Του Παναγιώτη Γούτα
Η μικρή φόρμα, το μικροδιήγημα, η μικρή ιστορία είναι πάντα ένα ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό λογοτεχνικό είδος και όσοι ασχολούνται μαζί του θα πρέπει να είναι μάστορες του είδους για να έχουν τα επιθυμητά συγγραφικά αποτελέσματα. Ο Κάφκα, ο Τσέχωφ, ο Μπόρχες αποδείχτηκαν εξαιρετικοί εργάτες και δημιουργοί, συνθέτοντας μικρά κείμενα ή ιστορίες αξιοσημείωτης πύκνωσης και δραστικότητας.
Η μικρή φόρμα επιμένει
Στην Ελλάδα σημαντικοί δημιουργοί, όχι πάντα ιδιαίτερα γνωστοί στο ευρύτερο κοινό, ασχολήθηκαν με επιτυχία με το είδος, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Τα κείμενά τους μπορεί να μην είχαν την απαιτούμενη εμπορική επιτυχία, αφού ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού –όχι πάντα το πιο μυημένο και ψαγμένο– στράφηκε εμφατικά στο ογκώδες μυθιστόρημα, ιδίως το ιστορικό, όμως είχαν συχνά λογοτεχνική επιτυχία και μια σχετική αποδοχή της κριτικής. Προσπερνώντας την, κατά τη γνώμη μου, κορυφαία εν ζωή τριάδα των διηγηματογράφων μας (Σφυρίδης, Παπαδημητρακόπουλος, Μηλιώνης) που ασχολήθηκαν και ασχολούνται επιτυχώς με το μικρό ή μεγάλης έκτασης διήγημα, αξίζει να αναφερθούν και ονόματα όπως των Δαμιανίδη, Ριτσώνη, Γκόζη, Καλούτσα, Τσιαμπούση, Σαρίκα, Δημητρίου, Σκαμπαρδώνη και αρκετών ακόμη. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης με τον Σωτήρη Δημητρίου, έδωσαν στη μικρή φόρμα μια καινούρια διάσταση, ξεπερνώντας έναν στείρο και επίπεδο αφηγηματικό ρεαλισμό, και δημιούργησαν μικρά, κομψά λογοτεχνικά διαμάντια, που ανέλπιστα βρήκαν και εμπορική επιτυχία λόγω της δύναμης της γραφής τους, της λοξής και ειρωνικής ματιάς τους σε πρόσωπα και πράγματα της εποχής μας, αλλά και μιας πολύ ενδιαφέρουσας ντοπιολαλιάς που την κατέγραψαν με πειστικό τρόπο (ο Δημητρίου).
Πίσω από τον κυνισμό και την αθυροστομία του συγγραφέα συχνά κρύβεται ένα ευαίσθητο και τρυφερό βλέμμα
Delivery boy
Ο Ηλίας Κουτσούκος (Αθήνα, 1950) με το τελευταίο του βιβλίο Delivery boy συνομιλεί εκλεκτικά τόσο με τον Σκαμπαρδώνη όσο και με τον Δημητρίου, δίχως όμως να φτάσει στις κορυφώσεις και εντάσεις της διηγηματογραφίας τους. Στο παρελθόν έγραψε και διηγήματα ή νουβέλες, όμως το λογοτεχνικό είδος που του ταιριάζει καλύτερα φαίνεται πως είναι το μικροδιήγημα, το μικρό, περιεκτικό αφήγημα, τριτοπρόσωπο ή πρωτοπρόσωπο, όπως άλλωστε έκανε και παλιότερα με την πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή του «Καλύτερα να νικούσαν οι κόκκινοι» (Νεφέλη, 1991). Ενώ φαινομενικά από κείνα τα παλιά του κείμενα δεν δείχνει να άλλαξε σημαντικά η γραφή του, σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης των ιστοριών του διαπιστώνει κανείς πως υπάρχει μεγαλύτερη πύκνωση, μεγαλύτερη αφαίρεση, ενώ το πεζό κείμενο πλέον απογειώνεται στο επιμύθιό του είτε από κάποια φράση-σύμβολο, που συχνά αποτελεί τον τίτλο της εκάστοτε ιστορίας, ή από κάποια πετυχημένη ατάκα, που λειτουργεί (όχι πάντα με την ίδια επιτυχία) ως ηλεκτρική εκκένωση διαπερνώντας την ψυχή και τους αισθητήρες του αναγνώστη. Οι ήρωές του στην πλειοψηφία τους είναι άνθρωποι καθημερινοί, ελαφρώς λούμπεν ή παρακμιακοί τύποι που συχνά επιμένουν με αδόκιμο ή αλλοπρόσαλλο τρόπο να κρατηθούν όπως όπως από τη ζωή. Παλιοί αριστεροί, συνταξιούχοι, εργένηδες, γυναίκες οδηγοί αστικών λεωφορείων που στέλνουν ερωτικά κάποιους που κοκορεύονται για τις ερωτικές τους επιδόσεις, σαλοί μοναχοί και κυνικοί συγγραφείς που αποστρέφονται τη δημιουργική γραφή, χοντροί πενηντάρηδες με τέσσερα μπάι-πας, εραστές του ωραίου, γέροι που πεθαίνουν σε παγκάκια του πάρκου Πολιτισμού ή αγόρια που δουλεύουν ως ντελίβερι και έρχονται κατάφατσα με τη σκληρή μοίρα και με καλοντυμένους τύπους μάτσο με Μερσεντές, που τους χτυπούν στην άσφαλτο και έχουν πάντα το βολικό άλλοθι των κατά συρροή εγκλημάτων τους. Εκτός από τις ιστορίες που εκβιάζονται τρόπον τινά από τον συγγραφέα για να προκύψει η αφηγηματική ατάκα ή που λειτουργούν ως ανεκδοτολογικού τύπου κείμενα, όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή τα περισσότερα της συλλογής, έχουν μεστή και πυκνή γλώσσα, ωραίους διαλόγους, αυθεντικότητα και αληθοφάνεια, πείθουν ως κείμενα, ενώ πίσω από τον κυνισμό και την αθυροστομία του συγγραφέα συχνά κρύβεται ένα ευαίσθητο και τρυφερό βλέμμα, που ματώνει με την κατάντια της σημερινής Ελλάδας. Αντιγράφω το τελευταίο κείμενο της συλλογής, που ο Κουτσούκος το τιτλοφορεί ΤΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Δεκαεννιά χρόνων παιδί από τη Βενετία ερωτεύτηκε παράφορα τη Μαντόνα του κι αυτή τον έστειλε Σταυροφόρο να πεθάνει στην Παλαιστίνη...
Το παντοπωλείο
Η γραφή του Ρούσσου δημιουργεί ένα παράξενα γοητευτικό κλίμα και φλερτάρει με την ψυχανάλυση
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Νίκος Ρούσσος (γεννημένος και μεγαλωμένος στη Ζάκυνθο, όπου ζει τα τελευταία επτά χρόνια εργαζόμενος ως ψυχολόγος) κατέθεσε πρόσφατα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με 27 αυτοτελείς ιστορίες απροσδόκητης προσωπικής ανακάλυψης, όπως πολύ εύστοχα και με ακρίβεια τις προσδιορίζει, κάτω από τον γενικό τίτλο Το παντοπωλείο, και τυπωμένες από τις καλαίσθητες εκδόσεις Ιβίσκος. Σε ένα μικρό, ταπεινό, παλιομοδίτικο παντοπωλείο επί της οδού Ιανουαρίου (δεν προσδιορίζεται επακριβώς ο τόπος των ιστοριών) η ηλικιωμένη ιδιοκτήτριά του, η «μαγαζατόρισσα» όπως χαρακτηριστικά την αποκαλεί, υποδέχεται τους πελάτες της, που είναι ένα ετερόκλητο είδος ανθρώπων, που όλο έρχονται βιαστικά κάτι να αγοράσουν, καταθέτοντάς της το άγχος της επιβίωσης, τις σκέψεις, τις ανησυχίες, το παρελθόν τους, τα όνειρά τους. Αυτό που αγοράζουν κάθε φορά θα είναι κάτι ασήμαντο, ένα υγρό πιάτων, ένα σαμπουάν, ένα κουτάκι σπίρτα, ένα πακέτο μακαρόνια. Η συναλλαγή με την ηλικιωμένη μαγαζατόρισσα είναι παράδοξη και άκρως θεραπευτική. Πάντα εισβάλλουν με μια διάθεση εξομολόγησης και η ηλικιωμένη γυναίκα, μαζί με τα μικροπράγματα που θα αγοράσουν, θα μεταγγίσει στην ψυχή τους κάποια αποστάγματα σοφίας ή εμπειρίας ζωής. Στο τέλος όλοι, πωλήτρια και πελάτες, βγαίνουν κερδισμένοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και τις δικές του ανάγκες. Οι πελάτες γιατί στο συγκεκριμένο μέρος ακινητοποιείται ο χρόνος και οργανώνουν καλύτερα τα άγχη και τις αγωνίες τους, και η πωλήτρια γιατί έρχεται σε επαφή με την έξω ζωή, τον έξω κόσμο που, κατανοώντας τον και ερμηνεύοντάς τον, καταλαβαίνει, έτσι, καλύτερα τον ίδιο της τον εαυτό.
Πολύ ενδιαφέρον το εύρημα όλα να συμβαίνουν σε κάποιο παντοπωλείο, που, όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλό του, «θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αντεστραμμένη ματιά στο shopping therapy». Η γραφή του Ρούσσου (που προφανώς έχει δεχτεί επιδράσεις από Γιάλομ και Πάουλο Κοέλο) δεν έχει ιδιαίτερες εξάρσεις, όμως έχει ασυνήθιστους διαλόγους, δημιουργεί ένα παράξενα γοητευτικό κλίμα και, φυσικά, φλερτάρει με την ψυχανάλυση, αφού το παντοπωλείο, όπως το δωμάτιο ή το υπόγειο ή το πηγάδι άλλων δημιουργών (βλέπε «Στο δωμάτιο» της Μαρίας-Κέντρου Αγαθοπούλου ή «Άνθρωπος στο πηγάδι» του Μάνου Ελευθερίου) υποδηλώνει και υπονοεί την ανθρώπινη συνείδηση και το βάθος της ανθρώπινης ψυχής.
Η μικρή φόρμα, λοιπόν, επιμένει. Είτε γραμμένη από έμπειρους και δοκιμασμένους του είδους είτε από ταλαντούχους πρωτοεμφανιζόμενους. Είτε με ρεαλιστική, βιωματική γραφή είτε με μεταφυσικό, ψυχαναλυτικό υπόβαθρο. Είτε γραμμένη από Βορειοελλαδίτες δημιουργούς είτε από Επτανήσιους. Ύστερα από την πρόσφατη βράβευση της καναδής διηγηματογράφου Άλις Μονρό (Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2013), νομίζω πως έφτασε η ώρα να αποενοχοποιηθεί στα μάτια τόσο των αναγνωστών όσο και της κριτικής. Και –γιατί όχι;– ένα βιβλίο αυτού του είδους να πουλάει πια εν Ελλάδι τόσα αντίτυπα όσα και ένα «κανονικό» μυθιστόρημα.
Delivery Boy
Ηλίας Κουτσούκος
Γαβριηλίδης 2013
Σελ. 111, τιμή € 8,52
Το παντοπωλείο
[26+1] Αυτοτελείς ιστορίες απροσδόκητης προσωπικής ανακάλυψης
Νίκος Ρούσσος
Εικ.: Ιωάννα Κακολύρη
Ιβίσκος 2013
Σελ. 109, τιμή € 9,90