Για τη νουβέλα του Νικήτα Μ. Παπακώστα «Καληνύχτα καλούδια μου» (εκδ. Δώμα) και το αφήγημα της Ελένης Γιαννάτου «Κύριος Πηνελόπη» (εκδ. Κίχλη).
Του Διονύση Μαρίνου
Ζήτημα που απαντάται συχνά: οι πολύτροπες σχέσεις που αποκτούν οι πρωτόβγαλτοι συγγραφείς με εκείνους που τους καθόρισαν και τους επηρέασαν. Ακόμη περισσότερο: που στάθηκαν στον ώμο τους, την ώρα που καταγίνονταν με το πρώτο τους «αίμα»· το βάπτισμα του πυρός στη λογοτεχνία.
Οι ήρωες του Παπακώστα είναι ωσαύτως χθόνιοι και υπερβατικοί. Ο τόπος που επιλέγει ο συγγραφέας ως σκηνικό δράσης είναι ένα βραχώδες χωριό, σχεδόν μονωμένο από τις εισβολές των ξένων. Είναι ένας περίκλειστος κόσμος παραδομένος στις προλήψεις, τους υπερβατισμούς και τις δεισιδαιμονίες.
Η απόσταση από τις αναφορές και τις λογοτεχνικές προσδέσεις αποκτάται με τον καιρό. Γίνεται μέρος της διαδικασίας απογαλακτισμού που υφίσταται ο συγγραφέας όταν, δόκιμος πια, αντιλαμβάνεται πως οφείλει να αναμετρηθεί μόνος με το υλικό του δίχως την υποστηρικτική σκιά κάποιου «μεγάλου». Οι υπόρρητες σχέσεις πάντα θα υπάρχουν, συχνά θα βγαίνουν στην επιφάνεια, θα υπονοούνται, αλλά θα είναι –πλέον– σταθμισμένης ισχύος. Συν τω χρόνω, ο δημιουργός μαθαίνει να χαλιναγωγεί την ανάγκη του να πιαστεί από μια οικεία αρχή, προς χάριν μιας ολότελα δικής του.
Η ολιγοσέλιδη νουβέλα του Νικήτα Μ. Παπακώστα Καληνύχτα καλούδια μου και το αφήγημα της Ελένης Γιαννάτου Κύριος Πηνελόπη ευθύς εξαρχής θέτουν το ζήτημα των δυναμικών σχέσεων που αναπτύσσει ο νέος δημιουργός με τους προπάτορές του. Αν και τα δύο βιβλία κινούνται σε διαφορετικό μοτίβο και ο κόσμος στον οποίο «πατούν» είναι εκ διαμέτρου αντίθετος, εντούτοις είναι ολοζώντανος ο σύνδεσμός τους με τα αναγνώσματα και τις επιρροές τους. Οι ήρωες του Παπακώστα είναι ωσαύτως χθόνιοι και υπερβατικοί. Ο τόπος που επιλέγει ο συγγραφέας ως σκηνικό δράσης είναι ένα βραχώδες χωριό, σχεδόν μονωμένο από τις εισβολές των ξένων. Είναι ένας περίκλειστος κόσμος παραδομένος στις προλήψεις, τους υπερβατισμούς και τις δεισιδαιμονίες. Η αιτιώδης σχέση λόγου και πράξης καταρρέει από το βάρος των εξωλογικών στοιχείων που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων του χωριού. Οτιδήποτε συμβαίνει, τα δράματα εν προκειμένω, είναι αποτέλεσμα της εμπλοκής του πάνω και του κάτω κόσμου. Η δαιμονική φύση των πνευμάτων σε συνδιαλλαγή με τους θρησκευτικούς συμβολισμούς διαμορφώνουν μια μυστικιστική «ψίχα» από την οποία φτιάχνονται τα προπλάσματα των ηρώων.
Η Μαρία εκπαιδεύεται στον θάνατο από μικρή. Σκοτώνει τα γατάκια που έχουν πλημμυρίσει το σπίτι της. Τα χέρια της βάφονται νωρίς από το ξένο αίμα. Είναι σχεδόν καταδικασμένη να ξαναχτυπήσει τη μαύρη χορδή της «κάθαρσης» αφαιρώντας αυτή τη φορά αίμα από το αίμα της. Θα παντρευτεί τον Φώτη, ένα παλικάρι που έχασε το δάχτυλό του σε μια αλωνιστική μηχανή, ο οποίος γίνεται παπάς του χωριού. Το ζευγάρι, προστατευμένο επιφανειακά από το άγιο φως της θρησκείας, θα χτυπηθεί αλύπητα από τους ανέμους των δαιμόνων που θάλλουν στο μέρος τους. Με εκτελεστικό όργανο τη Μαρία, τα κακά πνεύματα παίρνουν εκδίκηση, στέλνουν από το επέκεινα μήνυμα στους ανθρώπους. Μια, δύο, τρεις φορές η Μαρία θα αρνηθεί τη μητρότητα. Θα γίνει μια Μήδεια, μια Φραγκογιαννού. Βέβαια, τα δικά της ελατήρια είναι τελείως διαφορετικά. Δρασκελίζοντας τα όρια της λογικού κι αγγίζοντας εκείνα της παραφοράς, η Μαρία κυριεύεται από την ισχύ των δαιμονίων. Ακόμη κι έτσι, όμως, συμβολοποιείται στα μάτια των ταπεινών συγχωριανών της. Έως και η διαμελισμένη σάρκα της αποκτάει τον χαρακτήρα θεϊκού θαύματος – μιας αλληγορίας που έρχεται από ψηλά παίρνοντας, ωστόσο, ισχύ από τις δυνάμεις του κάτω κόσμου.
Νικήτας Μ. Παπακώστας – Ελένη Γιαννάτου |
Η Γιαννάτου χρησιμοποιεί ως όχημα το αφήγημά της για να αρθρώσει έναν λόγο γύρω από την ουσία της τέχνης: Πώς την κατανοούμε, ποιοι είναι οι κώδικές της, αλλά και ποιες είναι οι δομικές αδυναμίες της να περικλείσει το όλον του κόσμου, να μιλήσει γι’ αυτόν, να το κατανοήσει και, εντέλει, να το προσφέρει στους ανθρώπους μεταπλασμένο.
Αν η διακειμενικότητα στον Παπακώστα επικεντρώνεται στην Αρχαία Τραγωδία, τον Παπαδιαμάντη, τους λαϊκούς θρύλους και τη λογοτεχνία του φανταστικού, στην περίπτωση της Ελένης Γιαννάτου, η βεντάλια των αναφορών απλώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της λογοτεχνίας (κι όχι μόνο). Θα έλεγε κανείς πως το αφήγημά της Κύριος Πηνελόπη είναι εν σπέρματι ένα διακειμενικό «παιχνίδι». Ένα παζλ από αναφορές σε βιβλία, μουσικές, ήχους, εικόνες και εικαστικές αναπαραστάσεις. Η Γιαννάτου χρησιμοποιεί ως όχημα το αφήγημά της για να αρθρώσει έναν λόγο γύρω από την ουσία της τέχνης: Πώς την κατανοούμε, ποιοι είναι οι κώδικές της, αλλά και ποιες είναι οι δομικές αδυναμίες της να περικλείσει το όλον του κόσμου, να μιλήσει γι’ αυτόν, να το κατανοήσει και, εντέλει, να το προσφέρει στους ανθρώπους μεταπλασμένο. Τόσο η πλοκή όσο και οι χαρακτήρες λειτουργούν υποβοηθητικά στα υπό εξέταση ζητήματα. Είναι εναύσματα κι όχι τα κεντρικά σημεία των επιμέρους ιστοριών. Έχουμε να κάνουμε με ένα γλωσσοκεντρικό βιβλίο με έντονο το στοιχεία της εγκεφαλικότητας. Ακόμη κι όταν μιλάει για έναν μη ευοδωμένο έρωτα, το κάνει με έναν εντελώς παράδοξο τρόπο – σίγουρα μη παραδοσιακό.
Οι ιστορίες της Γιαννάτου είναι ένας μαγνήτης σπασμένος σε κομμάτια. Κάθε ένα από αυτά συλλέγει εκ πρώτης όψεως ετερόκλητα κομμάτια από όλες τις μορφές της τέχνης (από την ποπ κουλτούρα και τη mainstream εκδοχή έως τις δημιουργίες υψηλής αισθητικής). Η συνομιλία και το διακειμενικό παιχνίδι είναι διαρκές και της περισσότερες φορές ευάγωγο. Η Γιαννάτου πλέκει και ξηλώνει αδιαλείπτως. Τοποθετεί στο κέντρο του αφηγηματικού της καμβά το μέγα ερώτημα: μπορεί η τέχνη να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα της καθημερινής βιοτής; Είναι η απάντηση σε όλες τις οντολογικές διερωτήσεις και το παυσίλυπο σε όλα τα εν εξελίξει ανθρώπινα δράματα; Η απάντηση είναι –εν πολλοίς– προφανής: η τέχνη δεν δίνει καμία απάντηση. Αντιθέτως παρέχει περισσότερα ερωτήματα. Ως εκ τούτου, όσα παιχνιδίσματα κι αν κάνουμε, όσες αναγωγές και αν χρησιμοποιήσουμε κι όσες αποδελτιώσεις κάνουμε από τα έργα και τις ημέρες της Τέχνης, ελάχιστη χρεία θα έχουν τα ευρήματά μας στο διαρκές αίνιγμα του «κάθε μέρα». Στον Κύριο Πηνελόπη διακρίνει κανείς την αμηχανία, αλλά και την ανατροπή. Την ανάγκη της Γιαννάτου να πατήσει στη στέρεα βάση της κοινά αποδεκτής τέχνης, αλλά και τη διάθεσή της να ανακατέψει την τράπουλα φτιάχνοντας μια νέα συνθήκη. Είτε έτσι είτε αλλιώς: το παιχνίδι είναι ανοιχτό.