Για τη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Λευτέρη Αλεξίου Αξέχαστοι καιροί (εκδ. Καστανιώτη).
Της Έλενας Μαρούτσου
Ηράκλειο του Μεσοπολέμου. Μια συντροφιά νέων, η Πούλια. Τα αστέρια που τη συνθέτουν λάμπουν στο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό στερέωμα της εποχής: ο Νίκος Καζαντζάκης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Έλλη Αλεξίου, ο αδελφός των δύο προηγουμένων Λευτέρης Αλεξίου, ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος, ο συγγραφέας Βελισσάριος Φρέρης, ο συνθέτης Κώστας Σφακιανάκης, ονόματα λιγότερο ή περισσότερο αναγνωρίσιμα πια σήμερα που όμως όλοι τους άφησαν το ίχνος τους στην Ιστορία με άλφα κεφαλαίο αλλά και στην ιστορία με άλφα μικρό, αυτήν δηλαδή που μας αφηγείται σε αυτό το βιβλίο ένας εξ αυτών: ο Λευτέρης Αλεξίου.
Κρητικοί αστερισμοί
Αξέχαστοι καιροί, είναι ο τίτλος αυτής της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, στην οποία ο συγγραφέας έχει δώσει τον υπότιτλο Χρονικό της νιότης. Ομολογώ πως το βιβλίο δεν θα είχε κινήσει την προσοχή μου, αν δεν μου το είχε χαρίσει ο φίλος Νίκος Χρυσός, ο οποίος έχει επιμεληθεί την εισαγωγή και τα σχόλια. Λογοτέχνης κι ο ίδιος, γνωστός σε πολλούς κι απ’ το θρυλικό παλαιοβιβλιοπωλείο του στα Εξάρχεια, βιβλιοφάγος και βιβλιογνώστης απ’ τους λίγους, ικανός να μιλάει επί ώρες για ιστορίες γύρω από πρόσωπα και πράγματα εντός και πέριξ της λογοτεχνίας, ικανός –όπως φαίνεται από την παρούσα έκδοση– να γράφει εμπεριστατωμένα γι' αυτά.
Πίστεψα πως ο Λευτέρης Αλεξίου θα έπλαθε ένα πορτρέτο μιας συντροφιάς και μιας εποχής, ωραιοποιημένο από την απόσταση του χρόνου. Ευτυχώς, διαψεύσθηκα.
Όταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο, ο τίτλος και ο υπότιτλος μου έδωσαν την εντύπωση πως επρόκειτο να διαβάσω κάποιο κείμενο που θα μιλούσε με νοσταλγία για τις χαρές της νιότης του συγγραφέα. Πίστεψα πως ο Λευτέρης Αλεξίου θα έπλαθε σε προχωρημένη πια ηλικία –το βιβλίο αυτό είναι το τελευταίο του– ένα πορτρέτο μιας συντροφιάς και μιας εποχής, ωραιοποιημένο από την απόσταση του χρόνου, με εκείνη τη θαμπάδα ενός παλιού καθρέφτη όπου στα είδωλα δεν διακρίνονται οι ατέλειες, και μοιάζει κάθε πρόσωπο βγαλμένο από θρύλο. Ευτυχώς, διαψεύσθηκα. Η διάψευση άλλωστε είναι βασικό συστατικό της γοητείας του βιβλίου.
Εκεί που δίνει ραντεβού το ατομικό με το συλλογικό
Περί τίνος όμως πρόκειται; Όπως ανέφερα ήδη, πρόκειται για ένα χρονικό δοσμένο με μυθιστορηματική μορφή. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα επιλογή που καθιστά ένα βιβλίο γραμμένο το 1956 πολύ σύγχρονο. Πρόκειται για μια μορφή που επιλέγουν ολοένα και περισσότεροι συγγραφείς, όπως για παράδειγμα η Αγγέλα Καστρινάκη στο τελευταίο της βιβλίο Και όμως αλλάζει (εκδ. Κίχλη), όπου η συγγραφέας επιχειρεί να δώσει ένα χρονικό της μεταπολίτευσης έτσι όπως την έζησε στη διάρκεια των γυμνασιακών της χρόνων. Και στα δύο αυτά βιβλία, τα δύο νήματα, το ατομικό και το ιστορικό, αλληλοδιαπλέκονται, η προσωπική μνήμη μπολιάζεται συνεχώς με τη συλλογική, η οπτική γωνία του αφηγητή δεν στενεύει τον ορίζοντα αλλά αντίθετα πετυχαίνει να δώσει λίγη απ’ τη ζεστασιά και το αίμα της σε μια πιο ευρεία θεώρηση του περιβάλλοντος και των συνθηκών που περιγράφει.
Ένας ουρανός, πολλές καταιγίδες
Κι ενώ η Καστρινάκη βάζει στην αφήγησή της όλα τα γυμνασιακά της χρόνια, κόβοντας έτσι μια χορταστική φέτα χρόνου, ο Αλεξίου επιλέγει να αφηγηθεί μόνο ένα έτος και συγκεκριμένα το 1925, κόβοντας μια στενή φλοίδα χρόνου και προσφέροντάς τη στον αναγνώστη γνωρίζοντας πως ο ουρανός μπορεί να καθρεφτιστεί τόσο σε μια λίμνη όσο και σε μια σταγόνα νερό. Ο συγκεκριμένος μάλιστα ουρανός του 1925 έκρυβε αρκετές καταιγίδες.
Υπάρχουν κεντρικοί και δευτερεύοντες ήρωες, υπάρχουν εγκιβωτισμένες ιστορίες, παρεκβάσεις φιλοσοφικών στοχασμών σε εμφανή διάλογο με τους αντίστοιχους καζαντζακικούς, δραματική ένταση και κορύφωση.
Ο Λευτέρης Αλεξίου, ετών τριανταπέντε εκείνη τη χρονιά, ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παντρεμένος χρόνια με την πολυαγαπημένη του Ψίψη. Σημειωτέον δε πως, παρότι πρόκειται για αυτοβιογραφία, στα πρόσωπα –ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμα εκείνη την εποχή– έχουν δοθεί άλλα ονόματα, έτσι ώστε το κείμενο να μην γίνει «ηδονοβλεπτικό», βορά στην περιέργεια και τα κουτσομπολιά δημοσιογράφων (μια επιλογή που έκαμε κι η Καστρινάκη για να σταματήσω εδώ τον παραλληλισμό των δύο βιβλίων που αυτονόητο θεωρώ πως σε πλείστα άλλα σημεία διαφέρουν).
Παρακολουθεί λοιπόν ο αναγνώστης τα τεκταινόμενα την αφηγούμενη χρονιά (σχολικά επεισόδια, συναντήσεις φίλων, διενέξεις, περιπέτειες στην υγεία μαθητών που παλεύουν με τη φυματίωση, τις κρίσεις της καρδιοπαθούς Ψίψης μέχρι την ύστατη κι ανεπιστρεπτί επιδείνωσή της κατάστασής της) πλεγμένα όλα με διάθεση εξομολογητική και τεχνική μυθιστορηματική. Υπάρχουν κεντρικοί και δευτερεύοντες ήρωες, υπάρχουν εγκιβωτισμένες ιστορίες, παρεκβάσεις φιλοσοφικών στοχασμών σε εμφανή διάλογο με τους αντίστοιχους καζαντζακικούς, δραματική ένταση και κορύφωση, υπάρχει κι η ταυτόχρονη οδήγηση όλων των νημάτων προς κάποιου είδους «τέλος». Άλλωστε, έχοντας πλούσια μουσική παιδεία –ο Αλεξίου έπαιζε βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο– είχα την αίσθηση διαβάζοντας πως παρακολουθώ ένα ορχηστρικό κομμάτι αρκετά σύνθετο και ποτισμένο με εκείνο το συναίσθημα της θλίψης και της απώλειας, ένα συναίσθημα που με αρκετή ακρίβεια ονομάζει ο Χρυσός στην εισαγωγή του «μελαγχολικό πεσιμισμό».
Οι πηγές κι οι εκβολές της μελαγχολίας
Mπορεί μεν οι πατημασιές του Αλεξίου να σβήστηκαν στο πέρασμα του χρόνου, όμως άφησε κι αυτός το ίχνος του μέσω της γλώσσας, μιας γλώσσας πλούσιας και πηγαία δημοτικής, που αναβλύζει σαν καθαρό νεράκι απ’ το κείμενο, ένα ξεδίψασμα χαράς.
Σε αντιδιαστολή με τον αρκετά πετυχημένο Καζαντζάκη, έναν άνθρωπο που ταξίδευε με το νου και το σώμα του σε όλη τη γη, και τα γραπτά του αντανακλούσαν ένα πανόραμα κοσμοθεωριών, ο Αλεξίου δεμένος με το μικρό κομμάτι τόπου και χρόνου που του έλαχαν μοιάζει συνειδητά σκυμμένος πάνω απ’ την καθημερινή βάσανο μιας φούχτας ανθρώπων που έφερε η μοίρα δίπλα του.
Δυο διαφορετικοί, άνθρωποι, δυο διαφορετικοί «δρόμοι», δυο διαφορετικοί εν τέλει συγγραφείς, που ο ένας όμως έχεις την αίσθηση πως αναμφίβολα έριχνε τη σκιά του πάνω στον άλλο σαν ένα υπερβολικά λαμπερό αστέρι –όλη η συντροφιά της Πούλιας μοιάζει να άγεται απ’ το άστρο του Καζαντζάκη– ώστε στο τέλος η ιστορία του λογοτεχνικού σύμπαντος να κρατήσει μόνο το φως και την ανάμνηση του ενός.
Χαίρομαι που δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω αυτό το βιβλίο, που δεν κρύβω πως με συγκίνησε, γιατί συν τοις άλλοις μου είναι αγαπητοί οι μελαγχολικοί και λίγο δύστροποι θιασώτες της διάψευσης, ιδίως όταν αυτή δεν είναι ιδεολογικό αποκούμπι ή λογοτεχνική πόζα αλλά γενναία αποδοχή του πόνου και της ματαιότητας που εμπεριέχει η ζωή. Με παρηγορεί δε το γεγονός πως μπορεί μεν οι πατημασιές του Αλεξίου να σβήστηκαν στο πέρασμα του χρόνου, όμως άφησε κι αυτός το ίχνος του μέσω της γλώσσας, μιας γλώσσας πλούσιας και πηγαία δημοτικής, που αναβλύζει σαν καθαρό νεράκι απ’ το κείμενο, ένα ξεδίψασμα χαράς.
* Η ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Αξέχαστοι καιροί
Χρονικό της νιότης
Λευτέρης Αλεξίου
Καστανιώτης 2014
Σελ. 304, τιμή € 17,04