Της Αργυρώς Μαντόγλου
Μια κιβωτός αφηγήσεων
Τα νησιά πάντα κατείχαν κεντρική θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας. Υπήρξαν οι πλέον πρόσφοροι τόποι για την εξέλιξη των συγκρούσεων ανάμεσα σε αντιπάλους, για τη δραματοποίηση των αντιπαραθέσεων, και δίνοντας τροφή στο φαντασιακό αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης ενός αριθμού κλασικών έργων όπως «Ο Ροβινσώνας Κρούσος» του Ντανιέλ Νταφόε και τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ.
Το νησί, ένα κομμάτι γης αποκομμένο από τη στεριά αποτελούσε, επίσης, γόνιμο έδαφος για τη δημιουργία μύθων και θρύλων. Πλήθος οι αφηγήσεις για μαγικά νησιά, όπου οι ήρωες καταφεύγουν για να αναπαυθούν, να ανακτήσουν δυνάμεις, να μεταμορφωθούν, και από τα οποία κάποια μέρα επιστρέφουν αλλαγμένοι στην Ιθάκη τους. Νησιά που γητεύουν τους ξένους και χάνονται για πάντα απεικονίζονται σε έναν μεγάλο αριθμό μυθιστορημάτων, νησιά όπου καραδοκούν κίνδυνοι και τρομακτικά στοιχεία: Κανίβαλοι, πειρατές, φονικές δυνάμεις της φύσης, και άλλοι κίνδυνοι που παραφυλάν στην ενδοχώρα, την ώρα που τα παράλια φαντάζουν εξωτικά και παραδεισένια.
Το νησί ως μεταφορά και ως παγίδα
Ο Χρήστος Αστερίου στο Ίσλα Μπόα χρησιμοποιώντας το νησί ως μεταφορά, έχει ενσωματώσει πολλές από αυτές τις ευρέως διαδεδομένες φαντασιώσεις, με τις οποίες θα έρθουν αντιμέτωποι οι χαρακτήρες του. Μαζί με τα στοιχεία της φύσης και τους προσωπικούς τους δαίμονες θα κλιθούν να αντιμετωπίσουν και έναν αριθμό απρόβλεπτων καταστάσεων που ο καθένας με τον τρόπο του θα υποχρεωθεί να διαχειριστεί. Ναυαγοί της ζωής, καταφεύγουν σ’ αυτό το νησί, έναν παράδεισο χαμένων ευκαιριών, ο οποίος σε σύντομο διάστημα μετά την άφιξή τους αποδεικνύεται εφιάλτης και από τόπος ευφορίας γίνεται τόπος εξορίας και δοκιμασίας.
Το μοτίβο των ναυαγών σε ένα μικρό ερημικό νησί που στη συνεχεία αποδεικνύεται και μια θανατηφόρα παγίδα από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν, είναι ευρέως διαδεδομένο σ’ όλες τις μυθολογίες από την αρχαία ελληνική έως την σκανδιναβική. Ο Αστερίου χτίζει την ιστορία του πάνω σε αυτό το μοτίβο, προσαρμόζοντάς το στη σύγχρονη πραγματικότητα και ως ένα βαθμό αντιστρέφοντάς το, καθώς εδώ δεν πρόκειται για ναυαγούς ούτε για εξερευνητές αλλά για παίχτες ενός παιχνιδιού τύπου Surviror που μεταβαίνουν στην άκρη του κόσμου με τη θέλησή τους, εναποθέτοντας τις τελευταίες τους ελπίδες στην τύχη και σε ένα παιχνίδι που αποδεικνύεται ολέθριο. Στην αρχή έχουν κι εκείνοι στο μυαλό τους το διαδεδομένο στερεότυπο του εξιδανικευμένου νησιού, της «Πολυπόθητης χαμένης Ατλαντίδος» και όλοι τους είναι πεισμένοι πως θα επιστρέψουν από εκεί με το τρόπαιο που θα τους αλλάξει τη ζωή – το χρηματικό ποσό που θα επιλύσει για πάντα τα προβλήματά τους.
Δέκα άνθρωποι από διαφορετικά μέρη του πλανήτη επιλέγονται από ένα αμερικανικό κανάλι για να πάρουν μέρος σε ένα παιχνίδι με μεγάλη χρηματική αμοιβή. Οι προετοιμασίες περιβάλλονται από μεγάλη μυστικότητα, οι συμμετέχοντες έχουν πάρει εντολή να μην αποκαλύψουν τίποτα σε κανέναν, και όλες οι κινήσεις τους μέχρι την άφιξη τους στο Ισλα Μπόα, ένα ακατοίκητο νησί κάπου στον Ατλαντικό, παραμένουν μυστικές. Όλοι οι παίχτες θα μεταβούν εκεί με υδροπλάνο, μαζί με τα συνεργεία και τον παρουσιαστή Τίμορυ Μπιουμίλερ που έχει αναλάβει την κάλυψη του παιχνιδιού, έναν ξεχασμένο ηθοποιό – πεισμένος πως του δίδεται μια δεύτερη ευκαιρία μετά την κατιούσα που είχε πάρει η καριέρα του.
Όλοι οι παίχτες έχουν αποθέσει σε αυτή την αποστολή τις ελπίδες τους για την αποκατάσταση της ζωής τους, ενώ για τον ιθύνοντα νου είναι ένα ανθρωπολογικό πείραμα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, καθώς φιλοδοξεί στην αναδημιουργία ενός παγκόσμιου χωριού. Κάποιος, όμως, στα κέντρα αποφάσεων γνωρίζει περισσότερα για αυτούς απ’ όσο οι ίδιοι φαντάζονται. Γνωρίζει προτιμήσεις, παρελθόν κι επιθυμίες και μέσα από τη διαδικτυακή κατασκοπεία, έχει ερευνήσει και ξέρει πως δεν έχουν περιθώρια να αρνηθούν.
Το παιχνίδι έχει μια ιδιαιτερότητα. Η μεγαλύτερη καινοτομία του είναι πως δεν επιτρέπεται σε κανέναν να αποχωρήσει ως την τελευταία μέρα και η ετερογένεια των συμμετεχόντων αναμένεται να δημιουργήσει σασπένς και να πυροδοτήσει αναπάντεχες εξελίξεις: «Στόχος ήταν να δημιουργήσω μια μικρογραφία του παγκόσμιου χωριού στο ερημονήσι. Να διαπιστώσω αν οι άνθρωποι θα μπορούσαν να βρουν κοινά στοιχεία και να συμβιώσουν. Η πείνα και οι κακουχίες βγάζουν στην επιφάνεια τον βαθύτερο εαυτό σου» διατείνεται ο ιθύνων νους και διευθυντής του καναλιού, Σάμυ Κόου στη νεαρή δημοσιογράφο που αργότερα θα πάει μέχρι την Καλιφόρνια για να του πάρει συνέντευξη.
Κάποιοι από τους συμμετέχοντες είναι: Ο καναδός Ρέιμοντ Ολι, ένας έγχρωμος σεφ από τον Καναδά, ιδιοκτήτης ενός καφέ, υπερχρεωμένος και τζογαδόρος, έχει άμεση ανάγκη να χρήματα. Εύκολος στόχος γιατί αν δεν ξεχρέωνε τους τοκογλύφους θα κατέληγε στη φυλακή.
Η Φου Μινγκ σαράντα χρονών και ανύπαντρη Κινέζα εργασιομανής, εργάζεται σκληρά σε μια εταιρεία συμβούλων στην Σαγκάη, ζει ταυτόχρονα και μια εικονική ζωή ως Purple, η εναλλακτική της ταυτότητα στο διαδίκτυο, η οποία έχει ό,τι η ίδια στερείται: δεν αρρωσταίνει, δεν έχει άγχος θανάτου, δεν θρηνεί το χαμό κανενός. Η Φου Μινγκ θέλει να είναι η νικήτρια στο παιχνίδι για να απαλλαγεί από το καθημερινό μαρτύριο του γραφείου και να ζήσει όπως το αβατάρ της.
Ο Γιούργκεν Ντρεέρ, ο γερμανός οικολόγος μετά από πλήθος διαψεύσεων, θεωρεί πως ίσως στο Ισλα Μπόα, μακριά από τον δυτικό πολιτισμό, θα βρει την ουτοπία στην αμόλυντη φύση και από την πρώτη στιγμή το νησί του δίνει την αίσθηση της απόλυτης απομόνωσης μακριά απ’ όσα τον καταπίεζαν, και ελπίζει πως, έστω και σε μορφή τεχνητού πειράματος, θα καταφέρουν να δημιουργήσουν αυτοί οι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι έναν καινούργιο κώδικα συμβίωσης.
Η Ζέινα μια απελπισμένη καρκινοπαθής από τη Βηρυτό, και η Μάνια από την Ελλάδα που η κρίση και η ανεργία δεν της άφηνε περιθώρια αντίστασης στο κάλεσμα, η Τερέζα από την Αργεντινή που είχε ήδη υποστεί τις συνέπειες της χρεοκοπίας στη χώρα της καθώς και ο Κενυάτης μαραθωνοδρόμος Αμπέμπε που δεν έχει τίποτα να χάσει.
Η αμοραλιστική ηθική των πολυεθνικών για τις οποίες η ανθρώπινη ζωή είναι ένα ακόμα πιόνι για τα δικά τους συμφέροντα, η απόλυτη έλλειψη στοιχειώδους ενδιαφέροντος για την ζωές εκείνων που επιστράτευσαν στο παιχνίδι τους, αλλά και οι παντελής έλλειψη ηθικών φραγμών, θα καταστήσει την παραμονή στο νησί μια τραγωδία και τον χαμό ανθρώπων, όπως κυνικά σχολιάζει ο Σάμυ Κόου, μια ακόμα «παράπλευρη απώλεια».
Ο Αστερίου, σκηνοθετώντας τη συνάντηση τόσων διαφορετικών ανθρώπων, άλλων εθνικοτήτων, πολιτισμικών καταβολών, ηλικιών και αιτημάτων σε ένα ερημικό νησί, βρίσκει την ευκαιρία να εξετάσει ανισότητες, τη διαφορά στον τρόπο διαχείρισης των κρίσεων, αν και βλέπουμε πως σταδιακά όλοι απεκδύονται τις πολιτισμικές τους επιστρώσεις καθώς η επιβίωση τους καθιστά ευάλωτους – ίσους απέναντι στο φόβο και την πείνα.
Το νησί θα γίνει μια αρένα και όλοι θα κινδυνεύσουν είτε από τους συμπαίχτες τους, είτε από τα στοιχεία της φύσης. Όλες οι σχέσεις εκεί γίνονται διάφανες, οι αντιθέσεις έρχονται σε πρώτο πλάνο, ένα μέρος όπου ιδανικά θα ήταν ο παράδεισος κάθε ανθρωπολόγου, γίνεται ένας επίγειος λάκκος, όπου μόνο οι ιδιαίτερα ανθεκτικοί έχουν την ευκαιρία να επιβιώσουν.
Οι εμπειρίες στο νησί είναι κοινές για όλους: η πείνα, η εξάντληση, η έκπληξη, η απογοήτευση, η προσμονή∙ ο καθένας όμως την εισπράττει διαφορετικά, ανάλογα με το πολιτισμικό του παρελθόν, τις εγγραφές, τις καταβολές και την παιδεία του, γι’ αυτό και βλέπουμε πως ο καθένας με διαφορετικό τρόπο αφηγείται την εμπειρία του κι από διαφορετικό σημείο εκκίνησης.
Το «Πείραμα»
Το «Πείραμα» αφορά μεν στο τρόπο που η ανθρώπινη φύση αντιδρά σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αλλά προεκτείνεται και στον τρόπο που εκφέρεται η εμπειρία του. Άλλος διηγείται με λεπτομέρειες τα ακριβή περιστατικά που τον οδήγησαν σ’ αυτή την επιλογή, άλλος στέκεται στο παρόν και αναλύει τα όσα διαδραματίζονται μπροστά του, άλλος ανατρέχει στην παιδική του ηλικία, στα όνειρα και στις διαψεύσεις του και άλλος με παραληρηματικό λόγο κατορθώνει να εντάξει αυτή την ακραία περιπέτεια στην ιδιωτική του αφήγηση. Σαν να μιλούν μπροστά σε μια κάμερα, δίνεται η ευκαιρία στον καθένα να παρουσιάσει μέρος του εαυτού του και της ιστορίας του. Όλοι έχουν τις δικές τους στιγμές επιφάνειας και επώδυνης αποκάλυψης που εντείνονται από την πείνα και τις κακουχίες, στιγμές και το νόημα του βίου τους περνάει αστραπιαία μπροστά τους, δίνοντας τη σκυτάλη σε άλλες εικόνες βαθύτερα καταχωνιασμένες στα βάθη της συνείδησής τους.
«Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος» – θα πει ο Γάλλος Φρανσουά Ντιτό, μέλος της αποστολής, κι αυτό θα γίνει ορατό από τον τρόπο αφήγησης της εμπειρίας του. Αυτοί που παίρνουν το λόγο, με το δικό τους ύφος και λόγο μας περιγράφουν το τι βίωσαν προκειμένου να αποδοθεί ένα νόημα στο παράλογο της κατάστασής τους. «Το Ισλα Μπόα δεν ήταν παρά η έκφραση του μηδενός (μια κάρτα μπλανς) λευκό χαρτί από το οποίο καλούμασταν να κατασκευάσουμε κάτι, να δημιουργήσουμε». Ο διανοούμενος Γάλλος, για παράδειγμα, κατορθώνει να ενσωματώσει αυτή την επώδυνη εμπειρία σε μια ευρύτερη προσωπική αφήγηση: Μαζί με τη συνέχιση της ζωής του να διευρυνθεί και η εξιστόρηση, πασχίζοντας να δοθεί σ’ αυτή την περιπέτεια ένα πριν κι ένα μετά, δηλαδή ένα νόημα.
Το νησί γίνεται μια επιπλέουσα κιβωτός αφηγήσεων, ιστοριών, προσδοκιών και δοκιμασιών, μια κιβωτός που ίσως φθάσει σε στέρεο έδαφος, διασώζοντας όποιον δεν την προδώσει και παραμείνει πιστός σε έναν ενδότερο στόχο, όχι στο κέρδος αλλά στην αξία του ρίσκου, και στην ανάγκη της ένταξης της εμπειρίας σε μια ευρύτερη αφήγηση.
Τα μυθιστορήματα που έχουν ως θέμα το ταξίδι σε ερημικά νησιά, αποκομμένα από τον πολιτισμό και όπου η ουτοπία σταδιακά μετατρέπεται σε δυστοπία αποτελούσαν πάντα και σχόλια ή αλληγορίες για τα δεινά της αντίστοιχης περιόδου που είχαν γραφεί. «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα νησιά» του Ντ. Χ. Λόρενς και το φουτουριστικό «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» του Άλντους Χάξλεϊ, για παράδειγμα, σχολίαζαν, ανάμεσα στα άλλα, τον κίνδυνο της ναρκισσιστικής κουλτούρας των αρχών του εικοστού αιώνα και την άνοδο του φασισμού. «Τα ταξίδια του Γκάλιβερ» και ο «Ροβινσώνας Κρούσος», αποτέλεσαν σημαντικά σχόλια για τις κοινωνικές δομές του δεκάτου ογδόου αιώνα, ο δε «Άρχοντας των Μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντιγκ παρουσίασε την άνοδο της ατομικότητας και τη συρρίκνωση της συλλογικότητας το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και στο Ίσλα Μπόα η ετερογενής ομάδα που καταφθάνει στο νησί, η συνύπαρξη, οι αγώνες επιβίωσης αλλά και οι λόγοι που τους ανάγκασαν να βρεθούν εκεί αποτελούν ένα πολιτικό σχόλιο για την καθημερινή απάνθρωπη παγκόσμια κρίση αξιών, τον οικονομικό και ηθικό ξεπεσμό, την τεχνολογικά αναπτυγμένη εποχή μας που έχει μετατρέψει τους ανθρώπους σε λεία αδίστακτων επιχειρηματιών.
Το νησί ως μυθιστορηματικός τόπος λειτουργεί και ως γέφυρα ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό αλλά και πεδίο σύγκλισης και αποδόμησης των αντιθέσεων καθώς παρουσιάζονται ταυτόχρονα ως ουτοπίες αλλά και δυστοπίες, παράδεισοι αλλά και κολαστήρια, διασταυρώσεις πολιτισμών αλλά και αρένα αναμέτρησης με τον εχθρό. Παρά τις ανισότητες και τις διαφορές των ταξιδευτών, δίδεται η ευκαιρία να αναμετρηθούν, να δοκιμαστούν οι αντοχές τους αλλά και να αναρωτηθούν για τις έως τώρα προτεραιότητές τους. Κατ’ αυτήν την έννοια το νησί παρέχει την ευκαιρία να αναθεωρήσουν την κοσμοθεωρία τους, τις αξίες τους, αλλά και τον τρόπο παραγωγής νοήματος.
Χρήστος Αστερίου
Εκδόσεις Πόλις, 2012
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ