Του Παναγιώτη Γούτα
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελλαδικής εκκλησίας και του κηρύγματος της χριστιανικής πίστης, είναι πιστεύω η χαώδης δυσαρμονία ανάμεσα στο λόγο του Ευαγγελίου και στις πράξεις των κληρικών. Παραφυάδες αυτού του προβλήματος, ο από του άμβωνος ξύλινος λόγος πολλών ιερωμένων, που δεν φτάνει ποτέ στις ψυχές των πιστών· η χλιδή, τα στερεότυπα, η πόζα ητροπολιτών και αρχιεπισκόπων, η φτηνή κατήχηση, αλλά και η ίδια η γλώσσα του Ευαγγελίου, που αδυνατούν να την αφομοιώσουν οι απλοί και αμόρφωτοι (κατά το πρότυπο των ψαράδων μαθητών του Ιησού) εκκλησιαζόμενοι των στασιδιών.
Όλα τα παραπάνω, σε πολύ αδρές γραμμές, θαρρώ απομακρύνουν το εκκλησίασμα από την εκκλησία, τους πιστούς από την πίστη. Προφανώς, όλα αυτά τα είχε υπόψη του ο συγγραφέας του βιβλίου «Όσο μπορείς», ο Βασίλης Αργυριάδης (για τον οποίον δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτε από το «αυτί» του βιβλίου, αν και θα έπρεπε) και συνέθεσε ένα ασυνήθιστο κομπολόι αναψηλάφησης και αναζήτησης του νοήματος της πίστης των χριστιανών των πόλεων, μέσα από 52 κείμενα-σπονδύλους. Μοναδική του έγνοια: το πώς και το πού ο σημερινός χριστιανός θα ανακαλύψει τον εαυτό του και τους άλλους, τον βηματισμό του και τις διαδρομές των άλλων· πώς θα μπορέσει ν’ ακούσει τις εντολές του Θεού και να τις κάνει πράξη.
Με πυρήνα το Γεροντικό...
Για την ολοκλήρωση της έγνοιας του, ο Αργυριάδης σκέφτηκε το εξής πρωτότυπο εύρημα: Αφού διάβασε σελίδα-σελίδα το Γεροντικό, έπαιρνε τον πυρήνα μιας διήγησής του και ή τον πλαισίωνε με μυθοπλασία ή, μόνο από μία φράση του, εμπνεόταν ένα κείμενο. Σ’ αυτά, προστέθηκαν διηγήσεις φίλων, διδαχές Πατέρων, αναμνήσεις, εικόνες, προσωπικά βιώματα, συμβουλές τρίτων, φανταστικές και πραγματικές ιστορίες, κι έτσι, συντέθηκε αυτό το πλούσιο και δυνατό χαρμάνι, που αφορά τον Θεό, τον άνθρωπο, τον κόσμο, την εκκλησία, τις σχέσεις, τη μοναξιά, την ανησυχία, την προσευχή. Εν ολίγοις, ένα δυνατό αλλά και ιαματικό χαρμάνι ενδυνάμωσης της πίστης, μέσα από σύντομες, πρωτοπρόσωπες ή τριτοπρόσωπες αφηγήσεις.
Δεν είμαι ιδιαίτερα θρησκευόμενος ούτε και εκκλησιάζομαι συχνά, οπότε δεν δικαιούμαι να κρίνω τη θεολογική αξία του όλου εγχειρήματος. Ωστόσο, τα κείμενα, που θυμίζουν παραβολές και είναι γραμμένα σε μικροπερίοδο λόγο (μάλλον εκτενής αφήγηση είναι ο ακριβής όρος που τα προσδιορίζει) και λογοτεχνική αξία διαθέτουν και είναι γραμμένα με ευγένεια ψυχής, απλότητα (όχι απλοϊκότητα), και το κυριότερο: εκλαϊκεύουν δύσκολες έννοιες, σοφίες των Πατέρων και των Γερόντων, που δοκιμάστηκαν και σφυρηλατήθηκαν στη ζωή και στο χρόνο, σε βαθμό που να γίνονται κατανοητές από οποιονδήποτε αναγνώστη. Αν εξαιρέσω ελάχιστα κείμενα όπου η υπεραπλούστευση του μηνύματος είναι προφανής (όπως π.χ. το κείμενο με την άγνωστη γυναίκα-Παναγία που χαρτζιλικώνει αστέγους, φτωχούς, ναρκομανείς κτλ, που κι αυτό όμως έχει λογοτεχνική αξία) νομίζω πως οι αφηγηματικοί σπόνδυλοι, στην συντριπτική τους πλειονότητα, έχουν και ψυχή και ψίχα και ουσία και αλήθεια, απέχοντας παρασάγγας από τον λαϊκισμό, την ξιπασιά, την έπαρση, τη φτηνή διδαχή, την ιδιοτέλεια και την τυπολατρία κάποιων εκκλησιαστικών κοινοτήτων και αρκετών (δυστυχώς) ιερωμένων, διαφόρων βαθμίδων ιεροσύνης. Το εικαστικό μέρος του όλου εγχειρήματος, που ανέλαβε ο Χρήστος Γουσίδης, δένει απόλυτα με την ποιότητα γραφής και έκφρασης των κειμένων. Το εξώφυλλο μινιμαλιστικό, ο τίτλος περιεκτικός και η όλη τύπωση από τις εκδόσεις Εν πλω λιτή και καλαίσθητη.
...και έμπνευση από τα αληθινά βιώματα
Θα κλείσω επισημαίνοντας πως όπου ο συγγραφέας ξεδιπλώνει προσωπικά βιώματα (δικά του ή τρίτων) και δεν πλάθει μύθο από φράσεις του Γεροντικού, εκεί βρίσκει τον αληθινό του εαυτό και η έμπνευσή του αποκτά αμιγώς λογοτεχνική αξία. Δια του λόγου το αληθές, ένα λιτό, βιωματικό κειμενάκι, που αποπνέει ειλικρίνεια και ταπείνωση:
(σελ. 154-155)
Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη του μπάνιου. Λίγο αγουροξυπνημένος, λίγο αξύριστος, μα κατά τα άλλα ίδιος. Άλλο ένα πρωινό. Κι ο άλλος του καθρέφτη ολόιδιος με τον χθεσινό. Είναι αυτός που δίνει χρήματα στους φτωχούς. Είναι αυτός που νηστεύει κάθε Τετάρτη και Παρασκευή και σε όλες τις μεγάλες και μικρές νηστείες του έτους. Προσεύχεται. Πηγαίνει ανελλιπώς στην Εκκλησία – τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Εξομολογείται. Κοινωνά. Έχει μόνιμο πνευματικό και τον επισκέπτεται τακτικά. Αραιά και πού πάει και σε κάτι αγρυπνίες. Αγαπάει όσους τον αγαπούν και για τους άλλους κάνει ό,τι μπορεί. Είναι ανοιχτός στους διπλανούς του, ακούει τον πόνο τους όσο μπορεί. Ευεργετεί όσους τον ευεργετούν. Αλλά και τους άλλους. Όσο μπορεί. Κάνει προσκυνηματικά ταξίδια. Διαβάζει χριστιανικά βιβλία. Και τη Βίβλο. Ανελλιπώς. Δηλαδή, όσο μπορεί. Πασχίζει, προσεύχεται, αγωνιά, μετανιώνει, συγχωρεί, παλεύει να συγχωρεθεί, ξαναπέφτει, ξανασηκώνεται, βασανίζεται, δεν γογγύζει … Και κάθε πρωί, βλέπει στον καθρέφτη το πρόσωπό του και του θυμίζει Φαρισαίο …
Άλλο ένα πρωινό κι ο άλλος του καθρέφτη έχει πρόσωπο Φαρισαίου – πώς μοιάζουν οι Φαρισαίοι; Μάλλον σαν κι αυτόν. Άλλο ένα πρωινό ίδιος. Άλλη μια μέρα που πρέπει να ξαναζητιανέψει απ’ τον Θεό τελωνική καρδιά …
Βασίλης Αργυριάδης
Εικονογράφηση: Χρήστος Γουσίδης
Εκδόσεις Εν πλω, 2013
Τιμή € 10,00, σελ. 170