Του Γ. Ν. Περαντωνάκη
Από τη μνήμη στη φαντασία και το αντίστροφο
Θα ήταν ενδιαφέρον να ελέγξει κανείς πώς οι απόψεις που εκφράζονται στις βιβλιοκρισίες ενός κριτικού ή στις κατά καιρούς εκδιδόμενες επιφυλλίδες του εφαρμόζονται στα λογοτεχνικά του κείμενα, όταν βέβαια τυγχάνει να είναι ο ίδιος και συγγραφέας.
Φυσικά, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να μετατρέψει τις θεωρητικές του ιδέες σε λογοτεχνική γραφή ή αν οι συνειδητές του σκέψεις δεν αλλάζουν ρότα, όταν μεσολαβεί η συνυποδηλωτική γλώσσα, η συναισθηματική φόρτιση και η ανάγκη για ύφος, για ατμόσφαιρα, για αφηγηματικές διαδρομές.
Ας αφήσω αυτή τη θεωρητική υπόθεση κι ας σκύψω στα ίδια τα διηγήματα ενός από τους πιο εύστοχους και αιχμηρούς κριτικούς τής σύγχρονης Ελλάδας, διηγήματα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Η ποικιλία τους βρίσκει ομοιογένεια σε έναν λόγο, που αφενός διαδίδει την πολυμάθεια του δημιουργού του και αφετέρου -στη δοκιμιακή του χροιά- διαλαλεί το γραπτό ύφος που υποτάσσει όλα τα πιθανά άλλα.
Το πρώτο, η “Φυσαλία η Καλλιαύχην”, αποτελεί ένα οικολογικό θρίλερ, όπου το είδος αυτής της επιθετικής και θανατηφόρας τσούχτρας μεταφέρεται ή δημιουργείται γενετικά στις ακτές ενός νησιού τής Ελλάδας, με θεαματικά αποτελέσματα για τη ζωή τής κοινωνίας. Στο ίδιο στυλ, αυτό του οικο-φανταστικού, ανήκει και η “Φώκια”, όπου ο εκπαιδευτής φωκιών αναρωτιέται γιατί δεν τον υπακούουν πλέον οι φώκιες του, χωρίς να ξέρει πόσο ο ίδιος έχει σταδιακά αλλάξει. Το φανταστικό υπηρετείται από τον Δ. Κούρτοβικ –και θα είχε ενδιαφέρον να δούμε γιατί τον θέλγει αυτό το είδος λογοτεχνίας- και με “Το άλλο μονοπάτι”, όπου ένα ζευγάρι κατεβαίνει από τη Χώρα στο ξενοδοχείο του και ακολουθώντας το λανθασμένο μονοπάτι συναντάει μια οθωμανική βρύση, η οποία, απ’ ό,τι γίνεται γνωστό αργότερα, δεν θα έπρεπε να υπάρχει, αφού έχει καταστραφεί από την εποχή του πολέμου, φορτωμένη από τοπικούς θρύλους και δεισιδαιμονίες.
Η προσπάθεια του συγγραφέα όχι μόνο να πλάσει και να παρουσιάσει μια φανταστική ιστορία αλλά και να τη σχολιάσει φαίνεται στα “Αντιξόρκια”. Εκεί κονταροχτυπιούνται δύο απόψεις, αυτή που λέει ότι είναι κατάρα να προσπαθείς να μετατρέψεις σε μεταφυσικό λογοτέχνημα μια πραγματική ιστορία χαμένων ψυχών και την άλλη που αντιτείνει ότι έτσι δεν τις αφήνεις να περιπλανιόνται, χωρίς να τους αποδίδεις τη δέουσα προσοχή όπως αυτή που η τέχνη (δημοτικό τραγούδι, νουβέλα κ.λπ.) μπορεί να δείξει. Πρόκειται για ένα αυτοαναφορικό διήγημα που αφενός παρουσιάζει την προσπάθεια του συγγραφέα να μυθοποιήσει μια ιστορική αφήγηση για τη Δραγονέρα και αφετέρου να προβληματίζεται για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η απόπειρα στην επικοινωνία τού επέκεινα με τον εδώ κόσμο. Ανάλογα αυτοαναφορικό είναι και το “Απ’ έξω”: εκεί ο αφηγητής, που είναι πάλι διηγηματογράφος, εξηγεί πώς προσπάθησε να γράψει ένα διήγημα με θέμα τον Άλλο, πώς δηλαδή τα ερεθίσματα από τη γειτονιά του θα μπορούσαν να μετατραπούν σε “γραπτή ύλη” και να εκφράσουν την καθημερινή σχέση των ντόπιων με τους αλλοδαπούς.
Τα “Σύνορα” αντίθετα είναι ένα ταξιδιωτικό δοκίμιο που πραγματεύεται την έννοια των διακρατικών συνόρων και των αλλαγών, που αυτά προοιωνίζονται όταν κανείς περνά από τη μία κουλτούρα στην άλλη. Στο ίδιο μήκος μιας στοχαστικής περιηγητικής ματιάς κινείται και “Το στεγνωμένο δάκρυ” που πραγματεύεται την απλότητα με την οποία βλέπουν τη ζωή οι Δανοί. Αντίστοιχα, οι “Ξυλοκόποι” είναι μια ήπια εξύμνηση της σχέσης των Φινλανδών με τη φύση, μια σχέση που δεν έχει ψευτοοικολογικές βάσεις, αλλά στηρίζεται στη ζωντανή επαφή μαζί της. Αυτήν την προσπάθεια προσέγγισης του Άλλου με ένα καθαρό θα έλεγα δοκίμιο επιχειρεί ο Κούρτοβικ στο “Και όμως”, όπου η έννοια της διαφορετικότητας με όλο τον σεβασμό και την απόσταση, που διακρίνει όποιον την επικαλείται, και την αίσθηση του διαφορετικού, που έχει κάθε ομάδα ανθρώπων για τους άλλους, είναι πολύσημη και εν μέρει αόριστη. Κι όταν τα πράγματα αντιστρέφονται με μια λοξή ειρωνεία, ο Έλληνας άνεργος φεύγει μετανάστης και συλλαμβάνεται από τον Αλβανό συνοριοφύλακα! Ο άλλος είναι το “εγώ” στην ξένη χώρα, και μάλιστα αυτή που κάποτε δεχόταν τα ρατσιστικά του πυρά (στα “Σημάδια από δαχτυλίδια”).
Άλλου είδους διήγημα είναι αυτό που λειτουργεί με τη μεταμοντέρνα ματιά πάνω στο παραδοσιακό είδος τού ιστορικού και του βιογραφικού κειμένου. “Ο Κρέκας στους Ολυμπιακούς Αγώνες” επιχειρεί κάτι που θα το ξαναδούμε αργότερα στον Θ. Βαλτινό: φτιάχνει μια εθνική φυσιογνωμία, στηριγμένη σε ιστορικά γεγονότα των πρώτων χρόνων μετά την Κατοχή, η οποία παρότι πλαστή παρουσιάζεται τόσο αληθινή, χάρη στη βιογραφική συνέπεια και στην ιστορική εντρύφηση, τέτοια που θα έκανε όλους να πιστέψουν ότι ο Κρέκας υπήρξε και έδρασε πίσω από τη λάμψη των νικητών, χωρίς όμως να αφήσει τα ίχνη του στις λίστες των μεταλλιούχων.
Γαστρονομικής κοπής αλλά στην ουσία πατριδογνωστικό είναι το διήγημα που έδωσε το όνομά του στη συλλογή. Το “Λαχανόρυζο του Σταυρού” κάνει μια περιήγηση σε φαγητά τής ελληνικής παράδοσης, άλλα από τα οποία προσεγγίζονται με βάση το άκουσμα της λέξης κι άλλα με την οσφρητική δύναμη των μυρωδιών που αναδίδουν. Στο πλαίσιο είτε της προσωπικής μνήμης από τα παιδικά του χρόνια ή της μεταμνήμης των ιστορικών γεγονότων τα οποία ο αφηγητής έμαθε από αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων ανήκουν η “Εύθυμος μνεία”, που αναφέρεται σε έναν πολυτεχνίτη επιβιωσία, ο οποίος κατάφερε να τιμηθεί χωρίς να έχει πολεμήσει, “Τα δικά μου Δεκεμβριανά”, στο οποίο ο διηγηματογράφος μεταφέρει αναμνήσεις των δικών του από τα Σεπόλια της εποχής εκείνης και τέλος το “Αναζητώντας χαμένα οικόπεδα”, το οποίο αναπολεί τα παιδικά χρόνια της Αίγινας. Από την άλλη, το “Κλασικό αίσθημα” είναι ένα επιστολικό διήγημα (ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) που αναφέρεται στην απώλεια και στην εγκατάλειψη. Τα τελευταία διηγήματα είναι μάλλον αδιάφορα από λογοτεχνικής ή ιδεολογικής άποψης. Δεν συνόψισα την υπόθεση κάθε διηγήματος, απλώς για να μείνω στην απόδοση της ιστορίας, αλλά κυρίως για να επικεντρωθώ στην αφηγηματική ματιά που παρακολουθεί το θέμα και στον τρόπο με τον οποίο τα βιώματα μετατρέπονται σε θεωρητικούς προβληματισμούς. Η αφηγηματική ικανότητα του Δ. Κούρτοβικ στηρίζεται στη σύνδεση των γεγονότων με τον ειρμό που δημιουργεί η σκέψη τού αφηγητή. Έτσι, μια απλή ιστορία, με μικρές αναχρονίες, απλώνεται και αποκτά βάθος χάρη στα σχόλια, μικρά και επαρκώς ενταγμένα στην αφήγηση, που προσδίδουν στην ιστορία ένα δεύτερο επίπεδο σκέψης και κατανόησης του κόσμου. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα μεταμοντέρνο μίγμα αυτοβιογραφικών ενσταντανέ και συνειρμικών σχολίων, αναμνήσεων που αποτέλεσαν διαχρονικής αξίας βιώματα και αναστοχαστικών σκέψεων που προσδίδουν στην πρώτη ύλη μετααφηγηματικό βάθος. Για πολλούς η εμφιλοχώρηση της δοκιμιακής γλώσσας στην αφήγηση μπορεί να σημαίνει αλλοίωση της πεζογραφίας, αλλά για μένα, όταν γίνεται με θελκτικό τρόπο, ισοδυναμεί με γόνιμη χρήση των μεταμοντέρνων τρόπων, που δοκιμάζονται στα θέματα της εποχής μας. Η απλή αφήγηση προσφέρει τη δική της κατά Μπαρτ ηδονή, αλλά η σχολιασμένη κάνει τον αφηγητή το πρίσμα που ρητά θα ξαναβαφτίσει όσα έζησε στην κολυμπήθρα τής δικής του ματιάς. Έτσι, αυτός αποκτά τη διπλή διάσταση του πρωταγωνιστή αλλά και του σχολιαστή των γεγονότων, του αφηγητή αλλά και του μετα-αφηγητή που ανάγει το βίωμα, υπαρκτό ή φανταστικό, σε λογοτεχνικό σχόλιο της ζωής.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ