Του Γ. Ν. Περαντωνάκη
Όνειρο, τρέλα ή πραγματικότητα;Τι πρέπει να πιστέψει ο αναγνώστης απ’ όσα διαβάζει σε ένα μυθιστόρημα;
Με άλλα λόγια, είναι απόλυτη η συναίνεσή του στη σύμβαση ότι όσα βλέπει στις σελίδες ενός λογοτεχνικού έργου είναι και "ποιητική αδεία" πραγματικά, εκτελεσμένα σ’ έναν κόσμο που συντηρεί τις προδιαγραφές τής ενδοκειμενικής του αληθοφάνειας; Ή πρέπει συνεχώς να ανησυχεί ότι ο συγγραφέας τού ετοιμάζει ένα τέχνασμα, όπως στα παιδικά βιβλία όπου αποκαλύπτεται στο τέλος ότι τα πάντα ήταν ένα όνειρο; Αυτό κάνει λ.χ. ο Γ. Μακριδάκης στην “Άλωση της Κωνσταντίας”, καθώς στο τέλος τού βιβλίου του ανατρέπει το όλο πλαίσιο. Κάτι παρόμοιο κάνει κι εδώ ο Δ. Σωτάκης με τον αναξιόπιστο αφηγητή του, ο οποίος μας μεταφέρει μια πραγματικότητα όπως τη συλλαμβάνει, χωρίς καταρχάς να αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες.
Σε ένα απόμακρο χωριό, λοιπόν, τη Θάλχη, όλα κυλούν μακάρια και ανώδυνα, ώσπου ένα ολόκληρο κοπάδι πρόβατα βρίσκεται ακαριαία νεκρό χωρίς εμφανή λόγο θανάτου. Σταδιακά και οι άνθρωποι πέφτουν ημιθανείς, φλέγονται χωρίς το θερμόμετρο να δείχνει πυρετό, ζουν δίχως να βρίσκονται σε επαφή με το περιβάλλον κ.ά. Η ιατρική σηκώνει τα χέρια ψηλά, μια αποστολή με αρρώστους που φεύγει προς τη μεγάλη πόλη τού Μόγνα δεν επιστρέφει, άλλοι που έμειναν πίσω καταλήγουν, το χωριό βρίσκεται σ’ ένα ναρκωμένο παραλήρημα, η μάγισσα του διπλανού χωριού μιλάει διφορούμενα κι ο Μάριος που αφηγείται την ιστορία βλέπει το αδιέξοδο να είναι οριστικό.
Όποιος διαβάζει Δημήτρη Σωτάκη, θα αντιληφθεί τον οριακό κόσμο στον οποίο στήνει τα μυθιστορήματά του. Κι εκεί ανάμεσα στο απόλυτα, ρεαλιστικά, πραγματικό και στο μετέωρα εξωπραγματικό, κυριαρχεί μια εμμονή, συχνά καφκικού τύπου, που διαστρεβλώνει τον κόσμο, ειδικά στα μάτια τού αφηγητή και κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος εκλαμβάνει την πραγματικότητα με το παραμορφωτικό πρίσμα της προσωπικής του ιδεοληψίας. Στα προηγούμενα έργα του, η “πράσινη πόρτα” γίνεται φαντασιακός στόχος, η “παραφωνία” αποβαίνει εγκληματική ενέργεια που περιθωριοποιεί και εξοντώνει τον ήρωα, το δωμάτιο γεμίζει με αντικείμενα μέχρις αδυναμίας του πρωταγωνιστή να αναπνεύσει… Στα βιβλία τού συγγραφέα παρελαύνουν παράδοξες εμμονές που εμφανίζονται σε φυσιολογικούς μέσους ανθρώπους, σαν ο πεζογράφος να μας κλείνει το μάτι, υπονοώντας ότι κανείς δεν είναι η απόλυτη κανονικότητα, κανείς δεν μπορεί να ζήσει σε αγαστή ισορροπία μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού κόσμου του.
Στον “θάνατο των ανθρώπων” η αφήγηση κυλάει ράθυμα αλλά όχι βαρετά, καθώς το μυστήριο με τους αδόκητους θανάτους κρατά την ανάγνωση σε εγρήγορση. Το αδιέξοδο φαντάζει αναπόφευκτο, αλλά όλο και κάποια εξήγηση στο ανεξήγητο ελπίζουμε, αν και η σωτακική συνταγή δεν μας κάνει να ευελπιστούμε. Και το τέλος γκρεμίζει όλες τις βεβαιότητες. Εν κατακλείδι, τι σημαίνει αυτή η αυτοαναιρούμενη αφήγηση; Ήταν απλώς μια τεταμένη ιστορία που στο τέλος ξαναγυρίζει τους πάντες στους πρότερούς τους ρυθμούς; Ή μήπως η τρέλα τού αφηγητή μπορεί να υπονοεί κάτι άλλο;
Ο βασικός προβληματισμός μου είναι αν όλα αυτά που αποδεικνύονται καταληκτικά μια αυταπάτη είναι ένα μυθιστορηματικό παιχνίδι και μόνο. Αν ισχύει αυτό, τότε απολαύσαμε μια ωραία ιστορία, γραμμένη με το ιδιαίτερο κλίμα που πολύ τεχνηέντως πέτυχε ο συγγραφέας, μπήκαμε ολόκορμοι στο κλίμα της Θάλχης, πιστέψαμε ολοκληρωτικά ότι κάτι αλλόκοτο συμβαίνει με τον θάνατο να χτυπά ανεξήγητα τα θύματά του, και στο τέλος μάθαμε τι πραγματικά συμβαίνει, όχι στην εξωτερική πραγματικότητα αλλά στο αφηγηματικό μάτι που την κοιτάζει.
Θα ήθελα προσωπικά να μην είναι απλώς και μόνο αυτό. Δεν θα ήθελα να μείνω σε μια μεταμοντέρνα αφηγηματική σκανδαλιά που τελικά ξεμπροστιάζει τις μυθοπλαστικές της αταξίες. Θα ήθελα να βρω μέσα στο κείμενο κάτι άλλο, κι αυτό που σκέφτηκα δεν ξέρω αν είναι προϊόν του ίδιου του κειμένου ή της δικής μου ευφάνταστης αναζήτησης. Μήπως λ.χ. ο θάνατος δεν είναι μια πραγματικότητα, λέει κλείνοντας το μάτι ο Δ. Σωτάκης, αλλά μια επώδυνη αδυναμία του ανθρώπου να δει φίλους, γνωστούς, συγγενείς να φεύγουν από τη ζωή του, ενώ στην ουσία συνεχίζουν να ζουν τη δική τους ζωή; Πεθαίνει δηλαδή όποιος εξαφανίζεται, πεθαίνει στη συνείδησή μας, η οποία όμως δεν είναι πάντα φερέγγυα;