Αποτίμηση των εκδόσεων ελληνικής πεζογραφίας του 2017 και των τάσεων που την προσδιόρισαν.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ένα ζητούμενο της συζήτησης είναι η στάθμη της ελληνικής πεζογραφίας, κι ένα άλλο, που ίσως συνδέεται με το πρώτο, είναι οι τάσεις που διαμορφώνονται και οι δρόμοι που εξερευνώνται από αυτήν. Το 2017, λοιπόν, ο μέσος όρος –κατά τη γνώμη μου– έμεινε σε χαμηλά επίπεδα, αλλά ορισμένες κορυφές της νεοελληνικής παραγωγής μάς επιτρέπουν να αισιοδοξούμε για τα ανοίγματα που έκαναν και το ύψος της αφηγηματικής ικανότητας.
Μία δεσπόζουσα τάση που δείχνει να επεκτείνεται και σε βάθος και σε εύρος είναι η στροφή της πεζογραφίας προς τους κόσμους του φανταστικού. Αντί να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος έλληνας συγγραφέας τη σημερινή πραγματικότητα κατά μέτωπο και να μπλέξει με μια μιντιακού τύπου σκηνοθεσία, επιλέγει να διαφύγει στην ουτοπία, στη δυστοπία, στην ουχρονία, στην αλληγορία, στην επιστημονική φαντασία, στο υπερ-πραγματικό. Με αυτόν τον τρόπο επινοεί πλασματικούς χωροχρόνους μέσα στους οποίους προσπαθεί να διερευνήσει τη ζωή αλλά την τωρινή πραγματικότητα μέσα σε φανταστικά σενάρια, εικονικούς λαβυρίνθους και τεχνολογικά επιτεύγματα, που τεντώνουν το δυνατό προς το αδύνατο. Σ’ αυτές τις εικαζόμενες πιθανότητες, δοκιμάζονται οι αντοχές του ανθρώπου, αντικατοπτρίζεται η Ελλάδα κι ο εικοστός πρώτος αιώνας, εξετάζονται προοπτικές που δεν ευοδώθηκαν αλλά πάντα υπάρχουν παράλληλα με την τετελεσμένη Ιστορία.
Κορυφαίο μυθιστόρημα μιας τέτοιας ανάμιξης του ρεαλιστικού πλαισίου της Αθήνας και των φανταστικών υπόγειων διακλαδώσεών της αποτελούν Οι τυφλοί (Καστανιώτης) του Νίκου Μάντη, ένα πολυεπίπεδο έργο με μεταμοντέρνους λαβύρινθους σε στυλ Μπόρχες, που αναμειγνύουν πραγματικότητα και ψευδαίσθηση και διαμορφώνουν ένα σαγηνευτικό πολυδαίδαλο σκηνικό. Η ακροδεξιά Ελλάδα και η πίστη σε αφελείς εικασίες, η τυφλότητα κι η υπόγεια πρωτεύουσα, το πολιτικό μέσα στο ιστορικό είναι μερικά από τα στρώματα πάνω στα οποία χτίζεται η ψευδαίσθηση της μυθοπλασίας.
Το μεταμοντέρνο είναι σίγουρο ότι έχει αλώσει μεγάλο μέρος της ελληνικής λογοτεχνίας της τρίτης χιλιετίας. Η αμφισβήτηση των μεγάλων αφηγήσεων, η θεώρηση της λογοτεχνίας ως κατασκευής και ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας της, η παρωδιακή και ειρωνική υφή της γλώσσας, ο κατακερματισμός του προσώπου, οι παράλληλοι κόσμοι, η πολυσημία των κειμένων κι η πολλαπλότητα των εκδοχών, ο υβριδισμός, η διακειμενικότητα, η αναθεώρηση της Ιστορίας κ.λπ. περνάνε ολοένα και περισσότερο στους έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι απομακρύνονται σταδιακά από τους μονοσήμαντα ρεαλιστικούς τρόπους γραφής.
Δύο έργα που κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις υπηρέτησαν επαρκώς αυτή τη μεταμοντέρνα συνθήκη: το Ίσος Ιησούς (Γαβριηλίδης) του Γιώργου Παναγιωτίδη και η Κρόνακα (Ίκαρος) του Κυριάκου Μαργαρίτη. Ο πρώτος συνδυάζει την επιστημονική φαντασία με την ποίηση και τη θρησκεία με τη μυθολογία. Η σύνδεση του ανθρώπου με έναν νανοϋπολογιστή κι έπειτα με έναν μεγαϋπολογιστή, ώστε να καταγράφονται οι σκέψεις του, θέτει τους προβληματισμούς για το αν η τεχνολογία είναι πλέον θεός και ποιες δυνατότητες δίνει στον άνθρωπο. Η λογοτεχνία καταπιάνεται πλέον με τη νευροθεολογία και την αθανασία της συνείδησης μέσω της ηλεκτρονικής καταγραφής της.
Ο Κυριάκος Μαργαρίτης από την άλλη είναι μια ισχυρή φωνή που έρχεται να εκπροσωπήσει την Κύπρο και πολλούς άλλους συγγραφείς, οι οποίοι καταφτάνουν ώς την ελλαδική περιφέρεια. Το βιβλίο του είναι ένα υβρίδιο μεταμοντέρνας κοπής, κάτι ανάμεσα σε λογοτεχνία και χρονικό, ανάμεσα σε εξομολόγηση και σε εθνική μυθ-ιστορία. Πραγματεύεται την κυπριακότητα με διαδοχικά παλίμψηστα ατομικής και συλλογικής πραγματικότητας, κείμενα και διακείμενα, ιστορικές και μυθολογικές αναφορές.
Η κυπριακή ιστορία μάς φέρνει ξανά στο ιστορικό μυθιστόρημα, ένα είδος που δεν έχει πάψει να γράφεται, κινούμενο από την κλασική του μορφή έως την ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία και από τις αναζητήσεις της ιστορικής αλήθειας (Κοσμάς Χαρπαντίδης, Το άκυρο αύριο, Πόλις) μέχρι τις πειραματικές ουχρονίες. Μια τέτοια αποτελεί το βιβλίο του Δημήτρη Μπελαντή Ο Στάλιν στην Κολιμά (Τόπος), το οποίο εξετάζει το τι θα συνέβαινε, αν αντί να επικρατήσει στον Σοβιετικό Εμφύλιο της δεκαετίας του ’20 ο Στάλιν, μετά τον θάνατο του Λένιν, ανέβαινε στην εξουσία ο Τρότσκι (κι ο Ράντεκ). Με αυτό το σενάριο βυθομετρά τις πιθανότητες της ιστορίας και εισάγει τον αναγνώστη στον πολιτικό προβληματισμό, στις εμφύλιες έριδες, στις ιδεολογικές διαφορές, στον λόγο της εξουσίας και στη σκέψη των κρατούμενων, κι έτσι τον καταβυθίζει στο βαθύ σοβιετικό παρασκήνιο της επανάστασης, που εντέλει έγινε δικτατορία.
Η Ιστορία της δεκαετίας του ’40, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές, τροφοδοτεί τα διηγήματα της Ελισάβετ Χρονοπούλου στη συλλογή Ο έτερος εχθρός και το υβριδικό Μπερλίν της Άντζης Σαλταμπάση (και τα δύο από τις εκδόσεις Πόλις). Η πρώτη θέτει στο κέντρο του κάδρου τη γερμανική Κατοχή, όμως όχι τόσο τον ίδιο τον κατακτητή, αλλά περισσότερο τα συναισθήματα που προκαλούνται, τις ψυχικές αντιδράσεις, με πρώτη τον φόβο, τα οποία πηγάζουν από την ανελευθερία και την απειλή της ζωής. Ίσως πρόκειται για μια εποχή που αντανακλά κάθε ιστορική περίοδο, αφού, όποτε ο κατακτητής σφίγγει όλο και περισσότερο τα λουριά, γεννώνται φαινόμενα εξαθλίωσης, ηθικής σήψης και κοινωνικής αναλγησίας. Η δεύτερη συγγραφέας, πρωτοεμφανιζόμενη στη λογοτεχνία, εκπέμπει έναν μονόλογο οργής για το ότι εξακολουθούμε να ζούμε δίπλα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν είμαστε συνταραγμένοι, με ένα καρφί στην καρδιά για όσα πέρασε και έκανε η ανθρωπότητα· από την άλλη, εισπράττει και μεταφέρει τη για δεκαετίες υπάρχουσα ενοχή των ίδιων των Γερμανών που δεν τολμούσαν να ξανακοιτάξουν την περίοδο εκείνη, είτε επειδή συνεργάστηκαν με τους ναζί είτε επειδή ανέχτηκαν την αποκτήνωση.
Και μιας και μίλησα για πρωτοεμφανιζόμενους ας σταθώ σε τρεις άλλους συγγραφείς που ξεχώρισαν τη χρονιά που έφυγε. Η Μαριάνα Ευαγγέλου προτείνει το Οστινάτο (Πατάκης), ένα πολύ καλοδομημένο παλίμψηστο με πετυχημένη ώσμωση αναμνήσεων και μουσικών μοτίβων. Πρόκειται για μια πολύ δυνατή γραφή, που ανανεώνει τον πεζογραφικό λόγο, χωρίς να εγκλωβίζεται στην εξομολόγηση και στα φορμαλιστικά παιχνίδια. Από την άλλη, ο Τάκης Κατσαμπάνης με το Walkabout. Προσδοκία ενός ξεκινήματος (Εξάρχεια) αφηγείται την ιστορία της μετανάστευσης στην Αυστραλία, αφήγηση η οποία σχολιάζει τη δυσκολία προσαρμογής και την άρνηση αλλαγής ταυτότητας. Είναι άλλη μια γραφή για τον μετανάστη, προς τα έξω αυτή τη φορά, που δεν μπορεί/θέλει να αφομοιωθεί στη νέα του πατρίδα, απεμπολώντας πλήρως το παρελθόν. Και τέλος, η πολύ νεότερη Βίβιαν Στεργίου, με το Μπλε υγρό (Πόλις) εκπροσωπεί τους εικοσιπεντάρηδες που ζουν στην τρίτη χιλιετία στην Αθήνα κι εκεί αναζητούν την ταυτότητά τους και την ελευθερία τους από την οικογένεια και τον μικροαστισμό, διστάζουν να βγουν έξω από το μαντρί κι, όταν τα καταφέρουν, δεν ξέρουν τι ακριβώς να κάνουν αυτήν την ελευθερία τους, επειδή ένας υποδόριος φόβος τούς πνίγει. Η συγγραφέας μπαίνει ορμητικά στη διηγηματογραφία και παρασέρνει τον αναγνώστη, ξιφουλκεί και μαίνεται, ώστε να δείξει τον πνιγηρό περίγυρο που δεν αφήνει τους νέους να πετάξουν.
Τι γίνεται όντως με το διήγημα; Τα τελευταία χρόνια ικανοποιεί όλο και περισσότερο τους αναγνώστες, αφού μπορεί να κινείται ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό, ανάμεσα στην ενεργή αφήγηση και τη στάσιμη εξομολόγηση, ανάμεσα στη λιλιπούτεια έκταση και στα εκτενή διηγήματα-γίγαντες. Είναι η πεζογραφία της μιας ανάγνωσης και της μιας εντύπωσης. Το άμεσο χτύπημά του μπορεί να προκαλέσει είτε μια πρόσκαιρη αναπήδηση από την έξυπνη στροφή που θα πάρει η αφήγηση είτε έναν οξύ συναισθηματικό νυγμό που δεν θα επικεντρωθεί κατευθείαν στον στόχο.
Από το 2017 ξεχωρίζω τα κλασικότροπα διηγήματα του Ανάμεσα στους τοίχους (Καστανιώτης) του Γιώργου Μπράμου, διηγήματα που δείχνουν αφηγηματική δύναμη, η οποία γεννά συναισθήματα και καθηλώνει. Μέσα σ’ αυτά, ήρωες ώριμης ηλικίας και πολλών αδιεξόδων που ανατρέπουν το τραπέζι και πυροδοτούν μια βόμβα μέσα στην καθημερινότητά τους. Εξίσου καλά είναι μερικά από τα μικρά κείμενα του καταξιωμένου Γιώργου Σκαμπαρδώνη (Ντεπό, Πατάκης), ο οποίος ξέρει να συγκινεί, να διεγείρει ανθρώπινα συναισθήματα, να ορθώνει μνήμες και να προκαλεί γλυκιές νοσταλγίες. Επίσης, επισημαίνω τα κείμενα του Διονύση Μαρίνου (Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ, Μελάνι) που μιλάνε -με γραφή ουσιώδη και μεστή- για την απώλεια και το ψυχικό κενό, χωρίς μορφικές καινοτομίες και με επιφανειακά κοινότοπα θέματα, που ωστόσο αναδεικνύουν ανθρώπινα πάθη, ραγίζοντας το πραγματικό με το συμβολικό και το παράδοξο, αλλά και τη ριψοκίνδυνη γραφή του Χρήστου Οικονόμου (Οι κόρες του ηφαιστείου, Πόλις), ένα ανατρεπτικό στη γραφή του βιβλίο, που συνδυάζει το λογικό και το άλογο, σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή του κόσμου.
Τα τελευταία χρόνια κερδίζει συνεχώς έδαφος και η νουβέλα, ίσως επειδή αφενός μεριμνά όπως το διήγημα για τη γλώσσα κι αφετέρου προλαβαίνει να βάλει τον αναγνώστη βαθιά στο μήνυμά της και να τον οδηγήσει με πληθωρικότητα στο τέλος του.
Η «μόδα» φέτος θέλει να συνεκδίδονται δύο νουβέλες μαζί σε έναν ευμεγέθη τόμο. Έτσι, το Τσότσηγια & Ω’μ (Κίχλη) του Μιχάλη Μακρόπουλου περιέχει μία νουβέλα-παραμύθι και μια άλλη μυθοπλασία για τους πρωτόγονους: κι οι δυο αποδίδουν με έξοχο τρόπο την καταφυγή στη φαντασία ως όπλο του ανθρώπου. Ανάλογα δύο νουβέλες περιέχονται στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη Δυο γυναίκες, δυο θεές (Καστανιώτης): στην πρώτη επιχειρείται η ώσμωση γλυπτικής και ποιμενικής τέχνης στο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά και στη δεύτερη το πέρασμα από τους μινωικούς θεούς στο δωδεκάθεο στο πρόσωπο της μυθικής Αριάδνης. Η συγγραφέας επιδεικνύει την εγνωσμένη προσήλωσή της στη λέξη και οδηγεί σε προβληματισμένη συγκίνηση.
Δύο αφανείς όσο και αξιοπρόσεκτες νουβέλες είναι η Γκαλίνα. Η σκοτεινή οικιακή βοηθός (Καστανιώτης) του Ανδρέα Μήτσου και το Μουσείο λαογραφίας (Εστία) του Δημήτρη Φύσσα. Στην πρώτη ο έρωτας κι η εκδίκηση απλώνονται με ψυχολογική εμβάθυνση και λίγο μυστήριο σε ένα εκτενές κείμενο, που αναδεικνύει το έγκλημα ως αποτέλεσμα των ορμέμφυτων. Η δεύτερη είναι μια επιστολική νουβέλα που καταγράφει με πλάγιο τρόπο τον αριστερό και χριστιανικό μισογυνισμό, μια έμμεση καταγραφή του παραγκωνισμού της γυναίκας τόσο από τη θρησκεία όσο κι από την πιο «προοδευτική» Αριστερά.
Κλείνω το κομμάτι για τις νουβέλες με την Τζούλια Γκανάσου και τους Γονυπετείς (Γκοβόστης), μια ωραία αλληγορία με δύο επίπεδα δράσης και σκέψης, όπου το τάμα της γονυπετούς ανάβασης προς την Παναγία γίνεται πεδίο συμβολισμών και προεκτάσεων. Τέλος, ο Αχιλλέας Κυριακίδης στο Σώμα (Πατάκης) αποκαλύπτει σύντομα όσο και ελλειπτικά τον ρόλο του σώματος στη ζωή του πρωταγωνιστή του και τη σωματικότητα της γλώσσας, που ακολουθεί τη δική της πορεία. Πότε πεθαίνει μια γλώσσα, πότε τα πάθη του σώματος αποτυπώνονται και σ’ αυτήν, πώς βιώνουμε το σώμα μας, που έχει κατά καιρούς παραγκωνιστεί από τις ιδέες; Και στις δύο νουβέλες το σώμα πονά, φυσικά με άλλον τρόπο στην καθεμία, δείχνοντας την παρουσία του στον έρωτα και στην πίστη, στην αρρώστια και στη θυσία, στον πόνο και στην επιμονή.
Το σώμα, το έχουν δείξει πολλές ανθρωπολογικές και πολιτισμικές έρευνες, είναι το κέντρο πολλών δραστηριοτήτων και αντιλήψεων του ανθρώπου, γεγονός που αξιοποιείται και από τη λογοτεχνία. Από τα ποικίλα διηγήματα και μυθιστορήματα για τον έρωτα και ειδικά το σεξ (Όμορφοι έρωτες του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, Πατάκης) μέχρι τη χρησιμοποίησή του ως πορνικού μέσου, τόσο από τους άλλους όσο κι από την ίδια τη γυναίκα, η οποία έτσι επιδιώκει μια άλλου είδους χειραφέτηση (Αργυρώ Μαντόγλου, Σώμα στη βιτρίνα, Μεταίχμιο). Ο έρωτας μάλιστα, αυτό το διαχρονικό θέμα, που έρχεται παραλλαγμένο σε κάθε εποχή, έτυχε εκτενούς πραγμάτευσης από την ελληνική πεζογραφία του 2017, είτε στη ρεαλιστική απόδοση της προσέγγισης των δύο φύλων είτε στη σεξουαλική του ενσάρκωση είτε στην επικοινωνία ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων, που παλεύουν με τον εαυτό τους και τους άλλους, για να βρουν επαφή, ταυτότητα, να επιβιώσουν, να ωριμάσουν, να μιλήσουν, να συγχρωτιστούν με τον άλλο. Γι’ αυτά τα θέματα εστιάζω στα μυθιστορήματα της Έρσης Σωτηροπούλου Μπορείς; (Πατάκης) και του Χρήστου Αγγελάκου Ψεύτικοι δίδυμοι (Μεταίχμιο). Και τέλος, το σώμα, αυτό του λεπρού, με όλο τον φόβο που προκαλεί, κι αυτό του μετανάστη-πρόσφυγα, είναι επίσης φορέας προκατάληψης αλλά και προσέγγισης, μέσο διαφυλετικής επαφής αλλά και αποκατάστασης του παρελθόντος στο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη Όλα για καλό (Εστία).
Κλείνω με ένα αστυνομικό κι ένα γραφιστικό μυθιστόρημα: η αστυνομική λογοτεχνία, ενώ το 2016 είχε καταγράψει μεγάλο αριθμό σημαντικών έργων, το 2017 εμφανίζεται σε χαμηλότερη στάθμη. Κρατώ το δεύτερο -καλογραμμένο όπως και το πρώτο- βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη με τίτλο Αλκυονίδες μέρες (Ίκαρος), στο οποίο η έρευνα για μια δολοφονία κοπέλας από την Γκάνα συμπλέκεται με την προσωπική ζωή του αστυνόμου. Από την άλλη, το graphic novel επελαύνει με σταθερούς ρυθμούς και μπορώ να κρατήσω από το έτος που έφυγε το Γρα-γρου των Τ. Ζαφειριάδη, Γ. Παλαβού και Θ. Πέτρου (Ίκαρος), το οποίο κινείται ανάμεσα στη ρεαλιστική και στη φανταστική πραγματικότητα, ώστε να αφήσει τον αναγνώστη να εικάσει τι είναι αυτό που ψυχαναλυτικά φέρνει τον άνθρωπο στο κατώφλι ενός επέκεινα που δεν ξέρει ούτε κι ο ίδιος τι είναι.
Γιατί φυγόκεντρη η ελληνική πεζογραφία; Διότι στο ίδιο έτος εμφανίζονται ρεαλιστικές αφηγήσεις, απηχήσεις του μοντερνισμού και μεταμοντέρνες κατασκευές. Διότι το 2017 έφερε σε παραλληλία ατομικές ανησυχίες και συλλογικά οράματα, κοινωνικά προβλήματα κι αναζητήσεις ταυτότητας, ιδέες και σώματα, ιστορικά, αστυνομικά, ψυχολογικά και πολιτικά κείμενα. Διότι δίπλα στους καταξιωμένους συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν πλέον αφηγηματικές δυνάμεις και ορμή, εμφανίζονται νέοι, πρωτοεμφανιζόμενοι ή στα πιο προχωρημένα βήματά τους, που χτυπούν την πόρτα του αναγνώστη· πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα με μεγάλες αξιώσεις. Διότι η αναζήτηση σε έναν κόσμο που αλλάζει δεν φέρνει πάντα άρτια κείμενα, αλλά ακόμα κι αυτά, παρά τις ατέλειές τους, οριοθετούν περιοχές και αναγνώσεις.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.