Της Έλενας Μαρούτσου*
Ένα καράβι κουρασμένο απ’ τις τρικυμίες του παλιού του ιδιοκτήτη αδυνατεί να πιάσει λιμάνι στην αγκαλιά μιας εγκύου. Ναυάγια και σπασμένα νερά. Ένας πίνακας ζωγραφικής σε ρόλο καθρέφτη. Κάποιος που ανοίγεται με τη βάρκα του πέρα απ’ την ξέρα της ζήλειας. Τα μηχανήματα ενός οφθαλμίατρου που πάνε στον πάτο της θάλασσας. Οι μπουρμπουλήθρες των ερωτικών υποσχέσεων. Επιθυμίες που ξεβράζονται σε σεντόνια. Ένα μάθημα γραφής απέναντι από ένα μάθημα τάνγκο. Μια καλοκαιρινή εκδρομή που καταλήγει σε οινοποσία με φόντο ταριχευμένα ζώα. Η σκυτάλη των ημερών και των ανθρώπων, άλλοτε σκληρή και φθαρμένη απ’ τη χρήση κι άλλοτε γυαλιστερή, πολύχρωμη, παιχνιδιάρικη, περνάει από διήγημα σε διήγημα σε αυτή τη συλλογή της Ελένης Μουσαμά, που ονομάζεται «Το κοινό μυστικό».
Σε κάποιο απ’ τα διηγήματα η αφηγήτρια λέει πως το παιχνίδι με τις λέξεις μοιάζει με το κέντημα. Διαβάζοντας το βιβλίο της Ελένης είχα κι εγώ την αίσθηση του κεντήματος. Η εικόνα μάλιστα όμως που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η εξής: Η συγγραφέας έχει πάρει ένα νήμα, αλλά αντί να πλέξει με αυτό μια μακροσκελή αφήγηση, όπως γίνεται συνήθως στα μυθιστορήματα, εκείνη το έχει κόψει μικρά κομματάκια, και με κάθε κομματάκι έχει δέσει κόμπο μια ιστορία. Κάθε ιστορία του βιβλίου της είναι πολύ μικρή. Πολύ πολύ μικρή. Ένας μικροσκοπικός κόμπος που όμως αν πλησιάσεις από πολύ κοντά, θα δεις μέσα του να κρύβει, το σχέδιο ενός ολόκληρου χαλιού. Είναι φυσικά θέμα οπτικής γωνίας, όπως λέει κι η ίδια στο διήγημα «Οπτικές γωνίες». Όπου ένας άντρας παρακολουθεί, αβαρής, απ’ το ταβάνι τον εαυτό του ν’ αργοπεθαίνει στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου.
Όταν μιλάμε για διηγήματα, για ιστορίες δηλαδή που ολοκληρώνονται σε λίγες σελίδες, η έλλειψη βάρους είναι χαρακτηριστική. Όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με το σπάνιο είδος των πολύ σύντομων διηγημάτων, που στα αγγλικά είθισται να αποκαλούνται short short stories, η έλλειψη βάρους τα κατατάσσει αυτόματα στην κατηγορία φτερού. Ξέρουμε όμως πως στην πάλη συχνά η κατηγορία φτερού μπορεί να ρίξει κάτω έναν ελέφαντα, ίσως γαργαλώντας του την φτέρνα, πόσο μάλλον έναν ανυποψίαστο αναγνώστη που πάσχει από μικροψία.
Θα ομολογήσω πως μόλις διάβασα τον τίτλο με την αρκετά «κοινή» έκφραση «Το κοινό μυστικό» να ακολουθείται από την αρκετά εξεζητημένη «και άλλες μικροψίες», χρειάστηκε να καταφύγω σε λεξικό. Εκεί βρήκα την εξής ερμηνεία «μικροψία: πάθηση της όρασης κατά την οποία τα πράγματα φαίνονται μικρότερα από το πραγματικό τους μέγεθος». Ετοιμάζοντας λοιπόν αυτή την παρουσίαση, βρέθηκα ν’ αναρωτιέμαι αν την πάθηση την έχει ο συγγραφέας, ο οποίος μας παρουσιάζει πράγματα μεγαλύτερου μεγέθους ως μικρά ενώ ο αναγνώστης καλείται ως οφθαλμίατρος να επιδιορθώσει την βλάβη αποδίδοντας σε κάθε ιστορία το πραγματικό της μέγεθος ή το αντίστροφο: αν δηλαδή πράγματα και στιγμές που παραβλέπονται στη ροή της καθημερινότητας, πάει από πάνω τους ο συγγραφέας με το μεγεθυντικό του φακό και μας τα παρουσιάζει σε όλο τους το μέγεθος και τη βαρύτητα. Καθώς σκεφτόμουν μάλιστα αυτά, μια τρίτη εκδοχή ξεπήδησε από το μυαλό μου: απ’ τη μια μεριά του μεγεθυντικού φακού να είναι το μάτι του συγγραφέα κι απ’ την άλλη το εκείνο του αναγνώστη κοιτάζοντας το ένα μάτι το άλλο μη ξέροντας ποιος είναι ο γιατρός και ποιος ο πελάτης, ποιος πάσχει και πώς τελικά θα ιαθεί, όπως στο διήγημα της Ελένης: «επιλεκτική όραση». Εκεί, ένας οφθαλμίατρος καταφθάνει σ’ ένα νησί για να γιατρέψει τους κατοίκους απ’ την ελαττωματική τους όραση. Αυτά όμως που πια καθαρά βλέπουν ο ένας στον άλλον καθόλου δεν συντελούν στην ευτυχία τους, με αποτέλεσμα να καταλήξει ο ίδιος στην θάλασσα μαζί με τ’ ακριβά του μηχανήματα να βυθίζονται βγάζοντας μπουρμπουλήθρες.
Προηγουμένως πιάστηκα απ’ την λέξη αβαρής για να μιλήσω για την έλλειψη βάρους των πολύ σύντομων διηγημάτων, τώρα –με εξαιρετική πρωτοτυπία– θα πιαστώ απ’ τις «μπουρμπουλήθρες». Έχουν δοθεί τόσα ονόματα για ν’ αποδοθεί το είδος των μικροσκοπικών αυτών διηγημάτων, που απορώ πως η «μπουρμπουλήθρα», σύντομη κι αυτή κι εντυπωσιακή, δεν συγκαταλέγεται στον μακρύ κατάλογο. Δεν πρόκειται να κάνω πραγματεία πάνω σε αυτό το θέμα, όμως έχει ενδιαφέρον νομίζω να ακούσουμε μερικά από αυτά τα ονόματα: ιστορίες «μπονζάι», ιστορίες «καρτ ποστάλ» (υπό την έννοια πως μπορούν να χωρέσουν μέσα σε μια καρτ ποστάλ), ιστορίες παλάμης, όπως αρέσκονται να τις αποκαλούν οι Κινέζοι (εδώ αυτός ο όρος θα κινδύνευε να πάρει άλλη εντελώς χροιά) ή ιστορίες τσιγάρου. Πάλι οι Κινέζοι είναι που ονομάζουν έτσι τις ιστορίες που διαρκούν όσο να καπνίσεις ένα τσιγάρο. Μπονζάι, καρτ ποστάλ, τσιγάρο ή παλάμη, το θέμα είναι πως αρετή σε αυτό είδος είναι η συμπύκνωση. Ο συγγραφέας μέσα σε λίγες σελίδες, συχνά σε λίγες μόνο παραγράφους πρέπει να αιχμαλωτίσει το θύμα του, τον αναγνώστη, και να του προσφέρει σαν χαπάκι την μικροσκοπική ιστορία που λιγότερα λέει και περισσότερα υπαινίσσεται. Αυτές τις δυο αρετές, την αφηγηματική οικονομία και την υπαινικτικότητα η Ελένη Μουσαμά τις κατέχει στην εντέλεια.
Όταν διάβαζα «Το κοινό μυστικό» –με καμάρι μπορώ να πω, καθώς η Ελένη υπήρξε μέλος μιας απ’ τις ομάδες δημιουργικής γραφής που συντονίζω– όταν έφτασα στο τέλος και διάβασα τα χαϊκού με τα οποία κλείνει την συλλογή διηγημάτων της, τότε μου παρουσιάστηκε με αρκετή διαύγεια η εξής σκέψη: ίσως πιο πολύ κι από συμπύκνωση ενός ευρύτερου κόσμου, τα διηγήματά της να αποτελούν ανάπτυξη ενός χαϊκού. Για παράδειγμα, η ιστορία με αυτόν που βλέπει τον εαυτό του απ’ το ταβάνι να πεθαίνει πάνω στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, δεν θα μπορούσε να είναι ανάπτυξη του παρακάτω χαϊκού:
Βιογραφία,
προδιαγεγραμμένη
δυσαρμονία
ή του εξής:
οχληρότερο
το πένθος μιας ιδέας
απ’ το θάνατο.
Ή η άλλη ιστορία με τον οφθαλμίατρο που τον ρίχνουν στη θάλασσα μαζί με τα μηχανήματά του δεν θα μπορούσε να είναι ανάπτυξη αυτού του χαϊκού:
Γοργά το νερό
καταπίνει τα ίχνη
δεν κολύμπησα;
Πάντως, είτε συμπυκνωμένα μυθιστορήματα, είτε ανεπτυγμένα χαϊκού, το σίγουρο είναι πως η ουσία των μικροσκοπικών διηγημάτων είναι η συντομία. Σεβόμενη αυτή την ουσία θέλω κι η παρουσίασή μου να είναι όσο το δυνατόν σύντομη κι έτσι θα κλείσω εξομολογούμενη μια αμαρτία. Γράφοντας χρόνια τώρα ιστορίες στις οποίες συχνά πρωταγωνιστούσαν συγγενείς, εραστές και φίλοι, ή εν πάση περιπτώσει ήταν εμπνευσμένες από το σμάρι όλων αυτών που μπαινόβγαιναν ή θρονιάζονταν κανονικά στη ζωή μου, ένιωσα ένα περίεργο γαργαλητό όταν σε μια απ’ τις ιστορίες της Ελένης, βρέθηκα για πρώτη φορά όχι απ’ την πλευρά του συγγραφέα, ούτε από αυτή του αναγνώστη αλλά ανάμεσά τους, δηλαδή στις σελίδες ενός βιβλίου. Δεν μπορώ να κρύψω τη χαρά μου αλλά κι ένα περίεργο μούδιασμα, που συχνά είχα διακρίνει στο παρελθόν και στους δικούς μου φίλους, όταν βρέθηκα αιχμαλωτισμένη, καρφιτσωμένη θαρρείς, σαν έντομο ανάμεσα σε άλλα ανήμπορα έντομα –ανήμπορα να καθορίσουμε πια τη μοίρα μας– μέσα σε μια συλλογή ενός συγγραφέα-εντομολόγου. Συνειδητοποίησα πως τέτοια ήταν η χαρά μου που θα περνούσα στην αθανασία ως ηρωίδα βιβλίου, που πρόθυμα αποποιήθηκα την ελευθερία μου. Ίσως μάλιστα να είναι κοινό μυστικό πως η αθανασία είναι πάντα το ζητούμενο ανεξαρτήτως τιμήματος, όπως και στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής «Κοινό Μυστικό», το οποίο είναι κι ένα απ’ τα καλύτερα κατά τη γνώμη μου αλλά το θέμα του δεν θα σας το αποκαλύψω. Ας παραμείνει μυστικό μέχρι να κοινοποιηθεί στο καθένα σας ξεχωριστά και ψιθυριστά, όπως όλα τα μυστικά.
*Η Έλενα Μαρούτσου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο, η νουβέλα "Το νόημα", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου σε εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης, στις 18 Απριλίου 2013.
Το κοινό μυστικό
... και άλλες μικροψίες
Ελένη Μουσαμά
Εκδόσεις Φαρφουλάς 2012
Τιμή € 11,00, σελ.128