
Για τη νουβέλα του Ανδρέα Μήτσου «Γκαλίνα – Η σκοτεινή οικιακή βοηθός» (εκδ. Καστανιώτη).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Στο νέο ενδιαφέρον βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου, ο Ορέστης είναι ο καταλύτης σε ό,τι αφορά τις σχέσεις αφενός ανάμεσα στην καλλονή ιατρό μητέρα του Ευτέρπη και στην αθλία ή σκοτεινή οικιακή βοηθό Γκαλίνα, και αφετέρου ανάμεσα στον ανθυπασπιστή της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής Κώστα Μπεκιάρη και στον ομοδιηγητικό, σε πρώτο πρόσωπο αφηγητή (που δεν δηλώνει το όνομά του, αλλά υποβάλλει την ιδιότητά του ως συγγραφέα και την αιτία των υπηρεσιακών σχέσεών του με τον Μπεκιάρη ως ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής), και περαιτέρω τις σχέσεις ανάμεσα στην Ευτέρπη και στον Μπεκιάρη, ανάμεσα στον ίδιο τον Ορέστη και στον Μπεκιάρη, και τέλος ανάμεσα στον Ορέστη και στον αφηγητή.
Ο Ορέστης-ναρκωμένο μωρό στο καλάθι από μπαμπού συνοδεύει την Γκαλίνα που ντυμένη με ακριβά ρούχα ζητιανεύει στον Ηλεκτρικό με κατεύθυνση προς την Κηφισιά.
Ο Ορέστης-νεαρός άνδρας αμίλητος με σωματική και πνευματική καχεξία («Λες και δεν είχε μεγαλώσει καθόλου. Ένα παιδικό πρόσωπο γεμάτο λεύκη, και το κεφάλι χωμένο βαθιά σε καμπουριασμένο, γέρικο κορμί») συνοδεύει τον Μπεκιάρη κατά τις συναντήσεις του με τον αφηγητή στο Καφέ Black Duck στην Αθήνα και στο σπίτι του Μπεκιάρη στο Νέο Ηράκλειο.
Αξιοποιώντας για άλλη μια φορά τις διεργασίες του αποδεδειγμένα δημιουργικού εργαστηρίου του, ο Ανδρέας Μήτσου αποτυπώνει τις διαδρομές του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, καθώς αυτός ακολουθεί τις διαδρομές των λοιπών χαρακτήρων του βιβλίου.
Ο Ορέστης, μετά τον θάνατο του Μπεκιάρη, συνοδεύει τον αφηγητή σε αναζήτηση της μητέρας του Ευτέρπης που αποδεικνύεται νεκρή, και μαζί μεθοδεύουν εκδίκηση. Κυρίως, τώρα η καχεξία του Ορέστη θεραπεύεται, και ο αφηγητής οδηγείται στην αυτογνωσία που του εξασφαλίζει επαφή με την αντικειμενική (στο πλαίσιο του κειμενικού κόσμου) πραγματικότητα.
Με αυτές τις προϋποθέσεις ο Ορέστης αναγνωρίζεται ως η κεντρική πύλη για την επίσκεψη σε μια ενδιαφέρουσα πινακοθήκη γραμματικών εικόνων που ο Ανδρέας Μήτσου οργάνωσε για τη σύνθεση του ανά χείρας νέου βιβλίου του, όπου αποδίδονται παραστατικά έρωτες, αντιζηλίες, φιλίες, έριδες, μίσος και φθόνος, έγκλημα με ή χωρίς τιμωρία.
Αξιοποιώντας για άλλη μια φορά τις διεργασίες του αποδεδειγμένα δημιουργικού εργαστηρίου του, ο Ανδρέας Μήτσου αποτυπώνει τις διαδρομές του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, καθώς αυτός ακολουθεί τις διαδρομές των λοιπών χαρακτήρων του βιβλίου μέσα σε ένα περιβάλλον που αντιστοιχεί στην πολυεπίπεδη διασταύρωση της δεδομένης αντικειμενικής και μιας πολυεστιακής (από την πλευρά του αφηγητή και από την πλευρά των λοιπών χαρακτήρων) υποκειμενικής, δηλαδή εντέλει κειμενικής πραγματικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό η θεματική οργάνωση του βιβλίου αντιστοιχεί στην ωσαύτως πολυεπίπεδη διασταύρωση αφενός του λόγου του αφηγητή, ο οποίος παραθέτει γεγονότα και διατυπώνει υποθέσεις για τις λεπτομέρειες ή/και για την εξέλιξη αυτών, και αφετέρου της εξομολόγησης του Μπεκιάρη όπως εκτίθεται σε γραπτό «εγκιβωτισμένο» κείμενό του που διαβάζει στον αφηγητή από ένα τετράδιο κατά τις συναντήσεις τους.
Όταν αρχίζουν αυτές οι συναντήσεις, ο αφηγητής υποψιάζεται ότι ο Μπεκιάρης παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο κείμενο και θα ζητήσει τη μεσολάβησή του για να εκδοθεί («Είχα αρκετές παρόμοιες εμπειρίες γνωστών που με πλησίαζαν για να μεσολαβήσω σε κάποιον εκδότη και να ιδούν επιτέλους τυπωμένο, έστω και στη μεγάλη ηλικία που βρίσκονταν, το πρώτο τους βιβλίο»).
Μετά τον θάνατο του Μπεκιάρη, το τετράδιο περιέρχεται στον αφηγητή που διαπιστώνει με οργή ότι το κείμενο-εξομολόγηση γραφόταν κατά τη ροή του κειμενικού χρόνου (ακριβώς πριν από τις συναντήσεις τους), πράγμα άλλωστε που δηλώνει με κυνικότητα και ο Μπεκιάρης σε τελευταία σημείωσή του στο τετράδιο, όπου αφήνει εντολή στον αφηγητή να κλείσει το σύστημα πληροφοριών που το «εγκιβωτισμένο» κείμενο περιέχει, και να οδηγήσει έτσι τα πράγματα στην ισορροπία της κάθαρσης.
Στην έξοδο από τον κόσμο του βιβλίου ο αφηγητής και ο Ορέστης βρίσκονται αντιμέτωποι με την προοπτική μεθόδευσης αυτής της κάθαρσης, και ο Ανδρέας Μήτσου (φαίνεται να) προτείνει μια μορφή «ανοιχτού» τέλους που αφήνει να διαφαίνονται ποικίλες δυνατότητες «εξέλιξης» του κειμενικού κόσμου, σύμφωνα με τη δημιουργική πρόσληψη καθενός αναγνώστη.
Η λογοτεχνική γραφή του Ανδρέα Μήτσου συχνά προτρέπει στην ανίχνευση πληροφοριών πίσω ή κάτω από τη θεματική όψη.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες εξασφαλίζεται προσέγγιση του βάθους στη δομή των σημασιολογικών πεδίων, πέρα από έναν πρώτο, απλό τύπο αντιμετώπισης της επιφάνειας των πραγμάτων με την κατά λέξη ανάγνωση του κειμένου (για την οποία «ευθύνεται» και η δεσμευτική προσήλωση στον τίτλο του βιβλίου). Άλλωστε, η λογοτεχνική γραφή του Ανδρέα Μήτσου συχνά προτρέπει στην ανίχνευση πληροφοριών πίσω ή κάτω από τη θεματική όψη. Με αυτή την προϋπόθεση εντοπίζονται (και) στο λογοτεχνικό έργο του Μήτσου μορφές «αυξημένων» κειμένων. Ακριβώς προς την κατεύθυνση της δημιουργικής πρόσληψης του κειμένου που μας ενδιαφέρει εδώ, οδηγούν υφολογικοί παράγοντες που προσδιορίζουν τη σημασιολογική και αισθητική οργάνωση ρέοντος αφηγηματικού όσο και παραστατικού λόγου με ιδιαίτερα στοιχεία βιωματικού χαρακτήρα.
Στο πλαίσιο αυτό είναι αυτονόητο ότι αξιοποιείται το φαινόμενο της μεταφοράς για τη σύνθεση των γραμματικών εικόνων, π.χ.: «Όλα τα πράγματα θέλουν το χρόνο τους για να φανερωθούν. […] Ανέλπιστα τα ξεχωρίζω κι εγώ όσα κολυμπούν μέσα μου όπως τα ψάρια στο βυθό», «Μ’ έπιασε φόβος, πως είχε αρχίσει ήδη ο ευτελισμός μιας σχέσης από το παρελθόν, που τη συντηρούσα μέσα μου άφθαρτη. Ντυμένη με κάποια ακαθόριστη νοσταλγία και θαλπωρή», «Άφηνε ένα γέλιο ατελείωτο, λεπτό και μακρουλό σαν να κυλούσε ένα δαχτυλίδι, […], πάνω σε πλακόστρωτο δρομάκι, να αναπηδούσε για ώρα. Τότε μ’ έπιανε εμένα αγωνία, μην πέσει σε καμιά τρύπα και χαθεί το δαχτυλίδι. Γιατί την ένιωθα την τρύπα, […]. Και γι’ αυτό φοβόμουν».
Κυριαρχεί πάντως η αφοριστική διατύπωση σε συνδυασμό με τη μεταφορά, όπως: «η συμπόνια για τον άλλο είναι συμπόνια για σένα, για τον εαυτό σου», «Καμιά καλοσύνη δεν αναβλύζει από τον έρωτα. […] Μόνο δηλητήριο χύνει ο έρωτας. […] Πληγώνει ο έρωτας, […]. Πληγώνει την ψυχή. Το θεραπεύει όμως το κορμί. […] Κι ας μένουν χαρακιές επάνω του, οι πληγές, τα σημάδια του. Και να μην το ξεχνάς ποτέ: από τις πληγές του πεύκου μαζεύουμε το ρετσίνι. Οι μόνοι χυμοί του έρωτα είναι τα δάκρυα», «Ο έρωτας σημαίνει υπερβολή», «Ο έρωτας είναι απάνθρωπος, εξοντώνει», «Έρωτας είναι ό,τι αγαπάμε δίχως βάσιμο λόγο», «η συμπόνια είναι το απατηλό μονοπάτι του έρωτα», «όλα πρόσκαιρα είναι […]. Κι εμείς, προπάντων εμείς. Όταν σου σώνεται ο χρόνος το ανακαλύπτεις, πως μόνο το πρόσκαιρο υφίσταται», «Το παρόν μας είναι η μνήμη. Αυτή μόνο έχουμε να διαχειριστούμε. Το χτες είναι το μόνο μέλλον μας», «Η νοσταλγία είναι το δίχτυ της αράχνης», «Πολλά δεν φαίνονται, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν», «Έρχεται η στιγμή που πέφτουμε πάνω στον εαυτό μας, πάντα μετά από μια μεγάλη τρεχάλα, από ένα άγριο κυνηγητό».
Ο συγγραφέας συνεχίζει να διευρύνει τον ορίζοντα σημασιολογικών και υφολογικών γεγονότων που συνθέτουν τη λογοτεχνική παραγωγή του, και προ(σ)καλεί τους αναγνώστες να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τους κειμενικούς του χαρακτήρες, καθώς αυτοί παλινδρομούν μέσα στις συνθήκες που δεσμεύουν τη μοίρα τους ως δήλωση της προθετικότητας του συγγραφέα.
Στο υφολογικό αυτό τοπίο ανιχνεύονται διακειμενικά στοιχεία (το Συμπόσιον του Πλάτωνος, Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον) ως επιλεκτική επισήμανση και ενίσχυση πληροφοριών του πρωτοτύπου κειμενικού κόσμου του Ανδρέα Μήτσου, όπως επίσης και στοιχεία που είναι δυνατόν να εκτιμηθούν ως τεκμήρια μεταγλωσσικότητας, καθώς ο συγγραφέας εμπλέκει στη δομή αυτού του κόσμου π.χ. το σημασιολογικό ή το παρετυμολογικό αντίκρισμα κυρίων ονομάτων, όπως: «Το όνομα Γκαλίνα μού θύμιζε τότε κότα», «Μπεκιάρης είναι εκείνος που ζει μονάχος του, ο μαγκούφης, κάποιος που δεν έχει κάνει οικογένεια. Αυτό σημαίνει το όνομά του», «όπως μαγεύτηκα με την πρώτη ματιά από το παιδί, το ίδιο έπαθα μόλις αντίκρισα τη μάνα του, την Ευτέρπη. Ευτέρπη, ό,τι ακριβώς λέει και το όνομα».
Στο ίδιο υφολογικό πλαίσιο αναγνωρίζουμε και ένα παράδειγμα αξιοποίησης του λόγου ως σημαινομένου (ο λόγος ταυτίζεται με την ύπαρξη): «Στέκεται πάντα σιωπηλός, ήσυχος. Περιμένει από σένα να μιλήσεις. Να μιλήσεις και γι’ αυτόν. Να ζήσεις και γι’ αυτόν».
Εδώ είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε π.χ. τη διατύπωση της Κικής Δημουλά σχετικά με τη χρήση του λόγου ως σημαινομένου, όπου ακριβώς η ταύτιση του λόγου με την ύπαρξη: «όσο οι λέξεις θα με αφήνουν/ ακόμα να μιλώ, θα το υπενθυμίζω/ φωναχτά ότι οι λέξεις φταίνε/ αν όχι για όλα/ πάντως για τ’ αξεπέραστα/ […]/ Ένοχες λέξεις δεν το συζητώ/ […]/ Κι εσύ γιατί ταράζεσαι δεν ήξερες/ ότι μια λέξη είναι σαν τις άλλες/ η τόση ύπαρξή μας;/ Απλώς προφέρεται αργά πολύ αργά/ σα νά ’ναι οι συλλαβές της ατελείωτες/ κι εγώ/ όντας φανατική της ύπαρξης/ με άρθρωση επίμονη παθιασμένη/ θα εξακολουθήσω όταν/ να την ξαναμιλώ έστω συλλαβιστά/ κι ας μη μου έχει μείνει τότε/ καμία συλλαβή της» (από την ποιητική συλλογή Άνω τελεία, 2016).
Για να επανέλθω στον Ανδρέα Μήτσου: Είναι σαφές ότι ο συγγραφέας συνεχίζει να διευρύνει τον ορίζοντα σημασιολογικών και υφολογικών γεγονότων που συνθέτουν τη λογοτεχνική παραγωγή του, και προ(σ)καλεί τους αναγνώστες να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τους κειμενικούς του χαρακτήρες, καθώς αυτοί παλινδρομούν μέσα στις συνθήκες που δεσμεύουν τη μοίρα τους ως δήλωση της προθετικότητας του συγγραφέα.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πάντα απ’ έξω στεκόμουνα, έξω από τη ζωή. Ένας “δαιμόνιος” παρατηρητής – γέλασε αυτοσαρκαστικά. Μια περίλυπη κουκουβάγια πάνω στο κλαδί ήμουν, όλο να κοιτάζω, να τρυπάω τη νύχτα, γιατί πίστευα, ο κουφιοκέφαλος, πως είχα την ικανότητα να βλέπω, κατ’ εξαίρεση εγώ απ’ όλα τ’ άλλα πουλιά, στα σκοτάδια. Κι αν όχι κουκουβάγια, γκιώνης έστω. Εκείνο το χαζοπούλι που αποζητάει τον αδελφό του, τον Αντώνη, κάθε βράδυ ανελλιπώς, δεν κάνει τίποτα άλλο. Κι ενώ το ξέρει καλά πως ο Αντώνης τον παράτησε, ότι χάθηκε και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να γυρίσει πίσω, αυτός μουρτζοκλαίει και εκλιπαρεί τον οίκτο μας».
Γκαλίνα
Η σκοτεινή οικιακή βοηθός
Ανδρέας Μήτσου
Καστανιώτης 2017
Σελ. 144, τιμή εκδότη €9,55