Του Γιώργου Βέη
Ο ανώνυμος ώριμος άντρας, ο οποίος φτάνει μια νύχτα σε μια άγνωστη πόλη, επιχειρώντας συνειδητά να αλλάξει κεφάλαιο στη μάλλον νευρωσική ζωή του, διακρίνεται αμέσως για την αποφασιστικότητά του. Δεν είναι ένα ακόμη τυπικό ανδρείκελο, πλατωνικών προδιαγραφών, της κοινωνικής κυψέλης.
Θέλει πρωτίστως ν' απαλλαγεί ανεκκλήτως από μια κατάρα, η οποία συγκαταλέγεται σε αυτές οι οποίες επιμένουν παραδόξως να απαντούν ακόμη σε διάφορα μέρη του κόσμου, «πολιτισμένα» και μη, «εξωτικά» και όχι.
Παρά τον εξορθολογισμό, τον οποίο συστηματικά επικαλούνται καταστατικά οι σύγχρονες δομές των κοινωνιών, το ποσοστό της μαγείας, άσπρης ή μαύρης, φαίνεται ότι δεν είναι ακόμη ευκαταφρόνητο, δηλώνει εμμέσως πλην σαφέστατα το πρωταγωνιστικό θύμα, κληρωτό κι αυτό του μετανεωτερικού, συχνά εξαιρετικά βίαιου Παραλόγου. Πρόκειται, για να το διατυπώσω διαφορετικά, για το περιώνυμο «πονηρόν ποίημα», το άθλιο δηλαδή υποσελήνιο κατασκεύασμα, τη «μισητή ζωή», η οποία, ως θέαμα και άλλο τόσο ως βίωμα, βγάζει από τα ρούχα του τον διάσημο βιβλικό πεισιθάνατο, τον Εκκλησιαστή.
Δυστοπικά οράματα
Συγκρατώ επίσης ότι το τοπίο ανάγεται ευθέως στα ειδικότερα, εφιαλτικά, δύστοπα περιγράμματα, με τα οποία ήρθαμε σε επαφή από τα πρώτα κιόλας έργα του Δημήτρη Μαμαλούκα. Το αστικό και ενίοτε μικροαστικό περιβάλλον και η όλη δυστροπία, η οποία το συνέχει εξ ορισμού σχεδόν, συνιστά εν ολίγοις άμεση προέκταση του διηγητικού φορέα και αντιστρόφως. Αυτή η καταναγκαστική σύμπνοια του «ένδον» - «έξω» προϊδεάζει, οίκοθεν νοείται, την ανάγνωση για το τι κατά προσέγγιση θα επακολουθήσει. Το χαοτικό «έξω» συμβολοποιώντας με ακρίβεια το Κακό είναι εξ ορισμού πανέτοιμο να απορροφήσει πλήρως το «ένδον» του άτυχου δίποδου της λογικής. Και μάλιστα χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό. Ο καφκικός τροπισμός είναι δηλαδή και πάλι δυναστικά παρών, ένας καταλύτης του βίου, όπως προσφυώς κατέδειξε προσφάτως η κριτικός της λογοτεχνίας Ανθούλα Δανιήλ. Επιδεικνύοντας πάντως μιαν υποδειγματική φιλανθρωπία, ο αντί-ήρωας αυτός φορά συνεχώς τα γάντια του, προκειμένου να κρατήσει μόνον για τον εαυτό του τον ιό αυτής της πανίσχυρης, εξόχως μολυσματικής κατάρας. Θα μπορούσε να ήταν βέβαια ο οποιοσδήποτε άπελπις της εποχής μας, αλλά και ένας από αυτούς τους χαρακτηριστικούς τύπους, οι οποίοι κυκλοφορούν με άνεση και άλλη τόση επινοητικότητα στα λεγόμενα κλασικά μαύρα μυθιστορήματα, φέρ’ ειπείν εκείνα του Ζορζ Σιμενόν (βλ. π. χ. Η φυγή του κυρίου Μοντ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, εκδόσεις Άγρα, 2012) ή ακόμη και του κατά πολύ νεώτερου και επιτυχημένου δασκάλου του είδους της «αφηγηματικής αγωνίας» Στέφεν Κινγκ.
Έχοντας μοναδικό πλέον σκοπό του τη συγγραφή του βιβλίου του, το οποίο θα λειτουργήσει μαθηματικά ως ξόρκι, ο εμμανής στο Κράτα μου το χέρι επιχειρεί να υψώσει πάση θυσία υψηλά τείχη γύρω του, για να απομονώσει εκ του αφαλούς κάθε ανώφελο πειρασμό και κάθε αντιπαραγωγική πρόκληση της θλιβερής, πλην αδίστακτης καθημερινότητας. Τα χρήματα, τα οποία εν τέλει του έχουν απομείνει, από μια καθόλα ευπρεπή εργασία, παρεμφερή μάλιστα με εκείνη του κ. Γκον, του «καλύτερου νοσοκόμου του θεραπευτηρίου», τον οποίο γνωρίσαμε από κοντά στο προηγούμενο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μαμαλούκα, με τίτλο Κοπέλα που σε λένε Φίνι, (εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, 2009) του επιτρέπουν να νοικιάσει προσωρινά ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στο πίσω μέρος μιας καθόλα «γοτθικής» πολυκατοικίας. Στην πρόσοψή της λειτουργεί ένας μεγάλος κινηματογράφος, ο άκρως επιθετικός θόρυβος από τα ηχεία του οποίου αναγκάζει τον επίδοξο συγγραφέα να ξοδεύει τις ώρες των προβολών αρκετά μακριά από την ως εκ των πραγμάτων πολύτιμη φωλιά - οχυρό του. Δεν θα αργήσει όμως να συναντήσει ένα κορίτσι, επίσης ανώνυμο, το οποίο υπό την επήρεια ναρκωτικών εκδίδεται για λογαριασμό τρίτου. Σε αντίθεση με τη Φίνι, η οποία προσωποποιεί μια ακόμη εκδοχή της ύπαρξης, η οποία αγωνίζεται μέχρις εσχάτων για την απόκτηση και περαιτέρω διατήρηση του απόλυτου Αγαθού, η αρνητική ηρωίδα στο Κράτα μου το χέρι έχει περάσει ήδη εκούσα άκουσα στους τελευταίους κύκλους της επίγειας Κόλασης. Η προσωρινή της αποτοξίνωση δεν μπορεί κατά συνέπεια να έχει αίσιο τέλος. Επιστρέφει στη χρήση των ναρκωτικών ουσιών, όπως συμβαίνει σε πλείστες ανεπιτυχείς θεραπείες. Ο δε φόνος που έπεται περισσότερο υπονοείται παρά τελείται στο χαρτί. Και είναι, φρονώ, φόνος καθαρής και πολυπόθητης λύτρωσης, παρά πράξη μιας περιττής εκδίκησης.
Διακειμενικότητα
Σημειώνω ότι εδώ ο προσεκτικός αναγνώστης θα θυμηθεί και την παρεμφερή άτυχη, αρχετυπικά τραγική Σοφία Μακντόναλντ στην Κόψη του ξυραφιού του Σόμερσετ Μωμ. Έχω ήδη επισημάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής σημαίνοντα γνωρίσματα των υφολογικών και άλλων εμπεδώσεων του συγγραφέα: επαρκείς αποδόσεις των μεταπτώσεων της συμπεριφοράς των χαρακτήρων, συνεπείς καταγραφές των κλιμακώσεων της δράσης, προσεκτική μελέτη τόσο των εσωτερικών κραδασμών των πρωταγωνιστών, όσο και των εξωτερικών χώρων, εύστοχα διαλογικά μέρη, ελεγχόμενη ποιητικότητα στις εξακτινώσεις των περιγραφών, διακριτική ανάδειξη των χαρακτήρων σε καθολικότερες περσόνες, οι οποίες γνωρίζουν πώς να αναφέρονται σε καθιερωμένα λογοτεχνικά πρότυπα, χωρίς να χάνουν τη θεματική αυτονομία τους. Έτσι το διαβολικό κόκκινο σημειωματάριο, το οποίο δεν αποχωρίζεται ποτέ ο μοιραίος ανώνυμος στο τελευταίο αυτό έργο του Δημήτρη Μαμαλούκα, παραπέμπει με τη σειρά του στο δαιμονοποιημένο γαλάζιο σημειωματάριο ενός άλλου καταραμένου συγγραφέα, του κεντρικού δηλαδή χαρακτήρα στο λαμπρό μυθιστόρημα του Πολ Όστερ με τίτλο Oracle night (ή Η νύχτα των χρησμών, μετάφραση Βίκυ Κυριαζή, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 2004). Αντίστοιχα ισχύουν με το ρόλο των εμφανώς δυσοίωνων, δήθεν διαφημιστικών επιγραφών στο Κράτα μου το χέρι, οι οποίες συνομιλούν με τα όσα υπαινίσσονται οι όμοιές των στο αναλόγως «μαύρο», επαρκέστατα συγκερασμένο μυθιστόρημα Σκοτεινές επιγραφές του Αλέξη Πανσέληνου, το οποίο εκδόθηκε από το Μεταίχμιο το 2011.
Πρόκειται εν ολίγοις για μια δημιουργική, ευέλικτη γραφή, η οποία ξέρει να αξιοποιεί στο έπακρον τις δυνατότητές της, χωρίς να παύει να ανανεώνει κάθε φορά το στοίχημα της περαιτέρω αναβάθμισής της, καθρεφτιζόμενη με περίσκεψη στη λίμνη των προτύπων της. Προικίζοντας μάλιστα διαδοχικά τα διηγητικά της υποκείμενα με πειστική σωματική υπόσταση και ψυχική κατά περίπτωση επάρκεια, εξακολουθεί να προσδίδει στο τελικό αισθητικό προϊόν μια γερή δόση πραγματικότητας, ικανή και αναγκαία να εξισορροπήσει όσα η ασίγαστη φαντασία ξετύλιξε προηγουμένως στον κειμενικό καμβά.