Ο 41χρονος Μιχάλης Μιχαηλίδης, με τέσσερα μυθιστορήματα στο ενεργητικό του, εκ των οποίων το ένα βραβευμένο από το περιοδικό «Διαβάζω», επιχειρεί με την «Πινακοθήκη» του κάτι, φαινομενικά, παρόμοιο με τον Πέτρο Τατσόπουλο λίγα χρόνια πριν στο μυθιστόρημα «Τιμής Ένεκεν».
Του Κώστα Κατσουλάρη
Κάπου εδώ τελειώνουν βέβαια οι ομοιότητες, αφού εκεί που ο ήρωας του Τατσόπουλου «σερφάρει» με χαλαρότητα και ολίγον κυνισμό στην επιφάνεια αυτής της απατηλής πραγματικότητας, μην διστάζοντας ωστόσο να εκθέσει πρόσωπα και καταστάσεις, στην περίπτωση του Μιχαηλίδη έχουμε μια ολοκληρωτική, ξεκάθαρη, οργανωμένη αντιπαράθεση με αυτή (εκθέτοντας επίσης πρόσωπα και καταστάσεις). Έχουμε, θα τολμούσε να πει κανείς, ένα μυθοπλαστικά αρθρωμένο επιχείρημα, που είναι περίπου το εξής: «Τι χώρα είναι αυτή στην οποία όσο ταλαντούχος, εργατικός και προσηλωμένος στο στόχο σου κι αν είσαι, δεν μπορείς να ζήσεις αξιοπρεπώς αν δεν ψαλιδίσεις τις φιλοδοξίες και την προσωπικότητά σου στα μέτρα που σου επιβάλουν οι μέτριοι, οι οποίοι και καθορίζουν τελικά τους κανόνες του παιχνιδιού;»
Το στόρι του βιβλίου είναι σχετικά υποτυπώδες, παρά τη δαιδαλώδη πλοκή του, και δεν είναι άλλο από την αυτοβιογραφικού χαρακτήρα παρακολούθηση της πορείας ενός φιλόδοξου νέου συγγραφέα ο οποίος, παρά τη σχετικά γρήγορη καταξίωσή του, δεν καταφέρνει να συμβιβαστεί με τον νεοελληνικό αχταρμά που τον περιβάλλει (σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη δυστοκία παίζει το γεγονός ότι τα βιβλία του δεν έχουν την επιθυμητή εμπορική επιτυχία, παρά τη δημοσιότητα που παίρνουν). Παράλληλα, έχουμε εξιστορήσεις από τις προσωπικές του ερωτικές περιπέτειες, κυρίως με κοπέλες του ευρύτερου «χώρου», και την αδυναμία του να υπερβεί, ακόμη και με την ιδανικότερη σύντροφο, τη νεοελληνική μικροαστική μιζέρια. Η δομή του βιβλίου είναι τέτοια ώστε έπειτα από κάθε κεφάλαιο της κύριας αφήγησης, που όλα αρχίζουν με το βιβλικής χροιάς «τη χρονιά εκείνη», ακολουθεί ένα κείμενο που λειτουργεί αντιστικτικά σε αυτήν: είτε ένα διήγημα του κεντρικού ήρωα, του συγγραφέα Πέτρου Πετρίδη (συνήθως ήδη δημοσιευμένο από τον Μιχαηλίδη), είτε κάποια αναφορά προς τον εκδοτικό οίκο στον οποίο εργάζεται ως επαγγελματίας «αναγνώστης», είτε αποσπάσματα από την ηλεκτρονική του αλληλογραφία με την ποθητή καριερίστα δημοσιογράφο Μόνικα και ανθρώπους του εκδοτικού χώρου.
Η γραφή του Μιχαηλίδη, παρά την ωμότητά της, χαρακτηρίζεται από ακρίβεια, υφολογικό πλούτο, νοηματική σαφήνεια. Είτε προβάλλει ως υψιπετής, όπως στην αρχή του βιβλίου όπου ο συγγραφέας κάνει επίδειξη αναγνωστικής εμβρίθειας διατρέχοντας τη βιβλιοθήκη του, είτε ξεπέφτει στο «κουτσομπολιό» και την «κλειδαρότρυπα», παραμένει ευφάνταστη, δημιουργική, καίρια. Σε αντίθεση με πολλούς νεότερους συγγραφείς, παιδεύει τις φράσεις του, αναζητώντας το ξάφνιασμα, την απρόσμενη κατάληξη.
Ο πληγωμένος ναρκισσισμός δεν μετουσιώνεται σε αληθινό δημιουργικό οίστρο.
Ωστόσο, η ανάγνωση της «Πινακοθήκης» προκαλεί ταυτόχρονα και έντονη δυσφορία. Ο ήρωας-συγγραφέας πάνω στον οποίο προβάλλεται ο Μιχαηλίδης δεν καταφέρνει να μετουσιώσει τον πληγωμένο ναρκισσισμό του σε αληθινό δημιουργικό οίστρο, κι εμφανίζεται ως προγραμματικά χολωμένος και χολερικός – λες και άπαντες του οφείλουν τον δίχως όρους θαυμασμό τους, που κι αυτός σπανίως επαρκεί για να εκμαιεύσει ένα θετικό σχόλιο από την πένα του. Επίσης, η εμμονή του, αναδρομικά, στην περιγραφή ανούσιων περιστατικών που έλαβαν χώρα σε, ανούσιες πράγματι, εκδρομές και συνέδρια νέων συγγραφέων (ο γράφων έχει εκφράσει την άποψή του σχετικά στο… «Γεώμηλο» Νο 3 – εγκαίρως, δηλαδή), δίνει την αίσθηση ότι διασκεδάζει με μικροκακίες και ανώφελους κομπασμούς («με την παρουσία του προσέδιδε υπόσταση σε πέντε-έξι νιάνιαρα…») – μόνο που στην περίπτωση αυτή το πιάτο της εκδίκησης δεν είναι κρύο αλλά έχει προ πολλού κακοφορμίσει.
Όταν αυτό γίνεται για να διευκολυνθεί η έκφραση ιδεών και στάσης ζωής είναι ίσως λειτουργικό, όταν γίνεται ως επίδειξη μη αναγνώρισης όρων και ορίων με τους οποίους συμμετέχει κανείς στο λογοτεχνικό παιχνίδι, καταντάει κουραστικό – ποιος ενδιαφέρεται, άλλωστε;
Τέλος, μια προσωπική σκέψη σχετικά με τη συγγραφική επιλογή του Μιχαηλίδη να «ξεμπροστιάσει» φίλους, ερωμένες και εχθρούς, παίζοντας με τα ονόματα και τα πρόσωπα που βρίσκονται πίσω από αυτά. Δεν θα σταθώ στην ηθική πλευρά του ζητήματος, διότι δεν γνωρίζω πού βρίσκεται το όριο ανάμεσα στη ζωή και τη συγγραφή, ούτε και θα ισχυριστώ ότι ο Μιχαηλίδης δεν έχει κερδίσει ακόμη την «ποιητική αδεία» να γίνεται κακός και χοντροκομμένος, διότι δεν εμπιστεύομαι τους μηχανισμούς που μοιράζουν τις σχετικές άδειες. Ωστόσο, μου φαινόταν πάντοτε μια μορφή συγγραφικής αδυναμίας η στήριξη ενός έργου στους άμεσους συνειρμούς που προκαλεί σε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μια μικρή αλλά όχι ανώδυνη παραχώρηση της λογοτεχνίας προς τη δημοσιογραφία και το χρονογράφημα. Όταν αυτό γίνεται για να διευκολυνθεί η έκφραση ιδεών και στάσης ζωής είναι ίσως λειτουργικό, όταν γίνεται ως επίδειξη μη αναγνώρισης όρων και ορίων με τους οποίους συμμετέχει κανείς στο λογοτεχνικό παιχνίδι, καταντάει κουραστικό – ποιος ενδιαφέρεται, άλλωστε;
Σε κάθε περίπτωση, έστω και με αμφιλεγόμενα μέσα, ο Μιχαηλίδης κατάφερε να γράψει και πάλι ένα μυθιστόρημα που συζητείται και διχάζει – κι όχι μονάχα για την ηδονοβλεπτική του διάσταση, που δεν έχει άλλωστε, ας μην γελιόμαστε, κι ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκρινόμενη με τα όσα κυκλοφορούν ευρέως.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας