Για την επανέκδοση της συλλογής διηγημάτων του Βασίλη Γκουρογιάννη «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Το κύριο βιολογικό γνώρισμα του ανθρώπου είναι ότι παράγει παρελθόν», γράφει ο Βασίλης Γκουρογιάννης στην έβδομη από τις δεκάξι του Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων (πρώτη έκδοση, 1990), με τίτλο «Χθόνια μουσική», για ένα δεκάχρονο αγόρι και τον πατέρα του που ’ναι ξαπλωμένοι κάτω από ένα γεφύρι μια νύχτα το 1922, κι ακούν όργανα να έρχονται, σαν γάμος, ψυχές που ’χουνε στήσει χορό. «Με τον τρόπο της αράχνης προχωρεί εκτυλίσσοντας νήμα. Σ’ αυτό το νήμα έπειτα πισωγυρνά, ακροβατεί και πλέκει».
Σε τούτες τις Διηγήσεις ο Γκουρογιάννης πατά γερά και με τα δυο πόδια σε λογοτεχνικό χώμα σπαρμένο με λαϊκές δοξασίες και θρύλους, το σβαρνίζει να βγάλει ό,τι ’ναι θαμμένο μέσα, και φυτεύει έπειτα το σπόρο του νέου πράγματος που πλάθει εδώ σχεδόν ως εξ αποκαλύψεως.
Όμοια με την αράχνη, οι Διηγήσεις πισωγυρνούν στο νήμα της διηγηματογραφικής μας παράδοσης, ακροβατούν ανάμεσα στην ποίηση και το πεζό, και πλέκουν νέο είδος. Από μόνο του βέβαια το «νέο» ούτε είναι το ζητούμενο στη λογοτεχνία ούτε λέει τίποτα, γιατί μπορεί να ίπταται σε κενό, όμως σε τούτες τις Διηγήσεις ο Γκουρογιάννης πατά γερά και με τα δυο πόδια σε λογοτεχνικό χώμα σπαρμένο με λαϊκές δοξασίες και θρύλους, το σβαρνίζει να βγάλει ό,τι ’ναι θαμμένο μέσα, και φυτεύει έπειτα το σπόρο του νέου πράγματος που πλάθει εδώ σχεδόν ως εξ αποκαλύψεως, κι ας βάζει ως επίμετρο σημειώσεις που λένε πώς γράφτηκαν οι διηγήσεις του, σαν να βάζει απέναντι στο βιβλίο του καθρέφτη.
Η ιδέα που ’χει είναι φαινομενικά απλή, όπως όλες οι ιδιοφυείς ιδέες. Αραδιάζει μια σειρά από δεκάξι διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων (καταγεγραμμένες ή δημιουργημένες, δεν έχει σημασία), συναπαντήματα με νεκρούς, στοιχειά, ισκιώματα, κ.λπ., αφηγημένα με λιτή γλώσσα του χωριού, και για το καθένα δίνει έπειτα μιαν επιστημονικοφανή «ερμηνεία» σε γλώσσα πιο λόγια μα βαθύτατα ποιητική, παιχνιδιάρικη κάποτε, γεμάτη πετάγματα της φαντασίας κι αναπάντεχες εικόνες που επανέρχονται παραλλαγμένες, συνθέτοντας μια ανθρωποζωοφυτολογία του κόσμου των ψυχών.
Όπως η εικόνα του γυαλιού ως φυλακής: «[…] Ενδέχεται η παραφυσική αυτή ύπαρξη να υπήρξε στον ένσαρκο βίο της παιδί που δεν εχάρηκε παιχνίδι. Η απέραντη θλίψη του ανεκπλήρωτου ποτέ δεν εξαλείφθηκε. Έγινε καπνισμένο γυαλί που επιτρέπει μόνον από μέσα την ορατότητα. […]» («Η δαιμονισμένη»)
«[…] Αυτούς τους καθρέφτες οι παραφυσικές υπάρξεις τους γνωρίζουν. Γι’ αυτό τους αντιστρέφουν και καθρεφτίζονται μόνο στην πίσω σκοτεινή πλευρά. Αν αντικρίσουν φωτισμένη την πλάση, θα υποστούν το σοκ της πεταλούδας που εγκλωβίζεται σε σφραγισμένο σπίτι εξοχικό. Ακουμπά στο τζάμι και βλέπει… Και βλέπει ότι τα λουλούδια χάνονται, γυμνώνονται τα δροσερά δέντρα. Ενώ η φύση την κατασκεύασε να βιώσει μόνο μια εποχή! Οι αδιανόητες αυτές παραστάσεις καταλύουν τη βιολογική σύσταση του εντόμου και επιχειρεί –αλλά δεν έχει το απαιτούμενο βάρος– να συντρίψει το γυαλί, να δοθεί του ανέμου που θα την αναλύσει σε λάμψη και φτερά». («Το λάλημα του πετεινού»)
Ή, ερανίσματα περί των ψυχών: «Ιδέτε με πόση διακριτικότητα (και με την ελάχιστη δυνατή διαδικασία) παραδίδουν το πνεύμα τους οι Ασιάτες, οι Παλαιστίνιοι, οι Λατινοαμερικάνοι. Θαρρείς είναι οι ψυχές τους κοπάδι διαβατικά πουλιά που εκάθισαν σε σπαρτά. Αρκεί μια δυο φορές να κροταλίσει τις παλάμες του ο Χάρος κι ευθύς διασκορπίζονται στους αιθέρες. Ενώ όσοι κατοικούν άλλους τόπους αντιδρούν σαν ταυριά που είδαν άλλο μπροστά τους να μαχαιρώνεται» («Το τέλος του Θανάση»)· «Διότι ο έρωτας των ψυχών συγγενεύει λειτουργικά με τον έρωτα των ψαριών. Σε ανύποπτη στιγμή εμφανίζεται το ψάρι. Ραντίζει τ’ αυγά άλλου ψαριού που χάθηκε. Που δεν το εγνώρισε. Ούτε ποτέ θα το γνωρίσει» («Φωνή από το αόρατο»)· «Οι παγιδευμένες ψυχές υποφέρουν όμοια με τις παγιδευμένες πεταλούδες. Κι αν σπαράζουν, δεν ακούγεται φωνή· κι αν χτυπιούνται, δεν παράγεται ήχος» («Ο θρήνος των πνευμάτων»).
Είναι φορές που η ψυχή του συγγραφέα κι ο νους του, ο ίδιος ο άνθρωπος και η τέχνη του, συμπίπτουν ολότελα, και τότε η τέχνη αυτή δίνει το απόσταγμά της, την πεμπτουσία της.
Θα μπορούσα να συνεχίσω να παραθέτω αποσπάσματα. Θα καταλάβατε ότι πρόκειται για βιβλίο που πιο πολύ βιώνεται παρά ερμηνεύεται.
Είναι φορές που η ψυχή του συγγραφέα κι ο νους του, ο ίδιος ο άνθρωπος και η τέχνη του, συμπίπτουν ολότελα, και τότε η τέχνη αυτή δίνει το απόσταγμά της, την πεμπτουσία της. Τέτοιες είναι οι Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων του Γκουρογιάννη, πρώτο του πεζό μετά τα ποιητικά Από φωτογραφία βουνού (1985), Σχόλια σε ποίηση (1987), και πριν απ’ το μυθιστόρημα Το ασημόχορτο ανθίζει (1992).
Δύσκολη η λέξη αριστούργημα, πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ. Μα νιώθω πως δεν θα ’ταν άτοπη η χρήση της γι’ αυτό το βιβλίο, από τα πλέον σπουδαία της νεότατής μας πεζογραφίας.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων
Βασίλης Γκουρογιάννης
Μεταίχμιο 2018
Σελ. 84, τιμή εκδότη €8,80