Του Κώστα Κατσουλάρη
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος και η Σώτη Τριανταφύλλου ξεδιπλώνουν οδυνηρές όσο και φαιδρές πτυχές της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Η κρίση που βιώνουμε, η οποία αναμφίβολα δεν περιορίζεται στη χρηματοοικονομική και δημοσιονομική σφαίρα, μας έχει αναγκάσει να ξανακοιτάξουμε τον εαυτό μας, συλλογικό κι ατομικό, μέσα από νέους καθρέφτες.
Η λογοτεχνία, ενορατική από τη φύση της –αποτύπωμα του ονείρου (κι άρα φόβων, προσδοκιών, επιθυμιών) πάνω στην πραγματικότητα, όσο και το αντίστροφο–, προηγείται της ειδησεογραφίας, της δημοσιογραφίας. Έτσι, διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την προωθημένη πεζογραφία της τελευταίας 15ετίας μπορεί να διακρίνει σε πολλά βιβλία τα περισσότερα από τα ζητήματα που μας ταλανίζουν σήμερα – δραματοποιημένα, μορφοποιημένα, φωτισμένα.
Δύο πρόσφατα πεζά, μια νουβέλα κι ένα μυθιστόρημα, ανατέμνουν με τον τρόπο τους οδυνηρές ή και φαιδρές πλευρές της νεοελληνικής πραγματικότητας χρησιμοποιώντας διαφορετικά εκφραστικά μέσα: την παρωδία και τη σάτιρα, το ένα· την εκδραμάτιση, το βίωμα και τα μαθηματικά, το άλλο.
Θεός στα μέτρα μας
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος δεν μας είχε συνηθίσει μέχρι σήμερα στην παρωδία (με εξαίρεση ίσως το θεατρικό του «Αυτοί που έχασαν τον ύπνο τους»), αν και στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Ξυπόλυτο σύννεφο» (Ωκεανίδα, 2010) υπάρχουν κάμποσα ψήγματα παρωδιακής δραματουργίας, με σημαντικότερο ίσως την ανάληψη της λειτουργίας της αφήγησης από το σωκρατικό «δαιμόνιο».
Όπως και στο προηγούμενο πεζό του, έτσι και στην πρόσφατη νουβέλα του «Η επιδημία: Οι θεοί ανάμεσά μας» (Πατάκης 2011), οι θεοί αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το μακάριο κόσμο τους και επεμβαίνουν στα ανθρώπινα – όχι χωρίς ιδιοτέλεια… Μόνο που ο θεός της Ελλάδας, κατ’ εικόνα κι ομοίωσή της θα έλεγε κανείς, δεν είναι παρά μια αφόρητη μετριότητα, φαφλατάς και κομπορρήμων, ανίκανος να ολοκληρώσει την παραμικρή πράξη (εξόν ίσως της ερωτικής, μόλο που ούτε σ’ αυτό το στίβο διεκδικεί δάφνες πρωταθλητή).
Έτσι, ο Ακατανόμαστος, όπως σαρκαστικά τον βαφτίζει ο συγγραφέας, αφού περιηγήθηκε κάμποσους αιώνες στην υποσαχάρια Αφρική, αποφάσισε να επιστρέψει στα μέρη μας αναλαμβάνοντας να φέρει σε πέρας (μάλλον βαριεστημένα, μέσα στη θεία βαρεμάρα του) κάποια ημιτελή έργα της νεότητός του. Ένα από αυτά, η οδός που θα συνέδεε την Αθήνα με τη Σπάρτη (ο συμβολισμός είναι προφανής) θα γίνει για το επόμενο διάστημα το όραμα με το οποίο θα συνδέσει τις φιλοδοξίες του.
Καίτοι θεός, βέβαια, ουδείς χαράσσει δρόμους στην Ελλάδα (και κυρίως ουδείς χρηματοδοτείται για να τους κατασκευάσει), αν πρώτα δεν καταφέρει να βρει πρόθυμους συμμάχους από τον πολιτικό κόσμο, κάτι το οποίο ο Ακατανόμαστος δεν θα δυσκολευτεί να πετύχει – και δη εξαιρετικά γρήγορα. Με την άνεση και την άγνοια κινδύνου που τον χαρακτηρίζει (σε τελική ανάλυση, θεός είναι, δεν ρισκάρει πολλά), εκλαμβάνεται ως μεγαλόσχημος ομογενής επενδυτής, με αποτέλεσμα οι πόρτες των υπουργικών γραφείων να ανοίγουν διάπλατα άμα τη εμφανίσει του. Άλλωστε, μπορεί τα ελαττώματά του όπως και τα πάθη του να φαντάζουν πέρα ως πέρα ανθρώπινα, διατηρεί όμως στο ακέραιο ορισμένες εξόχως θεϊκές δεξιότητες, όπως την ικανότητα να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται κατά το δοκούν, χωρίς ούτε το ένα ούτε το άλλο να γίνεται αντιληπτό από την ομήγυρη ως τέτοιο.
Οι δουλειές εγκαταλείπονται στην τύχη τους, οι ταπεινές καθημερινές ασχολίες μένουν μετέωρες, αφού πια σχεδόν όλοι έχουν ανώτερες ασχολίες, με την «ψυχή» τους να ξεχειλίζει ποιητικότητα.
Ούτε κι ο έρωτας όμως θα αργήσει να του χτυπήσει την πόρτα, έστω κι αν η εν λόγω πόρτα είναι «ψηφιακή», αφού η γνωριμία του με το έτερον ήμισυ γίνεται via διαδικτύου. Τούτο, ο κατακλυσμός του δηλαδή από το αίσθημα του ερωτικού πάθους, θα αποβεί μοιραίο, τόσο για τον ίδιο (αν κι ως θεός, είπαμε, τα ρίσκα του δεν είναι μεγάλα), όσο κυρίως για τους επιρρεπής στις αισθηματικές εξάρσεις κατοίκους της ελληνικής γης. Η αισθηματική του ένταση θα είναι τέτοια που θα πυροδοτήσει κύματα λυρικής ανάτασης σε όλο και μεγαλύτερα μέρη του πληθυσμού, με αποτέλεσμα τη μαζική καταφυγή στην «καλλιτεχνική έκφραση», την ποιητική κυρίως, αλλά και άλλες, όπως η θεατρική. Λίγες εβδομάδες αργότερα η πρωτεύουσα έχει γεμίσει ορθές πολιτών σε συναισθηματική παράκρουση, αφού η ανάγκη τους για «έκφραση» έχει στο μεταξύ γίνει τόσο ορμητική και αχαλιναγώγητη, όσο ελλιπής είναι η πνευματική και ψυχική τους προετοιμασία για αυτή. Οι δουλειές εγκαταλείπονται στην τύχη τους, οι ταπεινές καθημερινές ασχολίες μένουν μετέωρες, αφού πια σχεδόν όλοι έχουν ανώτερες ασχολίες, με την «ψυχή» τους να ξεχειλίζει ποιητικότητα.
Τα πράγματα περιπλέκονται έτι περαιτέρω όταν ισχυρός παράγοντας του τόπου, έχοντας κι αυτός μολυνθεί από την επιδημία, «προσλαμβάνει» εξέχον μέλος του «πνευματικού κόσμου» για να αξιολογήσει το συγγραφικό του πόνημα. Στο μεταξύ, ο οκνηρός θεός μας έχει ήδη αρχίσει να βαριέται: τον έρωτα, τον τόπο, την ύπαρξή του, και ματαίως αναζητείται από τους διαπρεπείς άντρες της εξουσίας για να ολοκληρώσουν το «έργο» τους.
Είναι φανερό ότι ο Τ.Θ. έγραψε την «Επιδημία» του με μεγάλο κέφι, με σαρκαστική όσο και αυτοσαρκαστική διάθεση (μήπως ο ήρωάς του δεν είναι κι αυτός μια μεταφορά της ελίτ «του τόπου», πνευματικής και καλλιτεχνικής;), διατυπώνοντας ένα καυστικό σχόλιο πάνω στην τρέχουσα πραγματικότητα της γενικευμένης «αγανάκτησης» και των ασύμμετρων λυρικών εξάρσεων. Ο θεός της Ελλάδας, με τα τερτίπια του, μας βυθίζει ακόμη περισσότερο στον ακατάσχετο αισθηματισμό, απομακρύνοντας κάθε λύση που θα μπορούσε να προκύψει με εργαλείο τον «βαρετό» και διόλου παθιασμένο Ορθό Λόγο – έξω από τον οποίο όμως τα πρακτικά προβλήματα διογκώνονται και παραπέμπονται σε ένα όλο πιο θολό κι αβέβαιο μέλλον.
Ελληνικό Γκόθικ
Η Σώτη Τριανταφύλλου έχει καταπιαστεί και στο παρελθόν με την πρόσφατη νεοελληνική ιστορία στο μυθιστόρημά της «Αύριο μια άλλη χώρα», καθώς και σε κάποια περιφερειακά της βιβλία όπως η «Φυγή» και το «Πιτσιμπούργκο» – τα οποία όμως αναφέρονταν σε ιδιαίτερες εποχές ή καταστάσεις, χωρίς ούτε τον αυτοβιογραφικό πυρήνα ούτε τους ορίζοντες μιας μεγάλης σύνθεσης. Χωρίς αμφιβολία, το πιο κοντινό της βιβλίο στο πρόσφατο μυθιστόρημά της «Για την αγάπη της γεωμετρίας» (Πατάκης 2011) είναι το αμέσως προηγούμενό της, το αυτοβιογραφικό «Ο χρόνος πάλι», σε βαθμό που να μοιάζει με δραματοποιημένη εκδοχή του. Από αυτή την άποψη, η αναμέτρηση αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας ήταν αναπόφευκτη, με τη δεύτερη να κερδίζει στα σημεία.
Η ηρωίδα της Σ.Τ. Ανατολή Μπότσαρη μεγαλώνει στο ιδιόρρυθμο περιβάλλον μιας κομμουνιστικής οικογένειας με αστικές συνήθειες και οικονομική επιφάνεια, με τις βαθύτερες επιθυμίες των μελών της εξοβελισμένες εκτός οικογενειακής εστίας. Ο πατέρας της, δικηγόρος, «δηλωσίας», αμφίθυμος κομμουνιστής και ακραία αυταρχικός, δακρύζει εύκολα στο σινεμά και στην όπερα, όπως και στη θέα ενός αδέσποτου, αλλά δεν διστάζει να προσγειώνει τακτικά τις οργισμένες γροθιές του στο πρόσωπο της ανήλικης κόρης του – ακόμη και τη μέρα που εκείνη πηγαίνει να «δώσει για πανελλήνιες». Το «γκόθικ» οικογενειακό περιβάλλον συμπληρώνει η απαθής και μάλλον σε μόνιμη κατάθλιψη μητέρα, ένας «ευνουχισμένος» αδελφός που επιλέγει τη βουβαμάρα έπειτα από ένα βίαιο ξέσπασμα του πατέρα, καθώς κι ένας θίασος από θείες, ξαδέλφες και θείους – από τους οποίους ξεχωρίζει ο θείος Αντώνης, αν μη τι άλλο για το αυτοσαρκαστικό του χιούμορ.
Από το μυθιστόρημα της νιότης της Σ.Τ. (ή κάποιας που της μοιάζει έντονα) δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι εκατοντάδες αναφορές σε τραγούδια ( η Ανατολή, φέρνοντας στο νου τους ήρωες του Χόρμπι στο High fidelity, σκαρφίζεται top ten ροκ τραγουδιών με κάθε αφορμή), η σαρκαστική αποδόμηση της ελληνικής κομμουνιστικής αριστεράς, ο χλευασμός του μικροαστικού κομφορμισμού, του περήφανου επαρχιωτισμού, των καθημερινών τελετουργικών μιας «ψωροκώσταινας» που αυτοθαυμάζεται. Στο μεγαλύτερο μέρος του είναι γραμμένο με νευρώδη γλώσσα και έξυπνους διαλόγους –κάπου μετά τη μέση κάνει μια μικρή «κοιλιά», κατά την περιγραφή της ζωής της ηρωίδας με τον μονόχνοτο κνίτη «σύζυγο», αλλά γρήγορα ο ρυθμός επανέρχεται–, ενώ ειδικά οι τελευταίες σελίδες, από το θάνατο του πατέρα και μετά, είναι «λαμπερές». Επίσης, περιστατικά όπως η επίσκεψη των γονιών της ηρωίδας στην Τασκένδη, το θέατρο του παραλόγου που βιώνουν και οι οδυνηρές αποσιωπήσεις που ακολουθούν είναι κομμάτια ανθολογίας - και δεν απαντούν όσο συχνά φαντάζεται κανείς στην πεζογραφία των τελευταίων δεκαετιών.
Μπορεί να διαβαστεί ως λυπητερός ύμνος στην ελευθερία της σκέψης, στον ορθό λόγο, μια κατάθεση πίστης στην απελευθερωτική δύναμη της ατομικής βούλησης – ειδικά όταν όλα γύρω σου καταρρέουν.
Καταλήγοντας: Ως «ερωτική ιστορία», όπως τη συστήνει η αφηγήτρια, η «Γεωμετρία» δεν θα ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη, ίσως ούτε και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Αντιθέτως, μπορεί να διαβαστεί ως λυπητερός ύμνος στην ελευθερία της σκέψης, στον ορθό λόγο, μια κατάθεση πίστης στην απελευθερωτική δύναμη της ατομικής βούλησης – ειδικά όταν όλα γύρω σου καταρρέουν. Μπορεί επίσης να διαβαστεί ως ύστατος αποχαιρετισμός στη μητέρα-πατρίδα, αφού η εκδοχή της επιστροφής στην οικογενειακή εστία ή του συμβιβασμού με τα φαντάσματα του παρελθόντος έχει εξαρχής αποκλειστεί. Μπορεί, τέλος, να διαβαστεί ως κατάθεση αγάπης σε ένα σωρό μικρά πράγματα (τραγούδια, αξεσουάρ, βιβλία), που όμως προσδίδουν νόημα στην καθημερινότητα, όπως και σ’ εκείνους τους δευτερεύοντες χαρακτήρες της ζωής μας (βλ. τον μαθηματικό Πιερίδη) στους οποίους χρωστάμε καμιά φορά δυσανάλογα πολλά σε σχέση με το ρόλο τους.
Η Σ.Τ. αρνείται να χαριστεί στην ηρωίδα της, δίνοντάς της μια πιο δοξασμένη διέξοδο – αν και η ιδέα της επιτυχίας την κατατρέχει. Αντίθετα, όσο τουλάχιστον «κρατάει» το μυθιστόρημα, μέχρι το 2000 δηλαδή, την καταδικάζει σε μια ζωή ανάμεσα στις μετριότητες (παρότι διέθετε σαφώς καλύτερο potential), αποφεύγοντας να καταφύγει στην ευκολία μιας οριστικής λύτρωσης και προτιμώντας την προσκόλληση στη θύμηση της σύνθλιψής της από έναν πατέρα σαδιστή όσο και αυτοκαταστροφικό. Μολαταύτα, ίσως εξαιτίας της αυτοπεποίθησης και της θετικής ενέργειας που εξακολουθεί να εκπέμπει η ηρωίδα, στο τέλος η ανάγνωση αφήνει το αίσθημα της τελικής δικαίωσης, το άρωμα μιας επερχόμενης ελευθερίας, όχι «εκστατικά ευτυχισμένης» (κατά την προσφιλή έκφραση της συγγραφέως), αλλά μιας ελευθερίας έμπλεης νοήματος. Άλλωστε, για να θυμηθούμε τον Ζαν Πολ Σατρ «[…] ο συγγραφέας δεν έχει παρά ένα και μόνο θέμα: την ελευθερία»[*].
* Ο Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας.