Για το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη Αυθάδεια λαγνεύουσα - Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες (εκδ. Κέδρος)
Του Γιώργου Βέη
Πιστεύω εμέ, ότι εγώ εσύ∙ εγώ όλη. (Από το βιβλίο, σελ. 72)
Το πρώτο κινούν, το ορμέμφυτο του έρωτα, διοργανώνει κατ΄αποκλειστικότητα τη γραφή, την καθιστά εκούσα άκουσα σύντροφό του, την ανανεώνει, για να την οδηγήσει εκ του ασφαλούς στην ενδοχώρα της Λαλιάς.
Η αρχή μιας ακραιφνούς γλωσσοκρατίας επιβεβαιώνεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Η συμβολική παράμετρος είναι αυτή που από την πλευρά της υποστηρίζει, διδάσκει, αλλά και συγκρατεί τον αφηγητή. Αυτός, ένας τυπικός επόπτης παθών και επιτευγμάτων της ύπαρξης, συνέχεται από λεκτικό ρίγος. Η ίδια η συμβολική παράμετρος ορίζει σε κάθε επί μέρους κεφάλαιο το πλαίσιο των αφηγηματικών εμπεδώσεων. Το σώμα, κατά καιρούς άπελπι, καθίσταται με τη σειρά του το φετίχ της τελικής έκφανσης. Η γλώσσα φαίνεται ότι εκφέρει την ετυμηγορία της σ’ ένα ακροατήριο, το οποίο εκ των προτέρων προτίθεται να τη σεβαστεί. Οι συναφείς διακηρύξεις διακρίνονται τόσο για τη ρητή αποφασιστικότητά τους, όσο και για τη χρηστική τους εμβέλεια. Παραθέτω ενδεικτικά από το τμήμα με τίτλο «Αγαπώ σε» το εξής καταστατικό γνώρισμα: «Ως εξουσία οικεία, διά της γλώσσης ελευθερώνουσα τα μυστήρια». Σημειώνω ότι δεν νοείται σωματική παρεκτροπή, σεξουαλική υπερβολή, ερωτικός σολοικισμός, ασέλγεια ή σεμνότυφη προοπτική συμπεριφοράς. Κοντολογίς, το ήθος συνιστά κορμί. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι εδώ ο συγγραφέας συντονίζεται, μεταξύ άλλων, με όσα πρεσβεύει η γνωστή, αφοριστική δήλωση, όπως έχει διατυπωθεί προ πολλού στο De Profundis του Όσκαρ Ουάιλντ: «Τα αμαρτήματα της σάρκας δεν είναι τίποτα. Είναι αρρώστιες που καλούνται να τις θεραπεύσουν οι γιατροί, στο μέτρο που υπάρχει ανάγκη να θεραπευτούν. Μόνο τα αμαρτήματα της ψυχής είναι επαίσχυντα». (Βλ. τη μετάφραση του Ανδρέα Παππά, εκδόσεις Σμίλη, 2012).
Δημοτικό τραγούδι, κάλβειο ιδίωμα, παπαδιαμαντικές επιλογές και καινοδιαθηκικοί όροι συγκαταλέγονται στους εμφανέστερους δείκτες των αναπτύξεων του ομιλήματος.
Η δομή του λόγου, τζοϊσικών ενίοτε καταβολών (βλ. π.χ. τις τελευταίες αράδες στην προτελευταία σελίδα του έργου) είναι συνυφασμένη με όσα το βίωμα θα προσδοκούσε να υιοθετήσει για την καταγραφή του. Δημοτικό τραγούδι, κάλβειο ιδίωμα, παπαδιαμαντικές επιλογές και καινοδιαθηκικοί όροι συγκαταλέγονται στους εμφανέστερους δείκτες των αναπτύξεων του ομιλήματος, το οποίο επείγεται να καταστεί τύπωμα. Το δε μείγμα ηδονής και λύπης δρα καταλυτικά σε όλη τη διάρκεια των εξομολογήσεων. Εννοώ την ηδονή από την έκδηλη Πλησμονή, και τη λύπη από την αναπόφευκτη Απουσία. Η συγκεκριμένη κράση του αφηγητή, «από τε της ηδονής συγκεκραμένη ομού και από της λύπης», όπως απαντά και στον πλατωνικό Φαίδωνα, εξασφαλίζει την απαραίτητη διατήρηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Το τρίτο από το τέλος κομμάτι, επιγραφόμενο «Θλίψεως θεραπεία», αποτελεί ικανό δείγμα των σχετικών θεματικών ωσμώσεων. Μερικές από τις εμπειρίες, οι οποίες μας περιμένουν στην επικράτεια της ατομικής αλλά και συλλογικής μνήμης των ερώτων, θα μπορούσαν, φρονώ, να ανιχνευθούν με τις πρώτες δοκιμές στη ρηματική ζώνη αυτού του βιβλίου. Η εσωτερική αλληλουχία επιτρέπει την κειμενική συνύπαρξη σε ένα ευρύ φάσμα καταγραφών, οι οποίες δεν επιδιώκουν να αποκρύψουν την προέλευσή τους από ποικιλώνυμους πατέρες της δημιουργικής γραφής.
Ο Κώστας Βούλγαρης
|
Η ρητορική περσόνα συνιστά εν ολίγοις μια πληθυντική περσόνα: το ομιλούν υποκείμενο είναι το πολυ-άτομο, η ειδολογική εκδοχή μιας υπερσύνθεσης. Η παρουσία της λέξης «φαντασίες» στον υπότιτλο του παρόντος έργου του υφολογικά πολύτροπου Κώστα Βούλγαρη εξασφαλίζει άλλωστε ισχυρό άλλοθι για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στο εσωτερικό του πολύπτυχου αυτού πεζογραφήματος. Αντιλαμβάνομαι ότι, συν τοις άλλοις, οι «φαντασίες» αυτές υποστηρίζουν πολυφωνικά τη μουσική επάρκεια της όλης σύνθεσης. Περιττό μάλιστα να τονίσω ότι μπορεί, ως εκ κειμενικής φύσεως, να διαβαστεί άνετα και ως αντί μυθιστόρημα. Συνιστά εν δυνάμει πυρήνα περαιτέρω κειμενικών εφαρμογών, στον χώρο εκείνο που δεν μπορούν ως εκ των πραγμάτων να καλύψουν τα, αδιέξοδα, ατελή πεζά των ημερών μας. Πρόκειται για όσα αυτοονομάζονται πολλές φορές μυθιστορήματα. Παραβάλλω εδώ τις συναφείς αποτιμήσεις του Μίλαν Kούντερα, διαχρονικής, ως φαίνεται, ισχύος, όπως τις συναντάμε στις Προδομένες Διαθήκες του: «Tο μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής παραγωγής μυθιστορημάτων αποτελείται από μυθιστορήματα έξω από την ιστορία του μυθιστορήματος: εξομολογήσεις εν είδει μυθιστορήματος, ρεπορτάζ εν είδει μυθιστορήματος, διακανονισμοί λογαριασμών εν είδει μυθιστορήματος, αυτοβιογραφίες εν είδει μυθιστορήματος, αδιακρισίες εν είδει μυθιστορήματος, καταγγελίες εν είδει μυθιστορήματος, μαθήματα πολιτικής εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του συζύγου εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του πατέρα εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό της μάνας εν είδει μυθιστορήματος, διακορεύσεις εν είδει μυθιστορήματος, τοκετοί εν είδει μυθιστορήματος, μυθιστορήματα ad infinitum έως της συντελείας του αιώνος, που δεν λένε τίποτα καινούριο, δεν έχουν καμία αισθητική φιλοδοξία, δεν επιφέρουν καμία αλλαγή ούτε στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον άνθρωπο ούτε στη μορφή του μυθιστορήματος, μοιάζουν όλα μεταξύ τους, τα καταναλώνεις θαυμάσια το πρωί και τα πετάς θαυμάσια το βράδυ».(Bλ. τη μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη, στις Εκδόσεις της Εστίας, 1996).
Το άλλο ορμέμφυτο, ήτοι του θανάτου, ανακαλεί εμμέσως πλην σαφώς την ελυτική ρήση «Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε που η λάμψη του με επέστρεψε στον ήλιο».
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Οργασμός» ακούγεται φέρ’ ειπείν καθαρά, μαζί με τον κύριο αφηγηματικό φορέα, και ο βιβλικός Εκκλησιαστής. Εξ ου και η έκδηλη ευφορία από την προκείμενη λειτουργική διακειμενικότητα: «Μάταιος ο γλυκύθυμος ψιθυρισμός, ο θωπεύων την ακοήν άνευ σημαινομένων∙ ώσπερ η κατά των άστρων τοξεία, η των ανέμων θήρα, η προς την ιδίαν σκιάν του δρομέως άμιλλα. Ματαία η απόπειρα μεταβολής του απεράντου υποσυνειδήτου, διά υγροπόρων δωρισμάτων∙ ώσπερ αενάως μοχθούν οι συρρέοντες ποταμοί, εις το άπληστον της θαλάσσης δαπανώμενοι. Ματαία η των φύλων διάκρισις, διά σχοινοτενών αναλύσεων∙ ώσπερ ύδωρ γλυκύ ή γλυφό υποτάσσεται εις την εξουσίαν του άλατος. Μάταιος και ο έτυμος λόγος, λιποβαρής ρηματώδης ή χαμαιτυπής στιγμιότυπος∙ ώσπερ λέξη εις των σελίδων τον ωκεανό αφανίζεται. Του οργασμού το πρωτότυπον, και κανών συνακόλουθος, έσται μόνον ο της θαλάσσιας δίνης οφθαλμός, εισπνοή και εκπνοή των υδάτων εν ταυτώ εμποιούμενος, κλίνη και σκέπη και γένος ουκ έχων, και μόνον εκ της ατάκτου των κυμάτων δυνάμεως ενδιαιτώμενος». (Τα έντονα στοιχεία δικά μου). Το άλλο ορμέμφυτο, ήτοι του θανάτου, και η παρεπόμενη νοσταλγία του, όπως κυρίως διαγράφεται στη σελίδα 77, δηλαδή στον επιλογικό «Τάφο», ανακαλεί εμμέσως πλην σαφώς την ελυτική ρήση «Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε που η λάμψη του με επέστρεψε στον ήλιο». (Βλ. το «Λακωνικόν», από τις Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό). Συγκρατώ ότι στίχοι του προαναφερόμενου «Τάφου», όπως και στίχοι της Αμοργού του Νίκου Γκάτσου, αρδεύουν από το ίδιο δημοτικό τραγούδι της Γορτυνίας.
Συνοψίζοντας, υποστηρίζω ότι η Αυθάδεια λαγνεύουσα καλείται να δώσει στην άτακτη μάζα των διαφόρων φαινομένων της σεξουαλικής πολιτείας συγκεκριμένους δεσμούς φιλότητας, σαφείς διαγλωσσικές ενότητες και λειτουργικούς αρμούς υφολογικής συγκλήρωσης. Οι ισορροπίες, φρονώ, ότι διατηρούνται ανέπαφες: στη θέση μιας ενδεχόμενης μικρο-Βαβέλ διακρίνεται με καθαρότητα ένα ενδελεχές αισθητικό μόρφωμα.
* Στην κεντρική εικόνα, πίνακας του Louis Marin Bonnet («Ο ύπνος της Αφροδίτης»).
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Κέδρος 2016
Σελ. 80, τιμή εκδότη €9,90