Επανέκδοση της Πρώτης Αγάπης (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) του Ιωάννη Δ. Κονδυλάκη συνοδευόμενη από μελέτη της Κέλης Δασκαλά.
Του Νίκου Ξένιου
Ο Κονδυλάκης έγραψε την Πρώτη αγάπη λίγο πριν από τον θάνατό του, το 1920: ένα περιστατικό ανολοκλήρωτου έρωτα και πορείας προς την ενηλικίωση που διαδραματίζεται σε χρόνο παρελθόντα (δέκατος ένατος αιώνας) και σε σκηνικό υπαίθρου (ένα χωριό της Κρήτης).
Βασικά γνωρίσματα της άωρης, ανολοκλήρωτης, αταίριαστης αγάπης είναι η αγνότητα και η άρνηση της σαρκικής ηδονής· στην άγουρη αγάπη του Γιώργη ο έρωτας είναι βίωμα συγκρουσιακό, που αποκλείει από τον ορίζοντα πραγμάτωσής του τα συνομήλικα κορίτσια:
Μ’ άρεσαν κατά προτίμηση οι άσπρες και παχουλές, που ’σαν «κοπελιές», τέλεια διαμορφωμένες πια. Τα μικρά κορίτσια, μάλιστα τ’ άνηβα, όχι μόνο δε μ’ άρεσαν, αλλά θαρρώ μάλιστα πως μου ’σαν και λίγο αντιπαθητικά.
Ο αμούστακος ήρωας χρειάζεται τη Λάουρά του, κι έτσι, με ένα αίσθημα που δεν είναι πια «αυτοαγνοούμενο και μιμητικό», παρά περιλαμβάνει την επίγνωση και το γνιάξιμο για τον άλλον άνθρωπο, ερωτεύεται την κατά δεκαπέντε περίπου χρόνια μεγαλύτερή του Βαγγελιώ:
Όταν η αγάπη μου γίνηκε αποκλειστική και σταμάτησε σ’ ένα και μόνο πρόσωπο, άλλαξε και χαρακτήρα κι αίσθημα. Η αγάπη μου γίνηκε ψυχικότερη.
Βασικά γνωρίσματα της άωρης, ανολοκλήρωτης, αταίριαστης αγάπης είναι η αγνότητα και η άρνηση της σαρκικής ηδονής.
Όμως, ο Γιώργης κάνει λάθος. Η «άνδρωσή» του θα επιτευχθεί πολύ αργότερα, όταν θα μεσολαβήσει το βίωμα του θανάτου. Η πραγμάτωση του έρωτά του είναι όνειρο απατηλό, ενώ η Μητέρα κινεί νήματα παρασκηνιακά, μέχρι ν’ αναλάβει δυναμικότερη παρέμβαση ώστε να την παρεμποδίσει:
Μα, καημένο παιδί, μέλι ’χει αυτή η κοπελιά;
Επειδή, όμως, «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», ο Γιώργης επιμένει να συναντά κρυφά τη Βαγγελιώ, παρά τις επίμονες νουθεσίες της παρεμβατικής μάνας:
Παναγία Παρθένα! Θες να με κουζουλάνεις, υγιέ μου, και μου τα λες αυτανά; Για μια ξένη, μωρέ, τυραννάς έτσα τη μάνα σου; Αυτή σου βάνει όλες τσι φτιλιές για να με βγάλεις απού την αγάπη και την απακοή μου.
Ο μελαγχολικός ήρωας
Όταν η αρρώστια φέρνει τον πρώτο του έρωτα κοντά στον θάνατο, το πάθος του νέου άνδρα συγχέεται με τις τύψεις και τον οδηγεί σε επαναπροσδιορισμό του ρόλου του στη ζωή.
Ο Γιώργης κατά την ενήβωσή του διέρχεται όλα τα φυσιολογικά στάδια της ερωτικής ανησυχίας, εκτονώνοντας τη διέγερσή του σε μια σειρά δραστηριότητες «ανάτασης» και μύησης στον ανδρισμό που αναβάλλουν το κατεξοχήν ποθούμενο: την επαφή με το γυμνό σώμα της φαντασίωσης. Ένα σύνολο από ανασταλτικούς αυτής της επαφής παράγοντες ενδοβάλλουν και τελικά επιτυγχάνουν την απομάκρυνση της «ένοχης» και «σιτεμένης» γυναίκας. Η ζωή του είναι ένα γιοφύρι, που πρέπει να θεμελιωθεί σε γερές βάσεις, κατά το πρότυπο του δημοτικού άσματος. Πιθανόν στα θεμέλιά του να πρέπει να στοιχειώσει η πρώτη αγάπη, ώστε ο βίος του να κυλήσει ανενόχλητος σύμφωνα με τις επιλογές του κοινωνικού πλαισίου «ομαλής» ενηλικίωσης. Ο έρωτας του Γιώργη είναι καταδικασμένος γιατί η εικόνα της άρρωστης Βαγγελιώς προσκρούει στην εξιδανικευμένη εικόνα που είχε μέχρι τότε, ενώ παρεμβάλλει ως «πειρασμό» την εικόνα μιας άλλης, νεώτερης, ξανθιάς και σφριγηλής γειτόνισσάς του:
Η μέθη τω φιλιώ της, τω ματιώ και της φωνής της το μάγεμα ξεθύμαιναν μακριά της κι άφηναν να θυμούμαι δυσάρεστες λεπτομέρειες. Όσο θυμόμουνα μάλιστα το αδυνάτισμά της, το ξανθό κορίτσι πλησίαζε να νικήσει στη σύγκριση.
Στο –ορθολογικότερο– ρεαλιστικό σχήμα διέγερσης της καινούργιας γυναίκας που εισβάλλει στο φαντασιακό του Γιωργή, ο Κονδυλάκης επιχειρεί ν’ αναμετρηθεί με το εξιδανικευμένο είδωλο της πρώτης αγαπημένης. Ο ρομαντικός μύθος όμως δεν ανατρέπεται. Διατηρεί τη γοητεία του, σηματοδοτώντας επιπλέον το πέρασμα στον συμβολισμό, καθώς στην αφήγηση παρεισφρέει το ανορθόλογο στοιχείο κι εγκαταλείπεται η ρομαντική λατρεία του άδολου έρωτα.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Γιώργης είναι μια περίπτωση «μελαγχολικού» ήρωα ανάλογου με τη στερεότυπη persona του ευριπίδειου Ιππόλυτου: Όταν η αρρώστια φέρνει τον πρώτο του έρωτα κοντά στον θάνατο, το πάθος του νέου άνδρα συγχέεται με τις τύψεις και τον οδηγεί σε επαναπροσδιορισμό του ρόλου του στη ζωή και, γρήγορα, στο κατώφλι της άρρωστης και στη σύγκρουση των δυο γυναικών. Και οι δύο μετατρέπονται σε μητρικές φιγούρες, η Βαγγελιώ αποκαλεί «παιδί μου» τον αγαπημένο της, ενώ ο Γιωργής επιδίδεται σε διακειμενικές αναφορές[1]:
Το όνειρο (εφιάλτης) του Γιώργη μαρτυρεί την επιρροή του συγγραφέα από τη –νεόκοπη τότε– ψυχαναλυτική θεωρία. Η μεταμόρφωση της (αρχετυπικά όμορφης) Βαγγελιώς σε γυναίκα με σάρκα και οστά που υποφέρει είναι οδυνηρή εμπειρία, και συμπληρώνεται από το βίωμα του ονείρου ως φόβητρο:
Ο Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης
|
Τη νύχτα κείνη είδα στ’ όνειρό μου το Βαγγελιό. Όπως την παράστησε η μητέρα μου, με κρατούσε στα γόνατά της κι αισθανόμουν ότι το σώμα της κάτω από τα φορέματα ήτο μόνο κόκαλα, σκελετός άσαρκος. Το πρόσωπό της το αποσουρωμένο είχε του θανάτου το χρώμα. Φρίκη με κρατούσε κι ήθελα να φύγω από κοντά της, αλλά δεν είχα τη δύναμη. Τα χέρια της, που ’σαν σα μεμβράνες ξερές και ζαρωμένες, με κρατούσαν σα σιδερένια μάγγανα. Μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της και τα κόκαλά της τρίζανε. Με φιλούσε και τα χείλη της ήσαν κρύα· συνάμα η πνοή της μύριζε λιβάνι. Έβαλα όλα μου τα δυνατά να φύγω από την αγκαλιά της, αλλ’ η άρρωστη μ’ έσφιξε δυνατότερα, τόσον που λύγισε το σώμα μου προς τα πίσω. Κι ενώ με κρατούσε, έσκυψε και μου ’πε με το φριχτό της χαμόγελο: - Σιχαίνεσαί με, ε; Σιχαίνεσαί με;
Σ’ αυτό το σημείο η αποπνευμάτωση του έρωτα που η μάνα είχε μεθοδεύσει μέσω της επαφής με μεγαλύτερους άνδρες και της απομάκρυνσης του κανακάρη της στην ορεινή σφαίρα των κυνηγών, θα επανέλθει δριμύτερη, δεδομένου ότι η επαφή του Γιώργη με τη Βαγγελιώ συνιστά ένα πρώτο βίωμα θανάτου: δηλαδή την πραγματική του ενηλικίωση:
Εγώ δεν είμαι μπλιο σ’ αυτό τον κόσμο, θα πει η άρρωστη, και οι τύψεις θα κατακλύσουν τη συνείδηση του νέου άνδρα, η πνευματική εξέλιξη του οποίου τον απομακρύνει από το θρησκευτικό βίωμα και τον οδηγεί σε αγνωστικισμό και αμφισβήτηση της έννοιας της Δικαιοσύνης:
Με τις θρησκευτικές ιδέες, που ’χα τότε, όλα τα θαύματα θεωρούσα δυνατά. Και θ’ άφηνε η δικαιοσύνη του Θεού κι η άπειρη καλοσύνη της Παναγίας να γίνει ένα τόσο μεγάλο άδικο; Τόσοι κακοί άνθρωποι ζούσαν και θα πέθαινε τόσο σκληρά μια κοπελιά που δεν έκαμε κακό ανθρώπου; Πόσες φορές αργότερα μου δόθηκε η αφορμή να κάμω αυτό το συλλογισμό, έως ότου έφτασα στην ανυπαρξία ανώτερης δικαιοσύνης, αλλά και χωρίς να πάψω να πιστεύω στην ανώτερη αξία της καλοσύνης!
Επηρεασμένος από την νατουραλιστική γραφή, ο Κονδυλάκης, προχωρεί σε μια πρωτότυπη αφήγηση με θέμα την αφύπνιση του ερωτικού ενστίκτου, εξιστορώντας τον αγώνα του ήρωα να ισορροπήσει ανάμεσα στην αγάπη για τη μάνα και στον θνησιμιαίο του έρωτα για τη Βαγγελιώ:
Να μη φας πράμα από τα χέρια τση και να μην αφήσεις να σε φιλήσει. Την άλλη βολά που πήες, μην πα και σου ’δωκε πράμα κι ήφαες; Μην πα και σ’ εφίλησε;
Χαρακτηριστικό ρόλο διαδραματίζει ο «μοιράρης», αυτός δηλαδή που λέει τη μοίρα στη Μητέρα:
Όπως παρατηρεί η Κέλυ Δασκαλά στο Επίμετρό της, ήδη έχουν διατυπωθεί προσεγγίσεις[3] του έργου του Κονδυλάκη που βασίζονται στην παρατήρηση ότι η Μητέρα συχνά εμφανίζεται ως κυρίαρχο φάσμα στη γραφή του, σε σημείο να υποκαθιστά την ερωμένη, ή ακόμα και να την αφανίζει, με το ελαφρυντικό της Μητρότητας:
Μεγάλο βάρος έχω στην ψυχή μου, μα ο Θεός θα με συχωρέσει, γιατ’ είμαι μάνα.
«Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα»
Η νόσος του σώματος είναι αρχετυπικού χαρακτήρα και διατρέχει τον Ρομαντισμό, αναδεικνύοντας σε σύμβολο τη μορφή της φθισικής γυναίκας που «δεν προλαβαίνει» να ζήσει τον έρωτά της και σβήνει υπό το κράτος της φυματίωσης.
Η ανθρωπολογική προσέγγιση της νόσου της Βαγγελιώς, καθώς και η εν γένει ερμηνεία της νουβέλας από την Κέλη Δασκαλά εμπλουτίζει την εμπειρία της ανάγνωσης με τον τρόπο που έχει καθιερώσει στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης η Αγγέλα Καστρινάκη, ορμώμενη από την Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου. Βεβαίως, στο κείμενο της κας Δασκαλά δίνεται έκταση στο λογοτεχνικό μοτίβο του έρωτα ενός νεαρού άνδρα προς μια μεγαλύτερή του γυναίκα, κοινό τόπο μιας σειράς κλασικών έργων του δέκατου ένατου, του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα και μοτίβο γνώριμο του κινηματογράφου. Αυτό δεν μας εμποδίζει να υπογραμμίσουμε τη βαρύτητα του μοτίβου της αρρώστιας: η νόσος του σώματος είναι αρχετυπικού χαρακτήρα και διατρέχει τον Ρομαντισμό, αναδεικνύοντας σε σύμβολο τη μορφή της φθισικής γυναίκας που «δεν προλαβαίνει» να ζήσει τον έρωτά της και σβήνει υπό το κράτος της φυματίωσης.
Όσο για το ψυχογράφημα του πρωταγωνιστή, πολλές αναγνώσεις είναι δυνατές. Το περίεργο είναι πως ο Γιώργης δεν έχει επίγνωση του οιδιποδείου του, ούτε ο συγγραφέας αφυπνίζει κάποια μορφή ένστασής του έναντι της μητρικής παρέμβασης. Τα μοναδικά λόγια «κριτικής» και «αμφισβήτησης» εκφωνούνται από τη φθισική Βαγγελιώ, που λίγο πριν πεθάνει απολογείται, συγκρουόμενη με την πεπατημένη αντίληψη της κοινωνίας των «υγιών» συγχωριανών της. Η γειτνίασή της προς τον θάνατο την εξυψώνει πέραν των ανθρωπίνων, την περιβάλλει με μια «φιλοσοφική» αίγλη και την συμβολοποιεί, ως ένα βαθμό. Επιπλέον, η «κουζουλάδα»της είναι μια τρέλα ιερή, μαιναδικού χαρακτήρα:
Εγώ δε φοβούμαι, μπλιο πράμα και κιανένα. Απής μ’ εσίμωσ’ ο Χάρος, θαρρώ σα να μην είμαι μπλιο σε τούτο τον κόσμο και δε λογαριάζω ίντα λένε κι ίντα κάνουν οι γιαθρώποι, γή κακό, γή καλό λένε. Σήμερο μπορώ να βγω στο ψηλότερο δώμα και να φωνάξω στο χωριό την ντροπή μου και την κουζουλάδα μου.
Ο συγγραφέας του Πατούχα
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης γεννήθηκε στη Βιάνο της Κρήτης, που είχε την υπαρξιακή βαρύτητα που για τον Παπαδιαμάντη είχε η Σκιάθος.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που υπέγραφε τα δημοσιεύματά του με διάφορα ψευδώνυμα από το 1889 στις εφημερίδες των Αθηνών «Άστυ», «Σκριπ», «Εστία» και «Εφημερίς», γεννήθηκε στη Βιάνο της Κρήτης, που είχε την υπαρξιακή βαρύτητα που για τον Παπαδιαμάντη είχε η Σκιάθος, για τον Ξενόπουλο η Ζάκυνθος και για τον Θεοτόκη η Κέρκυρα.Το 1884, σε ηλικία 23 χρόνων «μυστακοφόρος και σοβαρός» όπως έλεγε θυμοσοφικά κάπου ό ίδιος, αποφοίτησε από τη Βαρβάκειο Σχολή Αθηνών. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το διήγημα «Η Κρήσσα ορφανή» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εστία». Από το 1885 υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Κρήτη (Μώδι Χανίων). Σε χρονογράφημά του με τίτλο Γιάσναγια - Πολιάνα στη εφημερίδα «Εμπρός» στις 17-12-1917 αναφέρεται με λεπτομέρεια στις παιδαγωγικές αρχές βάσει των οποίων διδάσκονταν οι μαθητές του ομώνυμου σχολείου που είχε ιδρύσει στη Ρωσία ο Τολστόι: «Ουδείς πειθαναγκασμός, ελευθερία απεριόριστος.… Η θέληση και η διάθεσις των παιδίων δεν έπρεπε να πιεσθή δια να μη στρεβλωθή ο φυσικός των χαρακτήρ και να μη στενοχωρηθή και εμποδιστή η φυσιολογική των ανάπτυξις».
Ως λογοτέχνης παρουσιάζεται αρχικά με ηθογραφικά διηγήματα, για να φτάσει σε ένα αξιόλογο μυθιστόρημα, τον Πατούχα, που αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό και δυνατή διαγραφή χαρακτήρων. Συγκεκριμένα παρουσιάζει την ψυχολογία του αγνού ορεσίβιου κρητικού βοσκού του οποίου το αφυπνισμένο ερωτικό ένστικτο είναι το μόνο που θα μπορέσει να τον συνδέσει με την ανθρώπινη ομάδα. Η πεζογραφία του είναι ένας σταθμός απ' όπου, περνώντας η ηθογραφία μας μετεξελίσσεται σε ψυχογραφία, κάτι που φαίνεται και στον Πατούχα και στην Πρώτη αγάπη, η έκταση των οποίων του επιτρέπει να αναπτύξει καλύτερα τις ψυχογραφικές και ψυχολογικές του ικανότητες, εισάγοντας και στοιχεία φροϋδικά, πριν ακόμη γίνει γνωστή η θεωρία του Φρόυντ[4].
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Σελ. 260, τιμή € 9,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Δ. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ