Του Μάκη Πανώριου
Μόνο όταν έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το διαφορετικό, το ξεχωριστό, το εκ διαμέτρου αντίθετο ‘Άλλο’, από το καθημερινό, σύνηθες ‘φυσιολογικό’ προσβάσιμο και αναγνώσιμο, αντιλαμβάνεται το ανεξήγητο αίνιγμα της μυστηριώδους, ακατανόητης δημιουργίας. Αυτό διαπιστώνεται αν περιπλανηθεί κανείς στο ανθρώπινο τοπίο, έχοντας, βέβαια, «πάντα άγρυπνα και πάντα ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του», σύμφωνα με τον Ποιητή, και ‘συναντηθεί’ με τον προαναφερθέντα ‘Άλλο’ συνοδοιπόρο.
Η πρώτη εντύπωση δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι ένα αντίγραφό του, μια εντύπωση που συν τω χρόνω έλαβε τα χαρακτηριστικά υπαρξιακού δόγματος: Όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Δεν είναι. Διότι αμέσως μετά, θα διαπιστώσει την πλάνη του: Ο Άλλος είναι ένας Άγνωστος, ένας Ξένος, που έχει ενδυθεί = από τη Φύση; = τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του συνοδοιπόρου, αλλά μόνον αυτά. Το εσωτερικό του σύμπαν είναι, ανεξαρτήτως ‘ανθρώπινων’ εκδηλώσεων, μια αδιανόητη άβυσσος απ’ την οποία αναδύεται το θαύμα. Το διαπιστώνει κανείς έκθαμβος και, πιθανώς, σε στιγμές ψυχραιμίας, να αναρωτηθεί: Γιατί σ’ αυτόν κι όχι και σε μένα; Εξυπακούεται ότι δεν υπάρχει απάντηση. Κι έτσι, αρκείται στην απόλαυση του θαύματος, που παραπέμπει, και θα παραπέμπει πάντα, στο μυστήριο μιας αδιανόητης δημιουργίας. Ο λόγος για τους προικισμένους, που η Φύση τους δώρισε έναν θησαυρό, ενώ στους άλλους δεν έδωσε απολύτως τίποτε, παρά μόνο μια άχρηστη ζωή που συνήθως δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Πολύ φυσικό, επομένως, αυτοί οι Εκλεκτοί που κυκλοφορούν δίπλα μας, αλλά απέχουν έτη φωτός από εμάς τους κοινούς θνητούς λόγω του προαναφερθέντος πλούτου που εμπεριέχουν και που ουδείς μπορεί να οικειοποιηθεί ή υφαρπάξει, παρά μόνο να σταθεί εκστατικός μπροστά τους μπορεί, να προκαλεί και να ερεθίζει τον κοινό άνθρωπο, κυρίως τον πνευματικό. Αυτός θα επιχειρήσει να πλησιάσει τον Προνομιούχο, να τον προσεγγίσει, να τον ανιχνεύσει, να διεισδύσει στο απόρθητο άδυτό του, σε μια μάλλον απέλπιδα προσπάθεια να του αποκαλυφθεί η πηγή του θαύματος. Δύσκολο έως ανέφικτο εγχείρημα.
Μελετητές και θεωρητικοί, ωστόσο, συχνά ‘φωτίζουν’ το εν λόγω θαύμα, ενώ συγγραφείς μυθοπλάστες χρησιμοποιούν τον κάτοχό του ως ήρωα της μυθιστορηματικής γραφής. Πλήθος μουσικών, ζωγράφων, συγγραφέων, ποιητών, ηθοποιών, παρελαύνουν από τις σελίδες τους. Ο αναγνώστης, θα ‘γνωρίσει’ πιθανώς τον καθημερινό εαυτό τους, ίσως και το θαυμαστό έργο τους, ο Άλλος, όμως, και η ανεξιχνίαστη κρύπτη του, θα του διαφεύγει∙ κι όσο πιο ‘φανταστικός’ έχει δοθεί, τόσο πιο απροσπέλαστος και απρόσιτος αποδεικνύεται.
Ο Γάλλος ποιητής Ζαν Νικολά Αρθούρος Ρεμπώ (Σάρλεβιλ 1854=Μασσαλία 1891), όπως είναι το πλήρες όνομά του, είναι ένας απ’ αυτούς τους λίγους. Ως ‘καθημερινός’ άνθρωπος, κατά περίσταση, ήταν προκλητικός, αλαζόνας, άξεστος, είρων, σαρκαστικός, επιθετικός, έως και χυδαίος. Αλλά και σεμνός, γενναιόδωρος, έντιμος, ειλικρινής, ανθρωπιστής, κάτοχος της Ομορφιάς. Περιπλανήθηκε ανά τον κόσμο διάγοντας βίο έκλυτο και τυχοδιωκτικό, αναζητώντας, πιθανώς, στοργή και πνευματική συντροφιά, κυρίως το λαμπερό του όραμα. Έζησε μια θυελλώδη ερωτική σχέση με τον Πολ Βερλέν, έναν από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές της Ευρώπης, αν όχι και του κόσμου, εργάστηκε σε τσίρκο, ως οικοδόμος, έκανε λαθρεμπόριο όπλων. Δεκαεπτά ετών έγραψε «Το Μεθυσμένο Καράβι» 1871, ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που τον τοποθέτησε δια παντός στην κορυφή του Πανθέου των Αθανάτων. Τριάντα ετών ολοκληρώνει το θαύμα με τις «Εκλάμψεις» 1884, ένα επί πλέον ανεπανάληπτο αριστούργημα.
Και είναι αυτές ακριβώς οι μυθικές δημιουργίες που τον καταξιώνουν, κι όχι η προβληματική ζωή του, ποιος τη θυμάται τώρα πια εξάλλου. Αυτός την υπερέβη ούτως ή άλλως με τις στιγμές που γεννούσε το θαύμα, στιγμές που αποκαλύπτουν τον προικισμένο από τη Φύση με το θεϊκό μυστήριο Άλλο Εαυτό=Δημιουργό∙ και μετά την κατάθεσή του μπορούσε κι αυτός να ζήσει ως ‘κοινός’ άνθρωπος των παθών. Το μυθικό πλάσμα Ρεμπώ, με τις εξωτερικές αντιφάσεις και τους εσωτερικούς παραδείσους, όπως ήδη προειπώθηκε, δεν εξηγείται, δεν ερμηνεύεται. Θαυμάζεται και προκαλεί μόνο.
Και αυτή την πρόκληση της σαγήνης που εκπέμπει ο Άνθρωπος και Οραματιστής Ρεμπώ έχει δεχτεί και ο Βασίλης Τσιρώνης, που τον παρουσιάζει κατάλληλα μεταπλασμένο ως κεντρικό πρόσωπο του ανά χείρας σπουδαίου μυθιστορήματός του. Για τις ανάγκες της μυθοπλασίας ο ίδιος ο συγγραφέας, γοητευμένος πέραν πάσης αμφιβολίας από την υπνωτιστική γοητεία του Ποιητή, ενδύεται έναν από τους επινοημένους ήρωες της ιστορίας του για να τον συναντήσει στα τοπία του μύθου του. Πρόκειται για τον Φίλιππο, γόνο μεσοαστικής οικογένειας που την εγκαταλείπει προκειμένου να επιβεβαιώσει τη μοίρα του∙ εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας με τα εκ του μακρόθεν χαρακτηριστικά του Ρεμπώ, προκειμένου να γνωρίσει τον ίδιο τον Ποιητή. Η συνάντησή τους υπονοεί τη συνάντηση φαντασίας και πραγματικότητας. Τα δύο ‘καταραμένα’ πλάσματα, το φανταστικό και το ρεαλιστικό, θα συμβιώσουν, θα αυτοδηλωθούν ως άνθρωποι και ως δημιουργοί, και, υπερβαίνοντας τα δοσμένα όριά τους, θα χαθούν για μια φορά ακόμη στον αθάνατο μύθο τους.
Το μυθιστόρημα σχεδιάζεται υπό μορφή περιπλάνησης = αναζήτησης, κύριο χαρακτηριστικό του Ποιητή. Εδώ, όμως, θα λειτουργήσει με την υπαρξιακή σημασία του. Ο ‘υποψιασμένος’ άνθρωπος κινείται συνεχώς, αναζητώντας τη μοίρα; την αλήθεια; τον εαυτό; το νόημα της ύπαρξης; Πιθανώς όλα αυτά και άλλα ακόμη που του αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της οδοιπορίας του. Ο αναγνώστης θα το διαπιστώσει γνωρίζοντας τη Μητέρα του Φιλίππου, βασικό, συμβολικό πρόσωπο του έργου που κινείται και δρα ως αναζητητής του δραπέτη της γονικής εστίας, ο οποίος συνειδητά έκοψε τον ομφάλιο λώρο που τον συνέδεε με αυτήν. Κατά βάθος επιθυμεί να γνωρίσει τον Άγνωστο Υιό, ο οποίος, όμως, αποδείχτηκε ένας ακατανόητος Ξένος. Το γεγονός θα της επιτρέψει να γνωρίσει το αμφίβολο ανθρώπινο τοπίο, απ’ όπου εκπορεύονται όλες οι συνειδητές ή ασυνείδητες λειτουργίες του. Η ψυχανάλυση επιχείρησε, επί υγειών τουλάχιστον ανθρώπων, να τις διερμηνεύσει. Ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων της, ο εσωτερικός πυρήνας τους παραμένει μέχρι στιγμής άγνωστος. Ο οραματιστής Ρεμπώ τον προσέγγισε, όντας κάτοικος και γνώστης αυτού του ανήκουστου τοπίου∙ θα τον περιγράψει ως «Μια εποχή στην κόλαση».
Υπό ευρεία έννοια ο Βασίλης Τσιρώνης ρίχνει και αυτός ένα τολμηρό, αποκαλυπτικό βλέμμα, στην αινιγματική αυτή περιοχή, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στα πρόσωπα που την οικοδομούν. Με ή χωρίς προσωπείο επιβεβαιώνουν με την προβληματική συμπεριφορά τους την ανεξήγητη αυτή γενεσιουργό μήτρα απ’ την οποία μοιάζει να προέρχονται. Αλλά ποιά είναι αυτά τα πρόσωπα; Είναι αυτά που μας εμφανίζονται ή κάποια άλλα που παραμένουν άγνωστα, και που ούτε οι ξενιστές τους δεν θα γνωρίσουν ποτέ; Η Μητέρα είναι μόνο η κλασική Μητέρα ή μία υπολανθάνουσα Ιοκάστη; Ο Φίλιππος είναι απλώς ο ‘άσωτος υιός’ ή η διαστρεβλωμένη ‘μετενσάρκωση’ του Ρεμπώ; Ο Ζερόμ είναι ή ήταν ο ιδανικός φίλος Φιντίας ή ένας ερμαφρόδιτος που αποδέχτηκε ένας εαυτό που δεν διανοήθηκε ποτέ πως είναι; Η Νάντια, η μεταμφιεσμένη αδελφή του Ρεμπώ Ίζαμπελ, είναι μόνο ή ομογάλακτη αδελφή του Φιλίππου ή μια αποστασιοποιημένη Ξένη που βρέθηκε ‘εκεί’ και την παγίδεψε συναισθηματικά η μαγεία του θεϊκού Αδελφού; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η‘Κόλαση’ παραμένει αίνιγμα, κι όσο επιχειρείται η αποκρυπτογράφησή του, τόσο πιο δυσεπίλυτο αποδεικνύεται. Ο Ρεμπώ, που υπερβαίνοντας το χρόνο και ακυρώνοντας τον θάνατό του για να λάβει μέρος στη συναρπαστική ιστορία, το επιβεβαιώνει επαναλαμβάνοντας τον δοσμένο εαυτό του, αλλά για να μεταμορφωθεί σε σύμβολο γοητείας της φοβερής αβύσσου απ’ την οποία κατάγεται και αυτός και τα πρόσωπα που κινούνται γύρω του. Ο Πατέρας του Φιλίππου, τέλος, εμφανίζεται ως αεροπόρος, υπερίπταται, υπονοώντας τον αναζητητή του ύψους, της κορυφής. Ένας ιδανικός Φαέθων, ένας παράτολμος Ίκαρος. Κι ίσως γι’ αυτό εξασκεί μια μυστηριώδη έλξη στον Υιό, συμβολίζοντας το όνειρο που θα ήθελε και αυτός να κατακτήσει.
Υπό αυτήν έννοια όλα τα πρόσωπα του έργου είναι καταδικασμένα να αναζητούν, πιθανώς, εκείνον τον άλλο, ανώτερο εαυτό που δεν θα συναντήσουν ποτέ για να τους επιλύσει το ίδιο το μυστήριό τους, ή ακόμη και μια δικαιολογία της γήινης περιπέτειάς τους. Κι αυτή είναι η τραγωδία τους, η τραγωδία του υπαρξιακού ανθρώπου γενικώς. Συνειδητά ή ασυνείδητα, τα εν λόγω πρόσωπα του έργου, προβολές αν όχι και συμβολικά κακέκτυπα του ανθρώπου γενικώς, είναι δέσμια αυτής της ακατανόητης ‘μοίρας’∙ εμφανίζονται από το ‘πουθενά’, δηλώνουν εαυτόν, χάνονται στο σκοτάδι, και επανέρχονται με άλλα προσωπεία για να επαναλάβουν την ίδια ακριβώς ιστορία. Κι ίσως γι’ αυτό μοιάζει σα να βιάζονται να εξαντλήσουν την επώδυνη ιστορία τους για να επιστρέψουν στο μύθο τους, κι ας έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι καταδικασμένα να επανέλθουν για να συνεχίσουν το μαρτύριό τους επ’ άπειρον.
Ο Βασίλης Τσιρώνης έγραψε ένα σημαντικό, προκλητικό μυθιστόρημα πολλαπλών αναγνώσεων. Με μια γλώσσα ζωντανή, άμεση, ιδιαιτέρως λογοτεχνική, γνωρίζοντας τη σημασία της λεπτομέρειας, τη σημασία του μύθου γενικότερα, δεν προσφέρει μόνο την απόλαυση της ανάγνωσης, αλλά και κάτι περισσότερο: τολμά να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Κι αυτό είναι το ουσιώδες.
Ο Ρεμπώ του Νότου
Εκδόσεις Σαββάλας
Αθήνα 2011, σελ.: 272