνη, ο οποίος σατιρίζοντάς τον στις «Νεφέλες» τον έκανε διάσημο στην Αθήνα της εποχής. Αυτά βέβαια, και άλλα πολλά, αφού στην ιστορία εμπλέκονται κι άλλες γνωστές μορφές της εποχής όπως ο Αλκιβιάδης και η Ασπασία, φτάνουν σε εμάς μέσα από την αφήγηση μιας άλλης μυθικής μορφής της εποχής, τον «Δαίμονα» που οι «συνταξιούχοι» Θεοί είχαν στείλει στην Αθήνα να καθοδηγήσει τον αλλόκοτο φιλόσοφο.
Ένα χρόνο μικρότερη, με πολύ λιγότερα βιβλία στο ενεργητικό της, η καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Ελένη Γιαννακάκη έχει γράψει δύο μυθιστορήματα που έχουν συζητηθεί και διαβαστεί ευρέως, τόσο το πρώτο της «Περί ορέξεως και άλλων δεινών», ένα campus novel με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, κι ακόμη περισσότερο το δεύτερο, «Τα χερουβείμ της μοκέτας», στο οποίο μια ψυχαναγκαστική με την καθαριότητα μεσοαστή μητέρα εμφανίζει σταδιακά, κάτω από την γυαλιστερή της επιφάνεια, έναν εαυτό σκοτεινό και κατακερματισμένο. Με το «Σναφ» (Εστία), που μόλις κυκλοφόρησε, η Γιαννακάκη μας βάζει στον εφιαλτικό κόσμο του τηλεοπτικού κανιβαλισμού, έτσι όπως έχει επικίνδυνα εξελιχθεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Ο ήρωάς της, ένας έφηβος χωρίς πολλά εφόδια και αντιστάσεις, βιώνει την ενηλικίωση ως μυητική πρόσβαση στις πιο σκοτεινές και δύσοσμες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Σημειωτέον ότι ο τίτλος βγαίνει από την αγγλική λέξη snuff, που περιγράφει μια ταινία στην οποία παρακολουθούμε μια δολοφονία που πραγματοποιείται με σκοπό την κινηματογραφική της καταγραφή και τη συνακόλουθη εμπορική της εκμετάλλευση.
Συνομήλικη της Γιαννακάκη, επίσης πανεπιστημιακός (αντικείμενό της είναι η Ιστορία της Εξωτερικής Πολιτικής), και με ιδιαίτερα μεγάλη συγγραφική παραγωγή την τελευταία δεκαετία, η Λένα Διβάνη έγινε γνωστή πριν από ακριβώς δέκα χρόνια με το μυθιστόρημα «Οι γυναίκες της ζωής της». Έκτοτε, ουκ ολίγα βιβλία της έχουν βρει ιδιαίτερα μεγάλη ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό, με γνωστότερα τα «Ενικός αριθμός», «Ψέματα. Αλήθεια είναι…», «Νάντια», «Τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω». Το άρτι εκδοθέν μυθιστόρημά της έχει τον τίτλο «Ένα πεινασμένο στόμα» (Καστανιώτης), κι είναι η ιστορία ενός φιλόδοξου και κυνικού φοιτητή της Νομικής, του Γιάννη Γεωργιάδη, ο οποίος μπαίνει σαν άλλος «άγγελος εξολοθρευτής» στη ζωή και στο σπίτι του καθηγητή του Χρίστου Κρεμόπουλου, αποφασισμένος να μην αφήσει τίποτε όρθιο. Εναλλάσσοντας δύο πρωτοπρόσωπους αφηγητές, κάθε ήρωας παίρνει το λόγο από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, σχηματοποιώντας έτσι την ανελέητη και δίχως όρια αντιπαράθεσή τους.
Ο 66χρονος Μιχάλης Γκανάς, ένας από τους γνωστότερους και καλύτερους ποιητές-στιχουργούς της γενιάς του, είχε κάνει την πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα με το ώριμο και μεστό πεζό «Μητριά πατρίδα». Έκτοτε, τον «κέρδισε», ως είθισται να λέμε, η ποίηση και η στιχουργική. Φέτος, επιστρέφει στον πεζό λόγο με μια μικρή συλλογή σύντομων κειμένων υπό τον τίτλο «Γυναικών» (Μελάνι). Πρόκειται για κείμενα που κυμαίνονται ανάμεσα σε σύντομα πορτρέτα γυναικών, σε διάφορες στιγμές, στάσεις, ψυχικές διαθέσεις, μέχρι και ολιγοσέλιδα διηγήματα με ηρωίδες, και πάλι, γυναίκες.
Ο κατά πολύ νεαρότερος Νίκος Α. Μάντης, άφησε θετικές εντυπώσεις με το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Ψευδώνυμο», ένα σύνολο από ετεροβαρή και άνισα διηγήματα, που όμως μαρτυρούσαν στοχαστικότητα και συγγραφικό νου. Τέσσερα χρόνια μετά, κάνει το ντεμπούτο του στη μεγάλη αφήγηση με το μυθιστόρημα «Το χιόνι του καλοκαιριού» (Καστανιώτης), μια ιδιότυπη ιστορία οικογενειακής παραγνώρισης, με σκοτεινά αινίγματα και μυστικά. Η ιστορία πυροδοτείται όταν ο 8χρονος ήρωας βλέπει την από χρόνια απούσα μητέρα του να επιστρέφει με το πρόσωπο και τη συμπεριφορά μιας ξένης γυναίκας. Την ίδια στιγμή, ένας αινιγματικός κι επικίνδυνος άντρας εμφανίζεται αίφνης στο χωριό…
Ο 40χρονος Παναγιώτης Σ. Χατζημωυσιάδης, εκπαιδευτικός με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό σχετικά με τη διδασκαλία της γλώσσας, έχει εκδώσει τρία ακόμη βιβλία πεζογραφίας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, κλιμακώνοντας το μέγεθος των αφηγήσεών του από το διήγημα μέχρι το προηγούμενο μυθιστόρημά του, «Το παραμύθι του ύπνου». Στο καινούργιο του μυθιστόρημα «Αστοχία υλικού» (Μεταίχμιο), παρακολουθούμε την πτώση ενός άντρα που όλα έδειχναν ότι είχε στρώσει κάθε πτυχή της ζωής του. Οικογένεια, σπίτι, δουλειά, όλα αίφνης διακυβεύονται κι ο ήρωας αναγκάζεται να πάει πίσω, στη στιγμή που έχασε το μίτο της «αληθινής ζωής του».
Ο 49χρονος Σπύρος Καρυδάκης είχε κάνει έντονη εντύπωση δεκατρία χρόνια πριν, με το συγγραφικό του ντεμπούτο, το μυθιστόρημα «Ο ένας με μαχαίρι», που φανέρωνε συγγραφέα έτοιμο, με γλώσσα δουλεμένη, ιδέες και μυθοπλαστική και εικονοποιητική μαεστρία. Έκτοτε, παρότι κάθε βιβλίο του ξεχωρίζει από το σωρό της τεράστιας παραγωγής νεοελληνικής πεζογραφίας, δεν κατάφερε ποτέ να επαναλάβει το «θαύμα». Τόσο «Η νύχτα των ονομάτων», όσο και το τελευταίο «Να δούμε ποιος θα φαγωθεί», παρά τις αρετές τους, εμφάνιζαν προβλήματα οικονομίας και στόχευσης: Η διάθεση να ειπωθούν πάρα πολλά πράγματα στην ίδια συσκευασία αδυνάτιζε το τελικό αποτέλεσμα. Το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Therion» (Εμπειρία Εκδοτική), από μέγεθος και μόνο (584 πυκνές σελίδες), προκαλεί έναν κάποιο τρόμο, αλλά θεματικά μοιάζει τόσο φιλόδοξο που ίσως και να τις δικαιολογεί. Ο Γιώργος, ένα χωριατόπαιδο, φοιτητής, παιδί της φύσης και των αγνών ιδεών, μπλέκει με μια οργάνωση που απάγει εφήβους και τους πουλάει σε δίκτυα παιδικής πορνείας ή τους δολοφονεί για να χρησιμοποιηθούν τα σώματα τους στον χώρο των μεταμοσχεύσεων και της φαρμακοβιομηχανίας. Μεγάλα ηθικά διλήμματα συναντούν προβλήματα του καιρού μας υφαίνοντας απρόσμενους συνδυασμούς. Από την άλλη, ο Φώτης Θαλασσινός, που με το τρίτο του βιβλίο «Λούπα» είχε αποσπάσει ορισμένε διθυραμβικές κριτικές, επιδίδεται στο νέο του βιβλίο με τον αινιγματικό τίτλο «Αντάλια» (Οδός Πανός) σε μια ιδιότυπη αλληγορική κατάθεση, γύρω από την αγάπη, την άρνηση του «εγώ», την πίστη στο Θεό. Δεν ξέρω πόσοι αναγνώστες θα δεχτούν να τον ακολουθήσουν στους μαιάνδρους των σκέψεών του, φοβάμαι ωστόσο ότι με το βιβλίο του αυτό απομακρύνεται από την καθαυτό λογοτεχνία προς άλλου τύπου αναζητήσεις.
Πρωτοεμφανιζόμενος, στα 57 του χρόνια, Ευάγγελος Μαυρουδής έχει γράψει ένα επικών διαστάσεων έργο με θέμα του τη Σμύρνη, πριν, κατά τη διάρκεια της Καταστροφής, καθώς και για τη μοίρα δύο οικογενειών που πέρασαν δια πυρός και σιδήρου. Στα χέρια μας έχουμε τον πρώτο τόμο της τριλογίας του «Επιστροφή στη Σμύρνη» (Κέδρος) με τον τίτλο «Η θάλασσά μας». Παρότι τα τελευταία χρόνια το θέμα έχει σχεδόν εξαντληθεί λογοτεχνικά (ίσως και παλιότερα), το έργο του Μαυρουδή φαίνεται να διαθέτει ξεχωριστή πνοή, χάρη στην ευρυγώνια και πολυφωνική σύνθεσή του που ξεκινά από τα χρόνια της μεγάλης ήττας του ΄97 και εκτείνεται σε ολόκληρο τον αιώνα. Ο 29χρονος Θοδωρής Καραγεωργίου, πάλι, συγκεντρώνει τις δυνάμεις του γύρω από ένα σύγχρονο και λιγότερο «δουλεμένο» λογοτεχνικά θέμα, την εξάρτηση από το διαδίκτυο. On-line παιχνίδια, παράξενα ψηφιακά ναρκωτικά, έφηβη που παθαίνουν αφυδάτωση από την πολύωρη παραμονή τους μπροστά στην οθόνη, κοπέλες που παρασύρονται σε θανάσιμα ραντεβού με αγνώστους μέσω chating, είναι ο κόσμος της συλλογής «e-drugs» (Κέδρος). Κάθε διήγημα και ένα «πρόβλημα», μια αρνητική πλευρά του διαδικτύου, σε μια συλλογή που διακρίνεται από στρωτή γραφή και καθαρή ματιά, αλλά με εμφανή τον προγραμματικό της χαρακτήρα. Λίγη περισσότερη πίστη στις δυνάμεις της λογοτεχνίας θα προσέδινε στο αποτέλεσμα μεγαλύτερο βάρος (και βάθος).
Τέλος, πρωτοεμφανιζόμενος στη λογοτεχνία αλλά «βετεράνος» στον κινηματογράφο, ο γνωστός σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Βρεττάκος κατέθεσε με το «Περαστικός από το Ρέκιαβικ» (Ποταμός) μια μυθιστορία περιήγησης σε χώρες και εσωτερικά τοπία, στο οποίο η μυθοπλαστική διάθεση διαπλέκεται με πραγματικά αυτοβιογραφικά γεγονότα και αληθινά πρόσωπα.
Κώστας Κατσουλάρης