Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η νέα γενιά συγγραφέων είναι πολύ μορφωμένη, πολύ ενημερωμένη για τα διεθνή ρεύματα, πολύ κοντά στο λογοτεχνικά τρέντυ. Έχει πτυχία και μεταπτυχιακά, διαβάζει πολλή ξένη λογοτεχνία, έρχεται σε επαφή με την Ευρώπη και την Αμερική, περιηγείται στον παράλληλο κόσμο του διαδικτύου και διευρύνει τους ορίζοντές της, έχει ποικίλα ενδιαφέροντα και πολλαπλασιάζει συνεχώς το βαρύ υλικό του εγκεφάλου της με πληροφορίες και γνώσεις που αιωρούνται παντού.
Όταν λοιπόν αποφασίζει να μετατρέψει όλα αυτά σε μυθιστόρημα, τίθεται ένα ζήτημα ελ-λογοτεχνισμού του χαοτικού υλικού και μετουσίωσής του σε ένα αρραγές κειμενικό σύμπαν. Ή μήπως η μεταμοντέρνα αισθητική δεν απαιτεί συμπαγείς αφηγήσεις, ούτε οργανική δομή με εσωτερική αλληλουχία και ενδοκειμενικές συνδέσεις; Και τελικά σε τι αποσκοπεί αυτή η αποκέντρωση της αφήγησης;
Μεταμοντέρνος τρόπος
Το σκηνικό αλλάζει συνεχώς, οι αφηγηματικοί τρόποι εναλλάσσονται, τα είδη κειμένων διεισδύουν το ένα στο άλλο, ενίοτε ημιτελή, σε ένα πολυπρισματικό κολλάζ
Το βιβλίο του Λευτέρη Καλοσπύρου ακολουθεί τις μεταμοντέρνες προδιαγραφές της αποσπασματικότητας, της διακειμενικότητας και της αυτοαναφορικότητας. Η οικογένεια Αριθμέντη αποτελείται από τους γονείς και τα δύο μεγάλα πλέον αγόρια της, μια οικογένεια αρχιτεκτόνων όπου τα άρρενα μέλη της είναι και συγγραφείς. Ο αφηγητής βέβαια απλώς δυνάμει, αφού το μόνο που έχει σκαρώσει έως τώρα είναι ένα θεατρικό έργο. Το σκηνικό αλλάζει συνεχώς, οι αφηγηματικοί τρόποι εναλλάσσονται, τα είδη κειμένων διεισδύουν το ένα στο άλλο, ενίοτε ημιτελή, σε ένα πολυπρισματικό κολλάζ που στα καθ' ημάς θυμίζει την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου και τα Πορφυρά γέλια του Μισέλ Φάις.
Η γλώσσα ποικίλλει ανάλογα με το είδος του κειμένου, αλλά κυριαρχεί η προφορική, ενίοτε συντετμημένη και συντομογραφική όπως στα μηνύματα στα κινητά, νεανική ιδιόλεκτος του αφηγητή, που δεν νοιάζεται για την καλλιέπεια, αλλά αφήνει ειρωνικές αιχμές, πλάγιες ματιές και γερές υπονομεύσεις της καθωσπρέπει γλώσσας. Η εντύπωση που αφήνει αυτό το αυτοαναφορικό παιχνίδι, με τα συγγραφικά σχεδιάσματα που κατά καιρούς γράφουν οι συγγραφείς της οικογένειας, είναι μια διαρκής ειρωνεία, μια λογοτεχνική παρωδία και μια μεταμοντέρνα καρναβαλοποίηση της γραφής.
Στην ουσία το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος αποτελεί το εγκιβωτισμένο θεατρικό έργο που γράφει ο Αντρέας Αριθμέντης. Πρόκειται για μια μοναδική οικογένεια, στην οποία οι γονείς Μιχάλης και Μάρθα ανησυχούν για την ιδιοφυΐα της κόρης τους Χριστίνας, η οποία δεν μπορεί να βρει περιβάλλον ανάλογο με την ιδιοσυγκρασία της, και συν τοις άλλοις αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, όταν σκοτώνεται η καλύτερή της φίλη και η μητέρα της σε αυτοκινητικό δυστύχημα (τελικά συνέβη;).
Ιστορίες μέσα στις ιστορίες
Ίσως το βασικό πρόβλημα της πρώτης αυτής απόπειρας του Λ. Καλοσπύρου δεν είναι –κι αυτό αποτελεί λάθος πολλών νέων συγγραφέων- ότι η συγγραφική του φούρια οδηγεί τον τριαντατριάχρονο πεζογράφο στο να παραγεμίσει το κείμενο με γνώσεις, λογοτεχνικά διακείμενα, επιστημονικές αλήθειες, που δείχνουν διάθεση επίδειξης και υπερφορτώνουν το έργο με περιττές λεπτομέρειες, λεπτομέρειες που φαίνονται σαν μεταξωτά μαντίλια πάνω σε στραπατσαρισμένα αυτοκίνητα. Υπό άλλες συνθήκες ο έμπειρος μορφωμένος συγγραφέας δεν δείχνει την παιδεία του, αλλά τη διυλίζει πριν την εντάξει στο σώμα του κειμένου του. Ο άπειρος επείγεται να αποδείξει και να επιδείξει την αξία του με υπερσυσσώρευση.
Οι μεταμοντέρνοι δεν πιστεύουν στο σχέδιο αλλά στο τυχαίο, δεν πιστεύουν στο πρόγραμμα αλλά στο χύδην, δεν πιστεύουν καν στις αντανακλάσεις που να επανερμηνεύουν την πραγματικότητα
Το βασικότερο βέβαια είναι η αποσπασματικότητα, που δυναμιτίζει την οργανικότητα των μερών. Πολλά ένθετα διηγήματα μπήκαν σαν καλοφουσκωμένα μαξιλάρια για να απορροφούν κραδασμούς και κατά βάθος δεν εξυπηρετούν την οικονομία της αφήγησης, αν και προθετικά θα ήθελε ο πεζογράφος να υπάρχει μια υποδόρια σύνδεση. Πρόκειται για μια αδιέξοδη μεταμοντέρνα αισθητική των διαρκών εγκιβωτισμών ("το ιδανικό μυθιστόρημα θα πρέπει να αποτελείται από ιστορίες-μέσα-στις-ιστορίες", σελ. 170), αν μπορούσε να στηριχτεί σε ένα πλέγμα εσωτερικών παραπομπών, πράγμα που ο Λ. Καλοσπύρος αποφεύγει ή δεν πετυχαίνει. Θα την υποστήριζα, αν μπορούσε να δείξει το χάος του κόσμου και της γραφής μέσα από το λογοτεχνικό πλάνο μιας στοχευμένης άρσης της ολότητας. Οι μεταμοντέρνοι όμως δεν πιστεύουν στο σχέδιο αλλά στο τυχαίο, δεν πιστεύουν στο πρόγραμμα αλλά στο χύδην, δεν πιστεύουν καν στις αντανακλάσεις που να επανερμηνεύουν την πραγματικότητα· κι ο Λ. Καλοσπύρος έφτιαξε τον λαβύρινθό του έχοντας πεποίθηση στη νέα (παλιά πλέον) αισθητική.
Οι ήρωές του είναι νάρκισσοι, ελιτιστές που σκέφτονται διανοουμενίστικα, συζητάνε αυτάρεσκα, μιλάνε εξεζητημένα. Είναι μια μεταμοντέρνα κοινωνία που γράφει ημιτελή έργα, γιατί δεν μπορεί να τα ολοκληρώσει, που σκαρφίζεται συνεχώς κείμενα, αλλά ποτέ δεν μπορεί να συνθέσει από τις καλές αρχές, τις έξυπνες ιδέες και τις διακειμενικές αφορμές ένα ολοκληρωμένο έργο.
Κλείνω με τον προβληματισμό που φαίνεται να ξεπετάγεται μέσα από τη συνολική εκτίμηση τέτοιων κειμένων: η μεταμοντέρνα λογοτεχνία αυτού του είδους προωθεί τη σκέψη ή την καθηλώνει σε μια ενδοσκοπική ματιά; Το παιχνίδι της αποσπασματικότητας αντανακλά κοινωνικές τάσεις ή απλώς σκηνοθετεί τον εαυτό του; Μπορεί η λογοτεχνία της αυτοαναφορικότητας να σηκώσει το βάρος της λογοτεχνικής πρωτοπορίας ή είναι καταδικασμένη να βουλιάξει μέσα στην αδράνειά της;
Η μοναδική οικογένεια
Λευτέρης Καλοσπύρος
Πόλις 2013
Σελ. 309, τιμή € 14,00