Για τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου «Οι κόρες του ηφαιστείου» (εκδ. Πόλις) και για το μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη «Κρόνακα» (εκδ. Ίκαρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Κανονικά ο μεταμοντερνισμός δεν συνταιριάζεται με τον χριστιανισμό, καθώς πρεσβεύει μια σχετικοκρατία που δεν συνάδει με την απόλυτη πίστη σε μία αρχή. Κι όντως η αποδομητική σκέψη του, η πολυφωνική αλήθεια, η πολυσημία των κειμένων κι η απιστία στις μεγάλες αφηγήσεις, όπως είναι ο Θεός και η θρησκεία, δεν μπορεί εύκολα να συμπορευτεί με το παραδοσιακό χριστιανικό δόγμα και τις εδραίες βεβαιότητές του.
Η ανάπτυξη μορφών του φανταστικού, όπως της επιστημονικής φαντασίας, του μαγικού ρεαλισμού και της δυστοπίας, έρχεται να δείξει ότι η αντίληψη του κόσμου μας είναι περιορισμένη και ότι –επιστημονικά, όσο και λογοτεχνικά– είναι αναγκαία η προσέγγιση των παράλληλων πραγματικοτήτων που μας περιβάλλουν.
Ωστόσο, τόσο η θεολογία κι η συνοδός φιλοσοφία όσο και η θεολογούσα λογοτεχνία δεν έχουν απαρνηθεί τον μεταμοντερνισμό, όπως δείχνουν αφενός πλείστοι στοχαστές (στην Αμερική κατά βάση), που επεξεργάζονται μεταμοντέρνα εργαλεία, κι αφετέρου δύο τουλάχιστον λογοτεχνικά βιβλία στα καθ’ ημάς, τα οποία συγκερνούν τη θρησκεία με τα νέα ιδεολογικά και μορφικά μέσα της μετανεωτερικής κοινωνίας.
Ίσως εκεί που συναντιούνται καταρχήν είναι ότι και οι δύο –ισμοί πιστεύουν στην ύπαρξη μιας άλλης πραγματικότητας πέρα από τη αισθητή και ορθολογικά αντιληπτή. Η θεωρία λ.χ. περί παράλληλων συμπάντων, που ξεκίνησε από τη φυσική, αποκτά έντονη παρουσία στον μεταμοντερνισμό. Η ανάπτυξη μορφών του φανταστικού, όπως της επιστημονικής φαντασίας, του μαγικού ρεαλισμού και της δυστοπίας, έρχεται να δείξει ότι η αντίληψη του κόσμου μας είναι περιορισμένη και ότι –επιστημονικά, όσο και λογοτεχνικά– είναι αναγκαία η προσέγγιση των παράλληλων πραγματικοτήτων που μας περιβάλλουν. Σε έργα λ.χ. του Χαρούκι Μουρακάμι μια άλλη πραγματικότητα προβάλλει δίπλα στη δική μας, ασύμπτωτη, αόρατη στους πολλούς, φανταστική όσο και υπαρκτή.
Ο μετα-ρεαλισμός σε συσκευασία μεταφυσικής
Τέτοιου είδους πραγματικότητες οικοδομεί στα διηγήματα της τελευταίας του συλλογής ο Χρήστος Οικονόμου (Οι κόρες του Ηφαιστείου, Πόλις 2017). Το ρεαλιστικό πλαίσιο των προηγούμενων διηγημάτων του υποχωρεί, ή μάλλον ωσμώνεται με ένα άλλο, μεταφυσικό, υπερβατικό και αποκαλυπτικό, που δίνει στο βιβλίο τον χαρακτήρα του «μυστικού ρεαλισμού». Έτσι, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει η πραγματικότητα της γειωμένης Ελλάδας, της ανεργίας και της κρίσης, συνάμα ένα δεύτερο επίπεδο, εμφανώς φανταστικό, διεισδύει στο πρώτο και αλλοιώνει τον ρεαλιστικό του χαρακτήρα. Το «θαύμα», που στην καθημερινότητα δεν φαίνεται, εκεί παίρνει σάρκα και οστά, ενσαρκώνεται σε πολυάριθμες γυναίκες, οι οποίες επιδιώκουν να αλλάξουν το κακό, για να επιβιώσουν, κι αναχρωματίζει το ισοπεδωμένο και ξερό.
Ενώ εξακολουθεί να υπάρχει η πραγματικότητα της γειωμένης Ελλάδας, της ανεργίας και της κρίσης, συνάμα ένα δεύτερο επίπεδο, εμφανώς φανταστικό, διεισδύει στο πρώτο και αλλοιώνει τον ρεαλιστικό του χαρακτήρα.
Η υπερβατική πραγματικότητα, που εμφανίζεται με αγγελικές οντότητες, με σουρεαλιστικούς διαλόγους, με αλλόκοσμα πλάσματα, θέλει να δείξει ότι ο ορατός κόσμος, που όλοι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και με τη λογική, δεν είναι ο μόνος. Υπάρχει μια άλλη διάσταση, που μερικοί τη λένε πίστη κι άλλοι επαφή τρίτου τύπου, ακατανόητη για όσους είναι αγκιστρωμένοι στον ορθολογισμό, την οποία η λογοτεχνία μπορεί να συλλάβει, να απεικονίσει και να προβάλει.
Το παλίμψηστο που φτιάχνει ο Χρήστος Οικονόμου, μια κομποστοποίηση πραγματικοτήτων, δεν είναι το μόνο. Για να αποδοθεί αυτή η πολλαπλή διαστρωμάτωση, επιστρατεύεται η διακειμενική σύνθεση που συμφύρει τον λόγο του αφηγητή με παραπομπές από τα ευαγγέλια, κανονικά και απόκρυφα, κι από έλληνες και ξένους συγγραφείς, με στρώσεις σουρεαλισμού και παραλόγου, παραμυθιού και αποφθέγματος. Αυτή η διακειμενικότητα υπηρετεί δύο σκοπούς: αφενός, να συνδέσει το νέο με το παλιό, το μεταμοντέρνο με όλα τα υπόγεια ρεύματα της παράδοσης, κι αφετέρου να στηρίξει μια υφολογική πολυτοπία, η οποία κινείται από την αφήγηση στην παρωδία κι από το παστίς στην τραγικότητα, ενώ δεν λείπει το σχόλιο, το αυτοσχόλιο, η ανατροπή και η ειρωνεία. Ο συγγραφέας συμπλέει με τον μεταμοντερνισμό και συνάμα –μεταμοντέρνα λογική κι αυτή– τον υπονομεύει. «Εκεί που ο συγγραφέας πειραματίζεται με την μετανεοτερική γραφή, συγχρόνως παρωδεί αυτό τον "πολιτισμό του μετά", του "post", κάνοντας νόστιμα λογοπαίγνια: "Μετακαλησπέρα, είμαι μετάνεργος και μου φαίνεται πως θα μετασαλτάρω" ή "ποστανεργία, ποσταλήθεια, ποσταγάπη"», γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα.
Στην ουσία τα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου θέτουν οντολογικά ζητήματα, που ξεπερνάνε την επαναπαυμένη ρηχή ματιά του σήμερα.
Στην ουσία τα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου θέτουν οντολογικά ζητήματα, που ξεπερνάνε την επαναπαυμένη ρηχή ματιά του σήμερα. Αγγελικές μορφές σε συνθήκες κόλασης ή παραδείσου, μυθικά όντα όπως ο Τάλως υπερασπίζονται το καλό κ.λπ. Το μήνυμα είναι αναστάσιμο για μια Ελλάδα μετά την κρίση, αλλά και για μια μετά την αδράνεια πνευματικότητα. Είναι μια υπαρξιακή παρώθηση να μην αφήσει ο άνθρωπος τη ζωή να κυλάει μάταια, αλλά να ξαναδεί πίσω από το παραβάν τις δυνάμεις που μπορούν να επανεκκινήσουν τον κόσμο.
Τα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου είναι άνισα σε αξία. Μερικά προβάλλουν τη συγκίνηση ως μοχλό της ανάγνωσης («Όλα τ’ αναστημένα άλογα») κι άλλα απεικονίζουν τον πόνο (τα γηρατειά, το νοσοκομείο, την απώλεια) με όπλο την πίστη και τη φαντασία («Το άλφα που κάνει το θύμα θαύμα»). Το σύνολο όμως αφήνει μια ενιαία αίσθηση, αυτήν της μεταμοντέρνας αισθητικής που προσπαθεί να συνδυάσει το παραδοσιακό με το σύγχρονο.
Κι αυτό κρίνεται από πολλούς ριψοκίνδυνο, καθώς «η μετανεωτερική κοινωνία στην οποία ζούμε απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις αναφορές και τα σύμβολα του προνεωτερικού κόσμου, σε βαθμό που ένα τέτοιο εγχείρημα εξ ορισμού να κινδυνεύει να εκπέσει είτε σε κάτι υπερβολικά δυσνόητο είτε σε κάτι απόκοσμο», όπως εξηγεί ο Μανόλης Πιμπλής. Και συνεχίζει: «Ενώ ο δυτικός μεσαιωνικός κόσμος παραμένει ορατός στον μέσο πολίτη καθώς έχει περάσει –με έναν ορισμένο τρόπο, βέβαια– μέσα από πλήθος έργων της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου που έχουν αποτυπωθεί στην κοινή συνείδηση, ο αντίστοιχος βυζαντινός υπολείπεται και σε αναγνωρισιμότητα αλλά και σε επεξεργασία μέσα από τα κανάλια της σημερινής τέχνης. Άρα πρέπει να γίνει πολλή δουλειά μέχρι να μπορέσει κανείς να τον εντάξει με φυσικό τρόπο στη σύγχρονη λογοτεχνία». Το θέμα που θίγει ο Μανόλης Πιμπλής έχει βάση, αν και ο παραδοσιακός κόσμος του Χρήστου Οικονόμου δεν είναι ο βυζαντινός, ο μακρινός, ο νεκρός και άγνωστος στο ευρύ κοινό, αλλά ένας συνεχώς ζωντανός μέσα στο φαντασιακό του λαού μας. Δεν είναι ο μεσαιωνικός κόσμος που έχει μουμιοποιηθεί, αλλά ένας κόσμος που αντέχει ακόμα μέσα στην καθημερινή πίστη και την εκκλησιαστική παράδοση. Βεβαίως, στην (ελίτ) τέχνη δεν έχει ευδοκιμήσει, μολονότι αυτή δεν είναι αμέτοχη σ’ αυτόν, όπως τα πεζογραφήματα του Φώτη Κόντογλου και του μοντέρνου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.
Χρήστος Οικονόμου – Κυριάκος Μαργαρίτης |
Η αυτοαναφορικότητα ενός νησιού
Το βιβλίο του είναι ένα υβρίδιο μεταμοντέρνας κοπής, κάτι ανάμεσα σε λογοτεχνία και χρονικό, ανάμεσα σε εξομολόγηση και σε εθνική μυθ-ιστορία.
Ο Κυριάκος Μαργαρίτης από την άλλη στο μυθιστόρημά του Κρόνακα (Ίκαρος 2017) δεν γράφει ένα μυθιστόρημα! Το βιβλίο του είναι ένα υβρίδιο μεταμοντέρνας κοπής, κάτι ανάμεσα σε λογοτεχνία και χρονικό, ανάμεσα σε εξομολόγηση και σε εθνική μυθ-ιστορία. Πραγματεύεται την κυπριακότητα με διαδοχικά παλίμψηστα ατομικής και συλλογικής πραγματικότητας, κείμενα και διακείμενα, ιστορικές και μυθολογικές αναφορές. Με άλλα λόγια φτιάχνει ένα υφαντό πλεγμένο με τα νήματα του μύθου, της ιστορίας και της ατομικής ζωής.
Ο χριστιανισμός στο έργο δηλώνεται ως προσωπική επιστροφή του αφηγητή Αρσένιου Θησέα σε μια πίστη που για πολλούς λόγους είχε εγκαταλειφθεί. Ακόμη όμως περισσότερο η επάνοδος αυτή ενέχει στοιχεία της κυπριακής ζωής, η οποία μπορεί να εξαγγλίστηκε, να έγινε εν μέρει δυτική και εν πολλοίς ευρωπαϊκή, αλλά δεν έπαψε να είναι κατά βάση μεσογειακή και ανατολική, ποτισμένη με τους αγώνες των ηρώων της αλλά και με τα χριστιανικά νάματα που δεν βοούν αλλά βρίσκονται πάντα κάπου εκεί. Πρόκειται λοιπόν για μια πολιτισμική παράδοση, που, όπως γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, είναι το υπόβαθρο σε πολλές εκφράσεις του πνευματικού ελληνισμού, ακόμα κι αν οι φορείς του δεν είναι θρησκευόμενοι.
Το μεταμοντέρνο στοιχείο στην «Κρόνακα» συνίσταται ακριβώς από αυτήν την ωσμωτική δράση του, να συζευγνύει δηλαδή ετερόκλητα στοιχεία και να συνδέει με συνειρμούς φυγόκεντρες τάσεις. Να συνδέει απομακρυσμένες χρονικά στιγμές, κείμενα διαφορετικού στυλ και νοοτροπίες μεταμοντέρνας ισορροπίας.
Το μεταμοντέρνο στοιχείο στην «Κρόνακα» συνίσταται ακριβώς από αυτήν την ωσμωτική δράση του, να συζευγνύει δηλαδή ετερόκλητα στοιχεία και να συνδέει με συνειρμούς φυγόκεντρες τάσεις. Να συνδέει απομακρυσμένες χρονικά στιγμές, κείμενα διαφορετικού στυλ και νοοτροπίες μεταμοντέρνας ισορροπίας. Ο πρωταγωνιστής πίνει αλλά και νηστεύει, ξενοκοιμάται αλλά και προσεύχεται, ειρωνεύεται αλλά και γονατίζει μπροστά στα ιερά αυτού του τόπου. Είναι ο νέος άνθρωπος που στέκεται γερά προσανατολισμένος στο παρελθόν και ομνύει στην παράδοση, αλλά συνάμα ζει τη σύγχρονη απελευθερωμένη ζωή του, με μικρές και μεγάλες καταχρήσεις, ατομικές επιλογές και προοδευτικές ή προοδόπληκτες τάσεις.
Από την άλλη, αναζητώντας ως υπαρξιακός ντετέκτιβ το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα, στην ουσία προσπαθεί να γράψει ο ίδιος το μεγάλο κυπριακό μυθιστόρημα, δείγμα μιας αυτοαναφορικής γραφής που συνεχώς απομακρύνεται με κύκλους και σπειροειδείς καμπύλες από το κέντρο, αλλά ταυτόχρονα ξαναγυρίζει σ’ αυτό, είτε αυτό είναι η κύπρια γη, είτε η λογοτεχνία που συγχωνεύει παλιά και νέα υλικά. Πολύ συχνά το ίδιο το χρονικό-μυθιστόρημα στρέφεται σε αυτοαναφορικά σχόλια, άλλοτε κάνοντας ολόκληρες παρεκβάσεις περί υφάνσεως και υφαντών, ακριβώς επειδή με αυτά παραλληλίζει τη λογοτεχνική γραφή, κι άλλοτε σχολιάζοντας τον συγγραφέα και το έργο του. Σε κάθε στροφή οι αναγνώστες βλέπουν όχι μια αμιγή ιστορία, αλλά την ιστορία για το πώς γράφεται μια ιστορία, πώς δηλαδή κατασκευάζεται μια μυθοπλασία με υλικά από τα βιώματα και τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, αλλά και τα διαβάσματα, τα μυθικά ρεύματα και τις ιστορικές παρακαταθήκες που τον κατακλύζουν.
Ο εκ(μετα)μοντερνισμός της παράδοσης και του χριστιανικού πολιτισμού είναι αναμενόμενος. Η μίξη ξενίζει και σίγουρα δεν έχει φτάσει διά μιας στον ύψιστο βαθμό επιτυχίας, καθώς αλλού ξεφεύγει σε άναρχα σουρεαλιστικά παιχνίδια (Οικονόμου) κι αλλού σε φλύαρα εξομολογητικά σχόλια (Μαργαρίτης). Ωστόσο, καταγράφεται ως τάση και πιστοποιεί ότι το παλιό βρίσκει διόδους και τρύπες για να διοχετευτεί στο νέο.
* Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας του Anthonie Blocklandt van Montfoort «Lot warned by two Angels» (16ος-17ος αιώνας).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Οι κόρες του ηφαιστείου
Χρήστος Οικονόμου
Πόλις 2017
Σελ. 224, τιμή εκδότη €12,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Κρόνακα
Κυριάκος Μαργαρίτης
Ίκαρος 2017
Σελ. 480, τιμή εκδότη €15,50