Για τη συλλογή διηγημάτων του Διαμαντή Αξιώτη, Με χίλιους τρόμους γενναίος (εκδ. Κίχλη).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Ο τρόμος προβάλλεται ως παραστατική συνισταμένη ψυχικών και πνευματικών καταστάσεων, ενίοτε αν όχι συχνά στην ακραία εκδήλωσή τους, με ειδικό φορτίο προερχόμενο από το περιεχόμενο της μνήμης, από τις αντικειμενικές συνθήκες του βίου και από τα δεδομένα της εσωτερικής πραγματικότητας, από την απερισκεψία και από την τόλμη, από την ανάγκη για επικοινωνία αλλά και για εκδίκηση, από τα όνειρα και από τη φαντασία, από το πάθος και από τον πόθο, από τα ψεύδη και από τις ψευδαισθήσεις, από τον θυμό αλλά και από τη μοναξιά.
Στον τρόμο υπ’ αυτή την έννοια αντιπαρατίθεται ο εσωτερικός άνθρωπος με τα επακόλουθα φαινόμενα προσωπικής έκφρασης και κοινωνικής συμπεριφοράς, όπου εντάσσονται η ευαισθησία, η γενναιοψυχία και η μεγαλοψυχία, η καρτερία, η βία και ο φόνος, με τάση πάντως προς την υπέρβαση όλων των ορίων. Αυτή η σημασιολογική ατμόσφαιρα φαίνεται να καλύπτει την ανάπτυξη του σύνθετου κειμενικού κόσμου στο εν προκειμένω βιβλίο του Διαμαντή Αξιώτη, ενώ παράλληλα προσφέρονται ποικίλες οπτικές για την ανάγνωση του τίτλου Με χίλιους τρόμους γενναίος.
Διαπροσωπικές σχέσεις σε ένα ευρύτατο φάσμα, ζωή και θάνατος, φύση, μνήμη και λήθη, προδοσία, επικοινωνία, πόνος, τρέλα, μοναξιά, αδικία, τιμωρία.
Στο βιβλίο αναγνωρίζεται μια εκτενής, εξίσου σύνθετη πινακοθήκη με προσωπογραφίες και τοπιογραφίες ιδιαίτερης έντασης. Στρατιώτες σε οδυνηρό χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν, παράνομοι μετανάστες και ένας Έλληνας που δηλώνει μετανάστης, κυρίες και κηπουροί, η χορογράφος Βανέσα και το χορευτικό άλμα της μικρής Βενίσα στο κενό, ο άστεγος Όμηρος με την κομμένη δεξιά κνήμη στο αμαξίδιο και σε διαρκή αντιπαράθεση προς τον αρχαίο συνώνυμό του, ο δρομέας που παραπαίει στα ασαφή όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, ο νάνος κλόουν που κυκλοφορεί με άνεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον μύθο, ο δάσκαλος Δανιήλ Χατζής απέναντι στη νεκρή Αριάδνη της Κωνσταντινούπολης και στην κατατρεγμένη από την Πόλη Ιουλία, πρόσωπα σε αρχαιολογικούς χώρους και σε φυλακές, πρόσωπα-μοντέλα φωτογράφισης και πρόσωπα με προσωπείο απάτης, πρόσωπα με μυθικό προσωπείο, πρόσωπα μοναχικά, πρόσωπα χωρίς χαρακτηριστικά λειτουργούν ως φορείς εννοιών σύμφωνα με την ευρηματική διαχείριση του Αξιώτη, όπως: διαπροσωπικές σχέσεις σε ένα ευρύτατο φάσμα, ζωή και θάνατος, φύση, μνήμη και λήθη, προδοσία, επικοινωνία, πόνος, τρέλα, μοναξιά, αδικία, τιμωρία.
Προς επίρρωση των εν προκειμένω απόψεων του συγγραφέα, με αυτή την ευκαιρία παρεμβαίνουν στο εδώ-και-τώρα του κειμένου στοιχεία από το μυθικό/ιστορικό παρελθόν του κειμενικού (και όχι μόνον) κόσμου που αντιπροσωπεύουν ο Δίας, ο Ήφαιστος, ο Θόας, ο Διόνυσος, η Αριάδνη, η Μύρινα, η Υψιπύλη, οι δίδυμοι Κούροι της Κορίνθου με τις κομμένες δεξιές κνήμες, αλλά και ο Ριχάρδος Γ’, επίσης στοιχεία από μύθους των Ιρλανδών, των Ουαλών, των Κελτών, καθώς και της Ανατολής.
Παράλληλα, τοπόσημα από την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως: στρατώνες, ένα εικονοστάσι, το ξενοδοχείο Capri για τους άστεγους, αποδυτήρια σταδίου, φυλακές, το Άντρον των Νυμφών, το Καβείριο, η σπηλιά του Φιλοκτήτη, αρχαία θέατρα, πύργοι, Συμμαχικό Νεκροταφείο πεσόντων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, φυσικά τοπία, παλιά καφενεία, λιμάνια αποτελούν οδοδείκτες για αντι-/κειμενικές και κυρίως για εσωτερικές διαδρομές.
Τα δεκαεννέα αυτοτελή διηγήματα του βιβλίου συνθέτουν ένα ενιαίο, ευρύ πεδίο όπου ανιχνεύονται συνθήκες και παράγοντες για τη διαχρονική όσο και δραματική διελκυστίνδα ανάμεσα στο περιεχόμενο του εσωτερικού ανθρώπου και στο κοινωνικό προσωπείο του.
Με αυτές τις προϋποθέσεις τα δεκαεννέα αυτοτελή διηγήματα του βιβλίου, ανεξάρτητα από τα περιστασιακά και συγχρονικά, πάντως εξωκειμενικά δεδομένα που προσδιόρισαν τη συγγραφή και τη μορφή της πρώτης δημοσίευσής τους, συνθέτουν ένα ενιαίο, ευρύ πεδίο όπου ανιχνεύονται συνθήκες και παράγοντες για τη διαχρονική όσο και δραματική διελκυστίνδα ανάμεσα στο περιεχόμενο του εσωτερικού ανθρώπου και στο κοινωνικό προσωπείο του.
Τα σημαινόμενα κατά τη θεματική οργάνωση του βιβλίου ως ενιαίου πλέον συνόλου διεκπεραιώνει λόγος απερίφραστος, βιωματικός, ενίοτε ακραία παραστατικός, απροσδόκητος, με ανατροπές (π.χ. το διήγημα «Στον κήπο με τις πέτρες»), με την αποτύπωση αφενός της διπλής οπτικής (π.χ. τα διηγήματα «Στον κήπο με τις πέτρες», «Η αρχαία κνήμη») και αφετέρου των πολλαπλών εκδοχών του ίδιου γεγονότος (π.χ. το διήγημα «Η πάντα Ωραία και το μικρούλι Τέρας»), με ημερολογιακές καταγραφές (π.χ. τα διηγήματα «Διακοπές στη Λήμνο», «Άνδρας ερωμένη», «Η ευρυχωρία ενός ονείρου»), με την εσωτερική επικοινωνία κειμένων του ίδιου συγγραφέα ως μια μορφή αυτοδιακειμενικότητας (π.χ. τα διηγήματα «Τα λάφυρα» και «Στον κήπο με τις πέτρες»).
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ύφους του Αξιώτη στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί το απροσδόκητο κειμενικό τέλος ή τέλος σε εκκρεμότητα ως νοηματική κορύφωση, όπως εντοπίζεται π.χ. στα διηγήματα «Ο χορός του Βαρτάν», «Τα λάφυρα», «Στον κήπο με τις πέτρες», «Άντρον Νυμφών», «Άνδρας ερωμένη», «Με το κεφάλι στην άμμο».
Ο Διαμαντής Αξιώτης
|
Τον χαρακτήρα του κειμενικού κόσμου προσδιορίζει επιπλέον μέσα σε ομόλογη αισθητική ατμόσφαιρα αφενός η χρήση της μεταφοράς, π.χ.: «Ένα χέρι από σίδερο τού έσφιξε την καρδιά. Βρισκόταν στο κέντρο μιας καταιγίδας που, καθώς φαινόταν, θα μαινόταν για πολύ ακόμα», «Τον ρουφάει μια γκρίζα τρύπα από σύννεφο», «Άνοιξε την πόρτα πιο φοβισμένος κι από γάτα», «Η νύχτα πέρασε βαριά, σαν να βρισκόμουν στον βυθό της θάλασσας», «Είχε σκοτεινιάσει από ώρα. Ένα γλυκερό σκοτάδι να το πιείς σαν φάρμακο», και αφετέρου η οργάνωση των γραμματικών εικόνων, π.χ.: τοπία με χιόνι, οι δύο πλεύρες των εθνικών συνόρων (το «μέσα» και το «έξω»), το ανάπηρο σώμα, τραύματα στο πρόσωπο, ενώ εδώ εντάσσεται και η σημειολογία του χρώματος, π.χ. η κόκκινη ομπρέλα ως συνδήλωση αγάπης, ελπίδας, μνήμης.
Στην ατμόσφαιρα αυτή ανήκει και η αφοριστική διατύπωση, π.χ.: «Η ακύρωση είναι ο τρόμος σου», «ο φόβος εφευρέθηκε από κάποιον που ποτέ του δεν ένιωσε φόβο», «όσοι κοιμούνται παίρνουν μαζί τους φέτες από την Κόλαση», «Αγνή η βροχή, …, αγνό το χώμα, άμα σμίξουν γίνονται λάσπη», «κάθε Πάσχα οι νεκροί ανασταίνονται για να ονειρευτούν».
Η κοινότητα των αναγνωστών που γνωρίζει τα πρωτότυπα λογοτεχνικά κείμενα του Αξιώτη τόσο από ποιητικές συλλογές του, π.χ. σε ενδεικτική αναφορά Ιχώρ (1966) ή Ύπνος μεσημβρίας (1985), όσο και από την πεζογραφία του, π.χ. επίσης σε ενδεικτική αναφορά Το μισό των Κενταύρων (1990), Το ελάχιστον της ζωής του (1999), Πλωτές γυναίκες (2002) ή Λάθος λύκο (2010), θα αναγνωρίσει στην προκειμένη περίπτωση περαιτέρω σημαντικά τεκμήρια για τις διεργασίες ενός σταθερά παραγωγικού εργαστηρίου λογοτεχνικής γραφής.
Και μια σημείωση: Η καταγωγή του τίτλου Με χίλιους τρόμους γενναίος, ο οποίος από τίτλος διηγήματος έχει αναβαθμισθεί σε τίτλο του βιβλίου ως συνόλου στο πλαίσιο της ενιαίας οργάνωσης των σημαινομένων, βρίσκεται σε κείμενα του Γιώργου Χειμωνά (1936-2000), σύμφωνα και με σχετική, ρητή μνεία στα παρακείμενα της έκδοσης. Με την ευκαιρία αυτή να αναφέρω ότι ο Διαμαντής Αξιώτης συμμετείχε στον κύκλο των σταθερών όσο και σοβαρών συνομιλητών του Χειμωνά.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Με χίλιους τρόμους γενναίος
Διαμαντής Αξιώτης
Κίχλη 2016
Σελ. 208, τιμή εκδότη €13,00