Του Γ. Ν. Περαντωνάκη
Η ηδονή δεν είναι απλώς η σωματική απόλαυση αλλά και το παιχνίδι τού νου να γεννά φαντασιώσεις. Και δεν πρόκειται μόνο για τη σεξουαλική διέγερση, αλλά και για τη συγγραφική οιστρηλασία που στήνει ιστορίες, ξεσηκώνει τους ήρωες και τις ηρωίδες και τις συστήνει στον πειρασμό, σαν αυτός να είναι ο ιδανικός τους άγγελος.
Κάπως έτσι μπαίνει στην εφηβεία η δεκατριάχρονη Ειρήνη, όταν πρωτογνωρίζει τι σημαίνει περίοδος, από την κακή όσον αφορά στον πόνο, αλλά κι από την καλή όσον αφορά στη δυνατότητα για μια γλυκιά λιγούρα. Ο άγγελός της την προειδοποιεί και προσπαθεί με κάθε τρόπο να την αποτρέψει από τη γλύκα τής ακόρεστης ηδονοθηρίας που δεν σταματά ποτέ να ζητά να ταΐσει τα “χείλη του λαγού”, ενώ ο δαίμονας του γλυκού με μαγικό τρόπο την κάνει για πάντα εξάρτημα της λαγνείας. Το πρώτο διήγημα τελειώνει με την υπόσχεση μιας απαγορευμένης όσο και ελκτικής επαναλαμβανόμενης έξης.
Το δεύτερο αναφέρεται σε έναν κρατούμενο, ο οποίος κατηγορεί τη μοίρα του, καθώς βρέθηκε στη φυλακή από ερωτική ακράτεια. Για όλα, όπως ισχυρίζεται, φταίνε τα βιβλία, μέσα στα οποία γνώρισε από μικρός τη γυναικεία ανατομία και οσφράνθηκε τις μυρωδιές που ανέδιδαν οι λέξεις, και οι βιβλιοθήκες, στις οποίες πρωτογνώρισε τη σεξουαλική “ομιλία”. Έτσι, στο μυαλό του οι λέξεις και οι μυρωδιές, τα βιβλία και η γυναίκα έγιναν ένα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να δείξει αυτοσυγκράτηση...
Στο τρίτο διήγημα, ο ώριμος κύριος Χάρης, συντηρητής αρχαιοτήτων, γνωρίζει τη νεαρή φοιτήτρια Όλγα, την οποία και ερωτεύεται. Συντρώγουν, συζητάνε, κάνουν περιπάτους, κι έτσι μαθαίνει από αυτήν να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει ακόμα και πάνω από τα τραπέζια ή ψηλά στα δέντρα. Σε έναν περίπατό τους στον Λυκαβηττό ο κύριος Χάρης δοκιμάζει να πετάξει αλλά η πτώση, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι αναπόφευκτη.
Η γραφή του Γ. Γιατρομανωλάκη είναι σαφώς επηρεασμένη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, καθώς ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στα δύο πρώτα διηγήματα την καθαρεύουσα σαν διεγερτικό όργανο και τις λέξεις ως σημαίνοντα ικανά να εξάψουν το μυαλό και το σώμα, όπως και τα αντίστοιχα σημαινόμενά τους. Η ανοίκεια υφή των επιστημονικοφανών λέξεων της λόγιας γλώσσας, όπως αναφύεται από τα ιατρικά συγγράμματα και κυρίως από τα χωρίς της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, δίνουν στην ερωτική πράξη τη μέθη μιας απόλαυσης που ξεφεύγει από το συνηθισμένο καθημερινό λεξιλόγιο και γι’ αυτό φουντώνει τις αισθήσεις και τη φαντασία πολύ περισσότερο από κάθε αισθησιακή εικόνα. Η διακειμενικότητα χρησιμοποιείται με σοβαροφάνεια, η οποία ωστόσο υπηρετεί ποταπότερες ενασχολήσεις.
Κι αυτή η διαφορά ανάμεσα στη σοβαρή γλώσσα των λογίων και των παλιών συγγραφέων και στα νοήματα που ξεπροβάλλουν από τις έμμεσες συνδηλώσεις και τα περίτεχνα υπονοούμενα τονίζονται από τη λόγια ειρωνεία που συναντά κανείς στα διηγήματα του Γ. Γιατρομανωλάκη. Η γλωσσική υφοποίηση δείχνει την αποστασιοποίηση του αφηγητή από τις παλιότερες ηθικιστικές αντιλήψεις και τις διδακτικές νουθεσίες ενός παρωχημένου και αφελούς τρόπου ζωής.
Για τον συγγραφέα, ο έρωτας, πνευματικός ή σαρκικός, είναι απόλαυση, φυγή, αφύπνιση, πέταγμα αλλά και καταστροφή που έρχεται απότομα σαν πτώση ή σαν εγκλωβισμός, σαν κατακρήμνιση ή σαν εξάρτηση. Τα διηγήματά του είναι συνάμα ερεθιστικά και λόγια, νωχελικά και στοχαστικά, ειρωνικά και απολαυστικά, που καταφέρνουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ηδονή και την επικινδυνότητα του έρωτα.
TA ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗ