Για τη συλλογή αφηγημάτων του Χριστόφορου Λιοντάκη «Ο μεγάλος δρόμος» (εκδ. Γαβριηλίδης).
Της Άννας Μιχαλιτσιάνου
Ο Μεγάλος δρόμος του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη απενοχοποιεί παραμορφώσεις των δύσκολων παιδικών χρόνων, όταν οι χωματόδρομοι εντός και εκτός Αθήνας διαμόρφωναν τα άβγαλτα αισθήματα και οι εικόνες γυμνές από τις κακουχίες και τις ελλείψεις δυνάστευαν τη φαντασία. Τα αφηγήματά του, αυτοβιογραφικά, καταγράφουν τα χρόνια της Κατοχής, του Εμφύλιου κι αμέσως μετά, τα χρόνια ως το 1956 στο Ίνι, χωριό της Κρήτης. Ο ρεμβασμός στη μνήμη ενός ταλαντούχου παιδιού σημαδεύει τη μεταμοντέρνα συνείδηση με τα βέλη μιας άκρατης παιδικής ελευθερίας, ενώ ο λυρισμός (το μεγάλο ατού του ποιητή) γεννά τόσο δυνατές περιγραφές στην ομορφιά του ελάχιστου που, καθώς κλείνεις το βιβλίο και βγαίνεις στην κίνηση, παραμερίζεται αυθόρμητα ο φθόνος της πόλης και κοιτάς αλλιώς τα δένδρα, τους περιπατητές ή τους σιωπηλούς ξένους στις στάσεις.
Ο ρεμβασμός στη μνήμη ενός ταλαντούχου παιδιού σημαδεύει τη μεταμοντέρνα συνείδηση με τα βέλη μιας άκρατης παιδικής ελευθερίας, ενώ ο λυρισμός γεννά τόσο δυνατές περιγραφές στην ομορφιά του ελάχιστου που, καθώς κλείνεις το βιβλίο και βγαίνεις στη σταθμευμένη κίνηση, παραμερίζεται αυθόρμητα ο φθόνος της πόλης και κοιτάς αλλιώς τα δένδρα, τους περιπατητές ή τους σιωπηλούς ξένους στις στάσεις.
Σύντομα αφηγήματα μιλούν για την οικογένεια, το μονοθέσιο σχολείο, τους λιγοστούς φίλους, την πλήξη ή τη μοναχικότητα της επαρχίας, αποκαλύπτοντας και αποκαθιστώντας το κομμάτι που έλειπε: Την ομορφιά εκείνων των χρόνων, όταν η στιγματισμένη θύμηση από το «μαρτύριο της λάσπης» έβλεπε στον χωματόδρομο τη «λεωφόρο προς το άπειρο», όταν οι λαμπαδηφορίες ήταν φαντασμαγορικές, όταν τα παιδιά με στεφάνια μυρτιάς και δάφνης μαζεμένα από τους αγρούς, στόλιζαν τα κεφάλια των ηρώων του ’21 σε φωτογραφίες και ζωγραφιές, κι ακόμη όταν το σπίτι δεν μπορούσε να τιθασεύσει την πλήξη, καθώς οι επισκέψεις σε συγγενείς και γείτονες είχαν εξαντλήσει τις πιθανές ή απίθανες ιστορίες, και «όλα έμοιαζαν αποσπασματικά κι απότομα σταματημένα λες και κάτι απροσδιόριστο (μας) προσγείωνε στο πένθος».
Ο Μεγάλος δρόμος μοιάζει να κλείνει το Τέλος του τοπίου (πρώτη ποιητική του συλλογή, 1973), σαν να σκορπίστηκαν φόβοι των άλλων ή του ίδιου και η απροσδόκητη προσέγγιση του ελάχιστου, του ταπεινού, του αφανούς αναδεικνύει τον πραγματικό Κόσμο, εκείνον που μας γέννησε, αγαπήσαμε, ονειρευόμαστε και ίσως ως σήμερα, από μιαν άποψη, ντρεπόμαστε να ονοματίσουμε.
Σε ένα αφήγημα ο δάσκαλος ζητά από τα παιδιά του μονοθέσιου να υιοθετήσουν ένα πεύκο για να σωθεί ο πευκώνας. Οι μεγαλύτεροι φτάνουν πρώτοι και καπαρώνουν τα καλύτερα, και «στο ξαφνικό του θέρους μωβ», οι εικόνες ακροβατούν ανάμεσα στη σκιά ενός μικρού, καχεκτικού πεύκου που βρίσκει ο ποιητής να φροντίσει, βυθισμένο μέσα σε πέτρες και αμμόχωμα. Το περιποιείται, το ποτίζει και βγάζει τα παπούτσια του για να φαντάζει πιο ψηλό, δίνοντας χώρο στο ανεπανάληπτο.
Η συνήθως μονομερής ανιστόρηση του χτες δείχνει να ισορροπεί, μιας και ο ποιητής δεν θρηνεί για όσα έχασε αλλά χαίρεται για ό,τι ανακαλύπτει, έτσι την κακουχία συνοδεύει η αποθηκευμένη στη μνήμη ομορφιά των ανθρώπων, των σχέσεων, των εικόνων. Η εσωτερική περιπέτεια περικλείει ώριμη αισιοδοξία, στην ομορφιά της πραγματικότητας που οι στερήσεις αποτελούν μέρος της, όπως όταν «μπερδεύεις το επίγειο με το επουράνιο» και ο χρόνος γίνεται συνοδοιπόρος χάνοντας την ιδιότητα του φθοροποιού.
Το «μαγικό ελάχιστο» μιας ξεχασμένης εποχής και διαρκώς παρούσας, αφού η επιστροφή στα πρώτα χρόνια μάς ακολουθεί ως τα βαθιά γεράματα, αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε το ασήμαντο, καθώς καθισμένη στη βεράντα του τρίτου με τις ελάχιστες γλάστρες «ακολουθώντας τη στρατιά των μυρμηγκιών» φτάνω στα σύνορα της δάφνης.
Τα πρώτα πεζά αφηγήματα του Λιοντάκη είναι έτοιμα να μπουν στα αναγνωστικά.
* Η ΑΝΝΑ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΛΙΟΝΤΑΚΗ