Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Όλα στηρίζονται σε ένα «αν», ή σε πολλά, να θέλετε. Όλα στηρίζονται σε μερικές δυνητικές οριστικές: «θα έβγαζε την μπλούζα», «θα προσπαθούσα να μην κάνω θόρυβο», «θα ντυνόμουν και θα έφευγα» κ.λπ., οι οποίες υποδεικνύουν στο ασκημένο μάτι το μη πραγματικό, αυτό που δεν υλοποιήθηκε και έμεινε για πάντα μια ιμερική επιθυμία, ένα βαθύτερο απωθημένο· ίσως και μια δόση εικασιών για το τι θα γινόταν αν η πορεία των γεγονότων ακολουθούσε άλλη ρότα.
Η οπτική γωνία που προδιέγραψα αφορά στον τριανταεφτάχρονο αφηγητή που λέκτορας πλέον ξανακοιτάζει τις σημειώσεις της διατριβής του πάνω στις Απόψεις ενός κλόουν (1963) του Χάινριχ Μπελ, προκειμένου να την εκδώσει σε βιβλίο. Σ’ αυτή την πνευματική ενασχόληση παρεμβάλλονται οι ερωτικές του περιπέτειες, άλλες πρόσφατες με μια νεαρή φοιτήτρια κι άλλες κομμάτια αναμνήσεων που ξεκινούν από τη Βίκη, σύντροφο των φοιτητικών του χρόνων, ώς τη Γεωργία, παλιά φίλη και συνάδελφο όσο καιρό αυτός υπηρέτησε στα λύκεια της χώρας. Την τελευταία ξανασυναντά τυχαία, παντρεμένη πλέον με έναν φαρμακοποιό στην Κρήτη και μητέρα δύο παιδιών. Αυτή η συνάντηση ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, που υφαίνουν τον μίτο ψυχικών απωλειών και ερωτικών ματαιοτήτων.
Κι έτσι θα τελείωνε γρήγορα η αναγνωστική απόλαυση, θα έμενε μόνο σε έναν καλοδουλεμένο λόγο που με σταθερό ρυθμό παρακολουθεί γεγονότα, τα συνδέει με τις μνήμες και στήνει πάνω τους γέφυρες και σκέψεις. Θα τελείωνε το μυθοπλαστικό γενέσθαι, αν δεν φρόντιζε ο συγγραφέας να θωρακίσει τη νουβέλα του με τρία βιβλία τα οποία διακειμενικά δίνουν στον αναγνώστη κλειδιά για να σπάσει τους κωδικούς. Αφενός το βιβλίο του Χ. Μπελ στίζει το κείμενο, υπονοώντας την καθοριστική του παρουσία στην ερμηνεία της νουβέλας του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, κι αφετέρου η Μαντάμ Μποβαρί (1856) του Γκουστάβ Φλωμπέρ υποδεικνύει απιστίες που επιχειρούν μια διέξοδο από την ασφυξία του γάμου και τέλος ο Θάνατος στη Βενετία (1912) του Τόμας Μαν, που μελετά η Γεωργία, φωτίζει λοξά τον έρωτα ως ματαιότητα.
Φαινομενικά το βιβλίο του Ιάκωβου Ανυφαντάκη είναι μια ωδή στους έρωτες που περνάνε.
Πολυπρισματική αφήγηση
Τα κείμενα αυτά, τα οποία έρχονται από το παρελθόν -σε διάστημα μισού αιώνα το ένα από το άλλο- να χαράξουν το μονοπάτι της νουβέλας, ορίζουν τα πρίσματα θέασής της. Ο κλόουν του Χ. Μπελ, αποφάσισε να βγάλει τη γλώσσα του στην κοινωνική υποκρισία, αλλά τι συμβαίνει όταν η αγάπη του, η Μαρί, τον εγκαταλείπει για να συμβιβαστεί μέσα στον γάμο της; Ο ίδιος μένει κλόουν και στη ζωή. Το ίδιο δεν συμβαίνει όμως και στις Αλεπούδες στην πλαγιά με τον πρωταγωνιστή, του οποίου η επί καιρό αγάπη, η Γεωργία, δεν συμβιβάζεται πρώτα με έναν σύντροφο ο οποίος την δέρνει κι έπειτα με μια οικογένεια που την αφήνει ανικανοποίητη; Κι αν Μαντάμ Μποβαρί χαρακτηρίζεται η ερωτύλη Βίκη, μήπως δεν είναι κάτι ανάλογο ο πρωταγωνιστής που θυμάται τακτικά την πόρνη Μισέλ; Mήπως μέσω αυτού του βιβλίου δεν αντιπαρατίθεται ο συμβιβασμένος γάμος της Γεωργίας με μια πιο έντονη, αλλά “ανήθικη” απιστία, που ποτέ δεν ήλθε;
Φαινομενικά το βιβλίο του Ιάκωβου Ανυφαντάκη είναι μια ωδή στους έρωτες που περνάνε, που χορταίνουν σώματα, που αφήνουν αναμνήσεις. Αυτό θα ήταν πολύ λίγο, θα θύμιζε έμμονη ερωτική προσκόλληση, χωρίς ωμές σκηνές αλλά με την εσάνς του λογοτεχνικού ερωτισμού. Σε βαθύτερο όμως επίπεδο είναι προβολή μιας αντίθεσης, αυτής ανάμεσα στον κομφορμισμό που δεν αντέχεται και στην ερωτικότητα που συνεχώς προκαλεί. Ο ρυθμός της αφήγησης είναι καλά υπολογισμένος, με ισορροπία ανάμεσα στα γεγονότα και στις σκέψεις του αφηγητή, η γλώσσα καθοδηγεί την υπόθεση… Όλα αυτά καθιστούν το πρωτόλειο του τριαντάχρονου συγγραφέα μια καλή αρχή, μια σαφή ένδειξη για τις δυνατότητές του στο μέλλον.
Αλεπούδες στην πλαγιά
Ιάκωβος Ανυφαντάκης
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Σελ. 117, τιμή € 7,90