
Του Νίκου Ερηνάκη
Ο τίτλος είναι από μόνος του ικανός να σε κερδίσει, ικανός να υπάρξει ως μυθιστόρημα μέσα σου πριν διαβαστεί. Διατρέχοντας τους δύο στίχους του Λειβαδίτη από το ποίημα του “Η μεγάλη νοσταλγία” στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου: “Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας” αναρωτιέσαι πώς μπορεί να σχετίζονται με την περίληψη του βιβλίου. Μέχρι το τέλος όμως όλα είναι ξεκάθαρα.
Το βιβλίο της Ισμήνης είναι ένα βιβλίο για την ενηλικίωση, για την επιλογή ανάμεσα στην αληθινή αγάπη και στον ονειρικό έρωτα, για την ζεστασιά της πρώτης και τη νοσταλγία του δεύτερου.
Πέτρος, Εύα, Κιτκάτ, Μι, Μάρκος. Η Ισμήνη χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση για τρία πρόσωπα: τον Πέτρο, την Εύα και την Κιτκάτ.
Ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση πως τελικώς η συγγραφέας μάλλον νιώθει πιο κοντά στην Κιτκάτ· ίσως όμως αυτή η εντύπωση να είναι λανθασμένη και η συγγραφέας να προβάλλεται περισσότερο στον Πέτρο. Όλα είναι αντεστραμμένα. Μοιάζει ο Πέτρος να είναι το κορίτσι ανάμεσα στο δίλημμα δύο αγοριών, της Εύας και της Μι.
Ο Πέτρος είναι μία άλλη Κιτκάτ. Ο Μάρκος απλώς ένα ιδανικό· το μόνο μη υπαρκτό πρόσωπο.
Η παρουσία του πατέρα που μοιάζει να μην είναι ποτέ εκεί και που στο τέλος φεύγει πραγματικά και διαφαίνεται η σημασία της ουσιαστικής απουσίας από την επιφανειακή. Μια μητέρα που δεν υπήρξε ποτέ. Ο πρώτος: ο έρωτας του Πέτρου με την Εύα. Η δεύτερη: ο έρωτας του με την Μι. Ανείπωτος, ακατόρθωτος, ανεκπλήρωτος αλλά πάντα παρών ως σκιά, πάντα εκεί στο όνειρο. Ανάμεσα στο όνειρο και στη ζωή λοιπόν, η απάντηση που μας δίνει η Ισμήνη είναι "ζωή". Γενναία απάντηση· δεν είναι για όλους.
Ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρω δεν είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει για κάθε είδους ενηλικίωση, αλλά για αυτό που βίωσε η γενιά μας. Αυτή είναι μια από τις ιδιαιτερότητες και ένα από τα πιο σημαντικά, κατά την άποψη μου, συστατικά του βιβλίου. Ακόμα κι αν δεν είναι έκδηλο, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται ξεκάθαρα, όταν η Κιτκάτ απορρίπτει την Μι λέγοντάς της πως πια έχουνε μεγαλώσει, δεν είναι μόνο επειδή πλέον η ονειρική ζωή σταματάει λόγω ηλικίας αλλά κυρίως επειδή τα πράγματα έχουν αλλάξει. Υπάρχει μια παράγραφος που πρώτα διατυπώνει η Εύα και μετά κάπως διαφορετικά η Κιτκάτ (διαβάζω τα λόγια της Κιτκάτ):
«Βγαίνω και τρέχω. Δεν υπάρχει κανείς. Στο δρόμο ερημιά. Βλέπω την εγκατάλειψη για πρώτη φορά, βλέπω τους ζητιάνους στο δρόμο, τα καμένα, τα κλειστά, τα σπασμένα. Αναρωτιέμαι πότε ο κόσμος, ο έξω, κατέρρευσε χωρίς να το προσέξω. Μέσα σ’ αυτή την καταστροφή, μέσα στη λύπη μου, νιώθω ότι μεγάλωσα και ότι δεν μπορώ πια να ζω έτσι. Είμαι χαρούμενη και δυστυχισμένη μαζί.»
Προσωπικά εκλαμβάνω αυτήν την παράγραφο ως ένα τρόπο να εκφραστεί αυτή η άγρια αλλά αναμενόμενη (ασχέτως αν κανείς τελικώς δεν την είχε προβλέψει) μετάβαση της γενιάς μας από το μεγάλο φαγοπότι στη μεγάλη κρίση. Λέγοντας φαγοπότι δεν εννοώ αναγκαστικά την κίβδηλη οικονομική άνθιση και σπατάλη που μεταπήδησε με τόση ευκολία από την προηγούμενη γενιά στη δική μας αλλά τα φοιτητικά χρόνια μέσα και έξω από το ψέμα· αυτά που η Ισμήνη βίωσε στη Θεσαλλονίκη κι εγώ εδώ στην Αθήνα. Αυτήν την διαρκή γιορτή μέσα στους μεθυσμένους δρόμους της Αθήνας, αυτόν τον συλλογικό ερωτισμό που δεν μπορούσε να συναντηθεί πουθενά αλλού σε πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτές τις μέρες που και με ελάχιστα λεφτά (φοιτητές ήμασταν, ελάχιστα χρειαζόματαν) έκανες τα πάντα όχι επειδή ήταν πιο φτηνά (αντιθέτως ήταν πιο ακριβά) αλλά επειδή η ατμόσφαιρα παντού γύρω σου επέτρεπε να τα κάνεις. Όλα σε αγκάλιαζαν από μόνα τους. Το κέντρο (μακριά από μπαρ της αλλοτρίωσης κτλ) ήταν όντως το κέντρο. Όλα αυτά βέβαια για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, τόσο που τελικώς δεν ξέρω αν όντως υπήρξαν ή σχηματίστηκαν σε ένα κοινό μας φαντασιακό.
Η Κιτκάτ και η Μι ζουν σε ένα σπίτι, χωρίς να δουλεύουν, χωρίς να κάνουν τίποτα, τριγυρνώντας σε πάρτυ και κάνοντας βόλτες με τον Παύλο (τον σκαραβαίο της Μι). Όταν η Εύα βγαίνει λοιπόν στο δρόμο και συνειδητοποιεί την πραγματικότητα που έχει απορρίψει όντας αυτοέγκλειστη στην ασφάλεια της δουλειάς της, όταν η Κιτκατ μιλάει έτσι στη Μι είναι η στιγμή που τα ψέματα έχουν τελειώσει. Το σύννεφο έχει συγκεντρωθεί και ο ήλιος ζητάει πλέον δανεικά για να εμφανιστεί.
Αφού αναφερθήκαμε όμως στον ήλιο, ας τονιστεί πως το στοιχείο της εναλλαγής βροχής και ήλιου είναι εμφανές σε όλο το βιβλίο. Η βροχή παίρνει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, βιώνεις τον ήχο της σταγόνας σαν από ταινία του Ταρκόφσκι, ενώ ο ήλιος είναι βγαλμένος από ταινία γαλικού new wave κάπου στις ακτές της νότιας Γαλλίας. Τίποτα από τα δύο δεν είναι ελληνικό κι αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ενώ είναι ξεκάθαρο πως όλα συμβαίνουν στην Ελλάδα, οι περιγραφές του τοπίου μοιάζουν να είναι βγαλμένες διαρκώς από ταινίες.
Για την μαγειρική δεν γνωρίζω πολλά· μέσα στο μυθιστόρημα βίωσα όλες αυτές τις ευφάνταστες περιγραφές πιάτων ως ευχάριστα διαλείμματα ηδονής. Ίσως όμως όχι και τόσο ευχάριστα. Περισσότερο νευρωτικά, θα έλεγα. Η Ισμήνη κατάφερε με τέχνη να τα ταιριάξει απόλυτα στο χαρακτήρα της Εύας. Για την Εύα ο χρόνος με τον εαυτό μας είναι χαμένος χρόνος, για την ίδια υπάρχει μόνο η σημασία της διαρκούς παραγωγής έξω από εκείνη. Δεν θέλει να ανακαλύψει τις διαδρόμες που κρύβει μέσα της γιατί φοβάται τα σκοτεινά σημεία. Αγνοεί πως εν τέλει η μεγαλύτερη περιπέτεια ίσως να κρύβεται πάντα στο μέσα μας.
Αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε γυναίκες που θα είναι πάντα κορίτσια (όπως η Μι) και σε κορίτσια που θα είναι πάντα γυναίκες (όπως η Εύα) μοιάζει από καιρό ειπωμένη, αλλά είναι σίγουρα μια αντίθεση που πάντα μπορεί να δώσει νέες διαστάσεις. Η Ισμήνη το καταφέρνει πολύ καλά αυτό. Πολλές φορές μέσα στο βιβλίο περνάει από δρόμους που ενέχουν τον κίνδυνο του κλισέ αλλά κάπου ανάμεσα στις λέξεις της ελοχεύει ένα διαμάντι που θα εξαφανίσει την επανάληψη.
Όλοι μπορούμε να ονειρευόμαστε ένα σπίτι στη θάλασσα βγαλμένο από ταίνια του Γκοντάρ αλλά είναι δύσκολο να ονειρεύεσαι μια συμβατική ζωή που η κορυφή της ηδονής της θα είναι ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά (το αγαπημένο φαγητό του Πέτρου) από τη γυναικά που αγαπάς. Αυτή η γυναίκα δεν θα ‘ρθει να σε τραβήξει μακριά από όσα σε πνίγουν, δεν θα γεμίσει το αίμα σου κρασί και την καρδιά σου θάλασσα αλλά όπως και να ‘χει είναι η γυναίκα που αγαπάς κι ίσως αυτό να είναι το μόνο που έχει σημασία. Η Ισμήνη μας βοηθάει σε τέτοιες συνειδητοποιήσεις, μας δείχνει την ουσία πίσω από το όνειρο, τη γοητεία της άτσαλης καθημερινότητας. Είναι πολύ εύκολο να γράψεις για τη μαγεία ενός κραυγαλέου έρωτα· είναι δύσκολο όμως να γράψεις για τη μαγεία μιας συνηθισμένης και ανιαρής αγάπης που έχει βίαια δαγκωθεί από τη ρουτίνα.
Η δύναμη και η γοητεία της ρωγμής μέσα σε μια σχέση είναι κι όλη η ουσία της. Αν ποτέ μπορούσαν να συγκριθούν οι σχέσεις μεταξύ τους, τότε θα συγκρίνονταν από τις ρωγμές τους και σίγουρα δεν θα νίκαγε αυτή με την μικρότερη ή μεγαλύτερη αλλά αυτή με την περισσότερη λάμψη που θα φανέρωνε βέβαια και περισσότερο πόνο. Η Ισμήνη φαίνεται να γνωρίζει καλά τι σημαίνει ρωγμή και γι’ αυτό εκφράζεται εκ βαθέων γι’ αυτήν.
Είναι δύσκολο να συνηθίζεις την απουσία όσων αγαπάς, ίσως όμως αυτός να είναι ο μόνος δρόμος για την αγάπη. Στο τέλος λοιπόν νικάει η αληθινή, ταπεινή, σεμνή αγάπη χωρίς υπερβολές, χωρίς ακρότητες. Θα νόμιζε κανείς ότι λόγω της ηλικίας της η Ισμήνη θα προτιμούσε να κλείσει το μάτι στην υπερβολή του έρωτα. Άλλωστε πόσοι δεν έχουμε δικαιολογήσει τους πιο ακραίους έρωτες μας με τα λόγια του Μπλέηκ: «ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας»; Κι όμως η Ισμήνη επιλέγει να πάρει το μέρος της αγάπης που διαρκεί μέσα στο χρόνο, που δεν καίγεται, που δεν παίρνει φωτιά ποτέ αλλά έχει τον τρόπο της να ζεσταίνει πάντα.
Η μάχη του Πέτρου είναι μια μάχη ανάμεσα στον έρωτα και την ίδεα του έρωτα. Τι αναζητούμε περισσότερο από τα δύο και τι εν τέλει έχουμε πιο πολύ ανάγκη; «Δεν τρώγονται [οι ψευθαισθήσεις] αλλά τρέφουν» όπως λέει κι ο συνταγματάρχης στο μυθιστόρημα του Μάρκες Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει, φράση που χρησιμοποιεί η Ισμήνη στην αρχή άλλου κεφαλαίου της.
Η Μι ζει στην εποχή του «όχι πια» και έχει γεννηθεί τη χρονιά του δράκου, δηλαδή το ’88, τη χρονιά που έχουμε γεννηθεί η Ισμήνη κι εγώ. Η Μι έχει ανάγκη να συμβεί κάτι, ας είναι όμορφο, ας είναι άσχημο, αρκεί να συμβεί κάτι. Η Εύα δεν θέλει να συμβεί τίποτα που να μην μπορεί να προβλέψει. H Μι είναι μια άγρια χαρά· η Εύα μια σοβαρή ηρεμία, δύναμη και πειθαρχία· ναι, όλα αυτά είναι βαρετά, αλλά τουλάχιστον πραμένουν ατόφια κι αληθινά. Διαβάζοντας το βιβλίο σκεφτόμουν πως ακόμα κι αν η καρδιά μου πάντα θα κλέβεται από κορίτσια που ανήκουν στο κενό, έτοιμα να δώσουν τη ζωή τους για να αποφύγουν το φόβο του συμβιβασμού, ίσως στο βάθος να υπεκφεύγω το στοίχημα της ανακάλυψης της ομορφιάς στο καθημερινό, στο συνηθισμένο αλλά και παράλληλα ίσως και στο πιο μόνιμο.
Η χαμένη αίσθηση της μητέρας κυριαρχεί και στις δύο, είναι το μόνο πράγμα που τις συνδέει, που τις κάνει συγγενείς σε μια διαρκή αίσθηση πόνου, σε μια διαρκή αίσθηση φυγής. Η Εύα τρέχει μακριά από τον εαυτό της και κρύβεται μέσα στη δουλειά της. Η Μι τρέχει μακριά από τον κόσμο και κρύβεται μέσα στον εαυτό της.
«Γιατί αυτή η ανάγκη να σωθεί ένας άνθρωπος, ο οποίος το μόνο που ήθελε στη ζωή του ήταν να σώσει κάποιον άλλον;» αναρωτιέται ο Πέτρος. Μοιάζει απίστευτο και οδυνήρο να συνειδητοποιείς πως σε αγαπάνε τόσο. Γιατί όμως; Από αισθήματα αναξιότητας; Γιατί κάποιους ανθρώπους δεν τους κρατάει η αγάπη; Γιατί τρέχουν να φύγουν μακριά της; Μήπως γιατί απλώς είναι βαρετή; Ίσως γιατί η αγάπη δεν καίει, η αγάπη επουλώνει. Ενώ υπάρχουν ψυχές που έχουν ανάγκη από πληγές και ουλές. Διαβάζοντας το βιβλίο της Ισμήνης μοιάζει να με πλημμύρισαν εφηβικά μου ερωτήματα που νόμιζα πως είχα σκοτώσει από καιρό. Κι είναι όμορφο αυτό. Την ευχαριστώ που τα ξαναφώτισε κι ας πονάνε κάπως.
Η Κιτκάτ είναι μια μικρή Εύα, με την έννοια ότι μετά την συνειδητοποίηση της μετάβασης της στον αληθινό κόσμο είναι έτοιμη να παλέψει, έχοντας όμως ταυτοχρόνως τα εφόδια ζωής και ψυχής που λείπουν από την Εύα. Είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός που διαφαίνεται στην Ισμήνη και το βιβλίο της και που είμαι σίγουρος πως θα ανθίσει στις επόμενες γραφές της. Αναμένουμε λοιπόν τη μυρωδιά τους.
* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Public Συντάγματος, στις 11/04/2013.

Ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρω
Κέδρος 2013