Για τη συλλογή διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη «Καλαμάς κι Αχέροντας» (εκδ. Κίχλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Όχι μονάχα στον Καλαμά κι Αχέροντα, σημαδιακό βιβλίο της νεότερής μας πεζογραφίας, που τώρα επανεκδόθηκε από την Κίχλη (με τη σημασία του πολύπλευρα φωτισμένη, στο επίμετρο, από τους Σπύρο Τσακνιά, Γ.Δ. Παγανό, Αλέξη Ζήρα κι Ελισάβετ Κοτζιά), μα και σε κάθε λογής άλλα κείμενα του Χριστόφορου Μηλιώνη, από το συγκινητικό πεζογράφημα «Τα κοτσύφια της Αθήνας» ως τ’ οδοιπορικό στο Πωγώνι, με τίτλο «Ακούω τον άνεμο», στη συλλογή Τα φαντάσματα του Γιορκ, το τώρα γεννά δυσφορία και η εικόνα του είναι ανεξαιρέτως άχρωμη, δοσμένη με γενικεύσεις ως και ισοπεδωτικές ενίοτε, και με τα πρόσωπα να είναι μεταξύ τους αξεχώριστα.
Ο Μηλιώνης έχει αφήσει στο παιδικό του χωριό την ψυχή του και τον αηδιάζουν οι συνήθειες των αστών.
Έτσι, στο διήγημα «Ο φρύνος» –ζιάμπα λέγεται στα πωγωνήσια τούτος ο άσχημος βάτραχος–, ο φίλος του συγγραφέα ο Τριαντάφυλλος έρχεται με τη Σουηδέζα του, που ποτέ δεν κατονομάζεται, κι ο Αθηναίος, ως είδος, είναι «χωμένος στην τρύπα της πολυκατοικίας του, Κύριος οίδε μέσα σε τι βρωμιά, ή φερέοικος με τέσσερις ρόδες, έτοιμος να σου εκτοξεύσει το φαρμάκι του κάθε στιγμή που θα υποψιαστεί πως απειλείται». Ο Μηλιώνης έχει αφήσει στο παιδικό του χωριό την ψυχή του και τον αηδιάζουν οι συνήθειες των αστών, όπως για παράδειγμα οι μαζικές έξοδοι στις αργίες, έτσι γράφει στο διήγημα «Κοριαντολίνο», στην αρχή του: «[…] ποιες εξοχές και ποια προάστια; – να σε στήσουν οι σερβιτόροι με τις ώρες στη λαδόκολλα μ’ ένα πανεράκι μπαγιάτικο ψωμί, να σου κάνουν τα νεύρα τεντωμένες χορδές, να σιχαθείς κι εκείνους και την Πρωτομαγιά και τον εαυτό σου […]».
Μα το τώρα στην πεζογραφία του Μηλιώνη είναι μονάχα το ακρόκλωνο, και οι ρίζες πάνε βαθιά. «Το βλέπεις», γράφει απευθυνόμενος στο δεύτερο πρόσωπο στον εαυτό του, στο τέλος του ομώνυμου διηγήματος, «Καλαμάς κι Αχέροντας» (για τη σκληρότητα της εμφύλιας σύρραξης και τις ταπεινώσεις που την ακολούθησαν). «Εσύ μιλάς για την πίσω μεριά, την αθέατη. Σαν να λέμε: την πίσω μεριά του θανάτου». Και στη «Μαναμεγάλη»: «[…] Αντίκρυ η Μουργκάνα κάπνιζε ακόμη από τον πόλεμο. Όλα γίνανε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Περνούσα τις μέρες και τους μήνες μέσα στη μοναξιά, τριγυρνώντας συνήθως μ’ ένα παλιό δίκαννο στις ερημιές και στα χέρσα χωράφια, χαζεύοντας πιο πολύ τα κοράκια, που πετούσαν τρεκλίζοντας απ’ τον άνεμο.[…]». Και, για τον εαυτό του πάλι, αλλά στο τρίτο πρόσωπο, στον «Τσαλαπετεινό»: «Κι αυτός θυμόταν κι ήταν ολομόναχος, όπως είναι ολομόναχοι όσοι θυμούνται».
Η μοναξιά εισέδυσε μέσα του, το κατοχικό κι εμφυλιακό παρελθόν τον όρισε, και τα διηγήματα στον «Καλαμά κι Αχέροντα» είναι νεκρόδειπνοι, ή βραδινά προσκλητήρια.
Όλα λοιπόν «γίνανε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια» για τον Χριστόφορο Μηλιώνη, η μοναξιά εισέδυσε μέσα του, το κατοχικό κι εμφυλιακό παρελθόν τον όρισε, και τα διηγήματα στον Καλαμά κι Αχέροντα είναι νεκρόδειπνοι, ή βραδινά προσκλητήρια, όπου με μια αφορμή κάθε φορά (στο «Κοριαντολίνο» το ομώνυμο ποτό, στο διήγημα «Ο τσαλαπετεινός» η κλαψιάρικη φωνή του πουλιού, στο «Φρύνο» η δυσοίωνη εμφάνιση μιας ζιάμπας, ένα τηλεφώνημα στη «Μαναμεγάλη», μια πέτρινη σκάλα, μοναδικό απομεινάρι ενός σπιτιού, στο «SYMPHONIA»), ο Μηλιώνης καλεί νεκρούς, τον τόπο του (τη Μέγγουλη Πωγωνίου, σημερινό Περιστέρι) όπως κάποτε υπήρξε, σπίτια που ’χουν πια ρημάξει· τα πρόσωπα τότε καθαρίζουν, αποχτούν υπόσταση κι ευκρίνεια, και κάθε δέντρο και γωνιά του αλλοτινού τόπου έχει ουσία, τέτοια που το παρόν είναι καταδικασμένο να μην την αποχτήσει ποτέ. Και, ό,τι από τα τωρινά έχει ακόμα τούτη την απολεσθείσα καθαρότητα (δεν είναι δηλαδή η Σουηδέζα, ο Αθηναίος, οι τουρίστες), την έχει γιατί βαστά το παρελθόν μέσα του. Όπως ο μπαρμπα-Μήτσος ο Ντούλιας, πολιτικός πρόσφυγας, που τον συναντά ο Μηλιώνης τυχαία σ’ ένα καφενείο στο χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία, στο διήγημα «SYMPHONIA», «[…] Μονάχα ένας γέρος, πετσί και κόκαλο, ετοιμόρροπος, δεν έλεγε ν’ αφήσει την καρέκλα του μπροστά στο παραθύρι. Καθόταν εκεί ασάλευτος όλη την ώρα, με τα χέρια του ακουμπισμένα σ’ ένα χωριάτικο μπαστούνι, κι αγνάντευε μακριά, κατά τον Δούναβη, που δε φαινόταν – μονάχα η πεδιάδα […]».
Είναι τελικά, αυτή, μια πεζογραφία «φαντασμάτων»: η μετεμψύχωση της γριάς στον «Φρύνο», το ζωντάνεμα του νεκρού αδερφού στ’ άκουσμα της φωνής του πουλιού στον «Τσαλαπετεινό» – φαντάσματα χωριανών, παιδιών που μεγάλωσαν μέσα σε μια βουκολική ανέχεια κι ένιωσαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα («Η Φρύνη»), φαντάρων που στρατωνίστηκαν στο χωριό προτού φύγουν για το μέτωπο και δεν γυρίσουν ξανά.
Και σε δύο διηγήματα ο Μηλιώνης αποτείνει φόρο τιμής στους αγαπημένους του πεζογράφους, τον Δημήτρη Χατζή («Ο τελευταίος ταμπάκος»), και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη («Κείνος ο σουραυλής»), όταν αναζητεί τον συγγραφέα (κι άλλοτε τον βρίσκει κι άλλοτε όχι) στη σημερινή Σκιάθο, και σε κάποιο σημείο γράφει για τις ιστορίες του μια φράση που, στην απλότητά της, είναι από τις πιο όμορφες που έχω διαβάσει για την πεζογραφία του Σκιαθίτη: «[…] το νησί που πάνω του ο Παπαδιαμάντης μοντάρισε τον κόσμο». Με τον τρόπο του λοιπόν εδώ, ο Μηλιώνης, λιγότερο πλατύ μα σπουδαίο παρ’ όλα αυτά, κάνει ό,τι κι εκείνος: σ’ ένα μικρό χωριό της Ηπείρου, έρημο πια, «μοντάρει τον κόσμο».
* Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία του Φρεντ Μπουασονά, Μπάγια (Κήποι) Ζαγορίου, γυναίκα, 1913.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ησύχασε πέρσι το καλοκαίρι και τον μεταφέρανε στο χωριό. Φτάσανε μεσάνυχτα, τσακισμένοι από κείνες τις τελευταίες ώρες και το μακρινό ταξίδι – πέντε άτομα μέσα στην κούρσα και στο πορτ μπαγάζ δεμένη η κάσα με το νεκρό. Το σπίτι, που το ’χαν επισκευάσει όπως όπως μετά τη φωτιά και τους στέγασε για λίγα χρόνια ακόμα, και που προσπαθούσαν να το συντηρήσουν από μακριά γράφοντας στον ένα και παρακαλώντας τον άλλο, τελικά το ’χε βοσκήσει για καλά ο καιρός και η εγκατάλειψη. Έστεκε όμως όρθιο, για να ξεπληρώσει κι αυτόν τον προορισμό – τον τελευταίο, κατά τα φαινόμενα. Οι δικοί του καθίσανε γύρω στο φέρετρο να τον ξενυχτήσουν κι αυτός φορτώθηκε τα ρούχα της αρρώστιας, τυλιγμένα σε μια παλιά κουβέρτα, για να τα κάψει».
Καλαμάς κι Αχέροντας
Χριστόφορος Μηλιώνης
Κίχλη 2017
Σελ. 168, τιμή εκδότη €13,00