Του Κώστα Αγοραστού
Αυτό είναι ένα βιβλίο για την ιστορία του Χρυσοβαλάντη, που όταν πεθάνει θα ήθελε η ταφόπλακά του να γράφει: Ενθάδε κείται ο δούλος του Θεού Χρυσοβαλάντης, ο κυνηγημένος από τις γυναίκες, εργάτης της τυπογραφίας, εραστής του λόγου και θαυμαστής του ωραίου.
Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας πενηντάρης, ευτραφής, ρομαντικός, ανέραστος, άνεργος και θεοσεβούμενος ανθρωπάκος, ταλαιπωρημένος από τη ζωή, τους γονείς, τους εργοδότες και φυσικά τις γυναίκες. Ψημένος στην πιάτσα αλλά και τόσο αφελής. Ευαίσθητος και ρομαντικός και συνάμα σκληρός και αποφασισμένος ν’ αλλάξει και να πάψει να πιάνεται κορόιδο. «Ο υποφαινόμενος είναι “κλάψε με, μάνα, κλάψε με”. Η ζωή μου απλωμένη πάνω σ’ ένα απέραντο χωράφι γεμάτο κόκκινες καυτερές πιπεριές. Όταν πέφτω (πάντα με τα μούτρα), ζεματίζομαι. Αυτή είναι η ζωή μου. Μονίμως προσγειώνομαι μέσα στις παγίδες, μέσα σε εκτάσεις με αγκάθια και τσουκνίδες, και ξεχνάω ότι είμαι ξυπόλυτος. Πάντα ξεχνάω να φορέσω παπούτσια. Ούτε καν παντόφλες, ενώ ξέρω εκ των προτέρων πού πηγαίνω. Δυστυχώς αυτός είμαι».
Αναμνήσεις μιας κακόγουστης ζωής
Η ιστορία του έχει ως εξής: Μόλις έχει απολυθεί από μια δουλειά στην οποία βρισκόταν έντεκα χρόνια και με ένα αφεντικό παρανοϊκό. «Υπάρχουν τεσσάρων ειδών αφεντικά: οι πετυχημένοι, οι χρεωμένοι, τα καθίκια και οι τρελοί. Εγώ έπεσα στο τέταρτο». Όλα αυτά τα χρόνια, το αφεντικό του του είχε κάνει το βιό αβίωτο, και παρόλα αυτά ο Χρυσοβαλάντης είχε βαλθεί να υπομένει τα πάνδεινα στωικά, προς χάριν της επαγγελματικής συνέπειας και ακεραιότητας. Μόλις συνέβη το μοιραίο και η εταιρεία φαλίρισε ο Χρυσοβαλάντης βρέθηκε στο δρόμο, να αναζητά νέα εργασία. Την ίδια ώρα είχε να απολογηθεί στις δυο του αδερφές και τον πατέρα του, με τους οποίους έμενε στο ίδιο σπίτι. Ο Χρυσοβαλάντης ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και είχε φτιάξει όνομα τόσα χρόνια στην πιάτσα. Άλλο αν η πιάτσα, λέει με κάθε αφορμή ο Χρυσοβαλάντης, έχει «χαλάσει» με τόσους αλλοδαπούς που έχουν πάρει τις δουλειές των Ελλήνων. «Το βιβλίο, που είναι πνευματική τροφή, δεν μπορεί να ανατίθεται σε έναν αλλοδαπό. Όμως όλοι τώρα πια τους παίρνουν στη δούλεψή τους – είναι πιο φτηνοί. Δηλαδή πάμε σ’ ένα τυπογραφείο και παραλαμβάνει τη δουλειά απ’ τον πελάτη ο Αλβανός – αυτομάτως πέφτει το ίματζ της εταιρείας και του προϊόντος. Δεν μπορείς να αναθέτεις τη δουλειά σε έναν άσχετο. Αισθάνομαι πολύ άσχημα· δεν μπορεί ένας χώρος ιερός, όπως αυτός του βιβλίου, να είναι περικυκλωμένος από μια φάρα ανθρώπων που δεν έχουν και ούτε θα έχουν –τουλάχιστον για τα επόμενα εκατό χρόνια– καμιά σχέση με το βιβλίο». Ρατσιστής με τους Αλβανούς, θαυμαστής των Γάλλων και των Άγγλων. Αισθήματα ανωτερότητας μπλεγμένα με κόμπλεξ κατωτερότητας.
Ξεδιάντροπη ζωή
Ο Χρυσοβαλάντης μονολογεί διαρκώς πηγαίνοντας μπρος πίσω στο χρόνο και σε γεγονότα της ζωής του. Μεγάλη έκταση σ’ αυτές τις αφηγήσεις κατέχουν οι γυναίκες της ζωής του. Τόσο οι γυναίκες που τον εκμεταλλεύτηκαν και τον απομύζησαν (η Ευμορφία και η Ρωρώ), όσο και αυτές που του συμπεριφέρθηκαν έντιμα και με τρυφερότητα (οι πουτάνες στα μπουρδέλα). «Υπάρχουν τριών ειδών γυναίκες: οι σεμνές, οι ωραίες και οι εντυπωσιακές», διατείνεται κάπου και αναπτύσσει ενδελεχώς άλλη μια από τις θεωρίες του βγαλμένες από την πείρα της ζωής του. Τα πολλά κιλά που κουβαλά δεν τον είχαν πτοήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Φλέρταρε συνεχώς, πάντα διακριτικά και με αξιοπρέπεια. Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι την εποχή όπου είχε δουλειά και μπορούσε να κάνει δωράκια στις κοπέλες. «Όταν δεν έχεις λεφτά, δε σε πλησιάζει κανείς. Πέρασαν οι εποχές που με κυνηγούσαν η μια και η άλλη. Τώρα που δεν έχω λεφτά, λένε “α, ο χρεωμένος”. Και είναι δυστυχώς ο χρεωμένος χειρότερος του πτωχού». Τώρα πια το ηθικό του είναι πεσμένο. Δεν τολμάει καν να σκεφτεί να προσεγγίσει κοπέλα. Με τι φόντα. Η αυτοπεποίθησή του είναι πεσμένη Και όχι μόνο. «Της γυναίκας δεν της κόβεται η περίοδος όταν χρωστάει αλλά του άντρα του πέφτει. Δυστυχώς». Ο Χρυσοβαλάντης επισκέπτεται ψυχίατρο αλλά και πνευματικό. Τους οίκους ανοχής αλλά και το Άγιο Όρος.
Η ζωή μου αμαρτία και μεγάλη τρικυμία
Ο έτερος ισχυρός πόλος της ζωής του Χρυσοβαλάντη είναι ο Θεός. Η σχέση του με την Εκκλησία ξεκινάει από την εφηβική του ηλικία, όπου και έμαθε την τέχνη του λιθογράφου πλάι σε κάποιον ιερωμένο. Όχι όμως χωρίς προσβολές, λεκτική κακοποίηση και ξύλο. Στα επόμενα χρόνια άλλαξε τρεις πνευματικούς. Η ενοχή και η αμαρτία ήταν η Δαμόκλειος σπάθη που επικρεμόταν συνεχώς επάνω από κάθε τι που έκανε. Οι οίκοι ανοχής και η άσωτη ζωή ήταν κάτι που ήθελε να αφήσει πίσω του. «Αλλά τώρα έχω μετανιώσει για όλα. Οικτρά. Μάρτυς μου ο Θεός», λέει με πέισμα. Από τη μια οι οίκοι ανοχής, οι Ρωσίδες και οι Ρουμάνες και από την άλλη τα όνειρα για μια ευτυχισμένη οικογένεια με μια γυναίκα από τη Γαλλία ή την Αγγλία. Ο Χρυσοβαλάντης έχει σχέδιο: «Πηγαίνω συχνά στο “Νέον” του Συντάγματος για να ακούω αγγλικά και γαλλικά απ’ τους τουρίστες, έτσι ώστε, αν παντρευτώ Αγγλίδα ή Γαλλίδα, να έχω εθιστεί στους ήχους της γλώσσας της». Τόσο ονειροπόλος, τόσο αφελής που κερδίζει την εύνοια και την τρυφερότητα του αναγνώστη. Συνεχίζει: «Θέλω, αν γίνεται, σ’ ένα χρόνο να έχω παντρευτεί και να ‘χω αφήσει έγκυο τη γυναίκα μου, να γίνω σύντομα πατέρας. Να δώσω στον εαυτό μου μια καταξίωση, και πιστεύω πως το αιδοίο θα μπορέσει να μου την προσφέρει. Ελπίζω να μην κάνω λάθος. Θέλω επίσης ένα σπίτι δικό μου για να ζω με τη γυναίκα και το παιδί μου. (Δε γίνεται να ζήσουμε με τους γονείς μου και τις αδερφές μου, δεν είναι πρέπον). Ένα σπίτι μικρό και ταπεινό, κάπου παραλιακά, μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου ή ένα διαμερισματάκι, των πενήντα έστω τετραγωνικών, στο Λονδίνο».
Ρωρώ του έρωτα
Ο Χρυσοβαλάντης, εκτός των άλλων, είναι και ευαίσθητος στιχοπλόκος. Συνεχώς, με κάθε αφορμή, σκαρώνει στιχάκια σκωπτικά, ερωτικά, υπαρξιακά, σατιρικά, πολιτικά. Αφορμή της ποίησής του είναι, κατά κύριο λόγο, οι γυναίκες. «Δεν ξέρω τι θα κάνω στη ζωή μου/ποιο δρόμο ο καημένος θα διαβώ; Δεν κελαηδάει πλέον το πουλί μου/μια γυναίκα, έτσι όπως είμαι, πού θα βρω;» Και αμέσως μετά αναρωτιέται: «Άραγε έχει όρια η τέχνη, και δη η τολμηρή; Θέτω ερώτημα».
Όσο προχωράει η αφήγηση, και αφού έχουμε δει περιστατικά από το εργασιακό του περιβάλλον, τις γυναίκες που τον εκμεταλλεύτηκαν, τον πατέρα του που τον απαξιώνει συνεχώς και τις επιπτώσεις στην υγεία του λόγω σακχάρου, εισχωρούμε όλο και βαθύτερα στον τραυματισμένο του ψυχισμό. Στη σχέση του με την ελλειμματική μητέρα, τον μέθυσο πατέρα, τις αδίστακτες αδερφές του.
Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας εξωφρενικά συνηθισμένος άνθρωπος. Τόσο συνηθισμένος που κανείς μας δεν θα γύριζε να τον κοιτάξει στο δρόμο, δεν θα του απεύθυνε μια καλημέρα. Ο Χρυσοβαλάντης, θα μπορούσε να είναι ένας από τους χιλιάδες ανθρώπους, που συγκεντρώθηκαν πριν από μερικά χρόνια, έπειτα από το κάλεσμα του τότε Αρχιεπισκόπου, στην πλατεία Συντάγματος. Και όλοι τότε αναρωτιώμασταν: Μα που ζούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί κανείς μας δεν ξέρει κανέναν που να πήγε εκεί;
Στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία πολύ συχνά συναντούμε ήρωες σαλούς, λοξούς, σε παροξυσμό και λεκτική υστερία. Ο Τσίτας, έδωσε στον ήρωά του φωνή αντίστοιχη ενός ισοκρατήματος. Λόγος πονεμένος, χαμηλόφωνος, με πικρό χιούμορ και απολαυστικό, ευφάνταστο λεξιλόγιο. Λόγος τσακισμένος χωρίς εξάρσεις και οξύτονους εντυπωσιασμούς. Λόγος και ήρωας στο μεταίχμιο της κανονικότητας και της λογικής.
Μάρτυς μου ο Θεός
Κίχλη 2013
Σελ. 269, τιμή € 15,00