
Για το μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Το μακρύ ταξίδι της μίας μέσα στην άλλη» (εκδ. Πατάκη). Εικόνα: Από τον πίνακα «Η Παναγία διαβάζει» του Αντονέλλο ντα Μεσσίνα.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη (εκδ. Πατάκη) εκτυλίσσεται ένα μεταφορικό ταξίδι: μια γυναίκα περνά τα χίλια δεινά εν μέσω εμμηνόπαυσης και αναθεωρεί τη σχέση της με τον κόσμο, τον προσδιορισμό του φύλου της και τη σχέση της με τη λογοτεχνία. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως το ταξίδι της «μιας» (της κόρης) γίνεται μέσα στη μήτρα της «άλλης» (της μάνας), αλλά αυτή θα ήταν μια απλοϊκή προσέγγιση. Κι αυτό γιατί το βιβλίο φέρει ενστιγματικά απόηχους από το γυναικείο ζήτημα, όπως αυτό αρθρώνεται στα επιμέρους κεφάλαια αυτής της μαρτυρικής υπόθεσης.
Και γιατί την αποκαλούμε «μαρτυρική»; Γιατί, όποια και αν είναι η αφηγήτρια αυτής της καθαρής μυθοπλασίας, δεν παύει να απηχεί κάθε δευτερόλεπτο τη φωνή της συγγραφέως, έτσι ώστε ο χαρακτήρας που αναδύεται να είναι ξεκάθαρα η Αμάντα που πάσχει (αυτομυθοπλασία). Μια πάσχουσα γυναίκα, που καταγράφει τα πάθη δεκάδων γυναικών. Γυναικών λογοτεχνών, συζύγων, μητέρων, θυγατέρων, αδελφών, ερωμένων, επαγγελματιών, ανώνυμων και επώνυμων γυναικών που θυσιάζονται καθημερινά ανά την Ιστορία στον βωμό της μοναχικής περιπέτειας που λέγεται μητρότητα. Αυτή η πολυπρόσωπη τοιχογραφία μαρτυρίου περιέχει πινελιές φιλοσοφίας, βιοσοφίας και βιωματικές μαρτυρίες, ενώ κυρίως παίρνει, όπως εύστοχα επισημαίνει η Τίνα Μανδηλαρά, «την εξωτερική μορφή της τραγωδίας, με την πάροδο, τα στάσιμα, τους κομμούς αλλά και τις μονωδίες/διωδίες».
Οι κύριοι άξονες του βιβλίου
Η προσωπική εμπειρία της συγγραφέως -της οποίας η μητέρα πράγματι ονομάζεται Μαρία και της οποίας η κόρη ονομάζεται πράγματι Μαρία-Κλάρα- δεν παρουσιάζεται ανεπεξέργαστη, αλλά περνά από τον ηθμό ενός μεταφυσικού οράματος: ότι, όπως οι γυναίκες στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» κυλούν σαν ποτάμια τα νερά τους και χύνονται μαζί στη θάλασσα, οι γυναίκες της Αμάντας Μιχαλοπούλου (η Μαίρη Σέλλεϋ, η Σούζαν Σόνταγκ, η Τζούλια Κρίστεβα, η Μάτση Χατζηλαζάρου, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η μάνα της, η κόρη της, η αδελφή της, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η μητέρα του Μπενίτο Μουσολίνι, η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη και τόσες άλλες), όλες ανεξαιρέτως, θα περάσουν από τον ηθμό της αγιότητας, γιατί όλες κατά κάποιον τρόπο θα είναι Παναγίες και όλες θα αντιλαμβάνονται, κάπου δίπλα τους, ένα «κουνέλι κάτω από το στρώμα της γυάλινης επιφάνειας».
Αυτή την ενοχική παραδοχή την κάνει η ίδια η Παναγία, τη στιγμή που από πίσω ηχούν οι καμπάνες για την Κοίμησή της.
Αυτό το ταξίδι που πραγματοποιεί η ποιητική φαντασία της Αμάντας Μιχαλοπούλου είναι ξεκαρδιστικό σε κάθε του σημείο: το χιούμορ είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Οποιοσδήποτε φοίτησε σε φιλοσοφική σχολή εκείνη την εποχή δεν θα ξεχάσει τις δεκάδες Μαντόνες των αναγεννησιακών ζωγράφων, που του επέβαλε ο Χρύσανθος Χρήστου να απομνημονεύσει στην Ιστορία της Τέχνης. Κατάλογοι ολόκληροι με τα διαφορετικά ονόματα της Παναγίας καταρτίζονται ώστε να βομβαρδιστεί η πάσχουσα συνείδηση των ανθρώπων από την εμμονική ιδέα περί άμωμου συλλήψεως. Δεν ξέρουμε πόσο αιρετική μπορεί να θεωρείται η αμφισβήτηση αυτής της εμμονής στις μέρες μας, είμαστε όμως βέβαιοι πως πολλούς θα τους σοκάρει. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου θα υιοθετήσει ένα παζλ αφηγηματικών τεχνικών και θα αφήσει την πολυπρόσωπη αφηγήτριά της να διασκεδάσει τις αρχικές εντυπώσεις, παίζοντας με τη σύλληψη της φροϋδικής Επιθυμίας, «που την παρατηρούμε σαν ένα λουλούδι όταν δεν την πραγματοποιούμε». Αυτή την ενοχική παραδοχή την κάνει η ίδια η Παναγία, τη στιγμή που από πίσω ηχούν οι καμπάνες για την Κοίμησή της. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα τολμηρό και καινοτόμο, όπως πολύ τολμηρή είναι και η συνέντευξη της συγγραφέως με τη μάνα της δολοφονημένης Ελένης Τοπαλίδου και οι συνεντεύξεις, που τη συνοδεύουν, με τη δεκάχρονη Αφγανή και με τον non binary Όουεν της φυλομετάβασης.
Η υποκρισία των συμβολικών μας συστημάτων
Δεν έχει σημασία η φάση στην οποία έχει περάσει το φεμινιστικό κίνημα: το δόγμα συνεχίζει να ευνουχίζει τη γυναίκα από τον ερωτισμό της, να ενοχοποιεί την έμμηνο ρύση, να συνδέει το προπατορικό αμάρτημα με την Εύα και να αθωώνει τους άνδρες, αυτό είναι ηλίου φαεινότερον. Ιεροποίηση της παρθενικότητας, της μητρότητας και του μητρικού θηλασμού, απαντοχή στον πόνο (που ελάχιστα τον μοιράζονται οι σύζυγοι), εξεικονίσεις της Θεοτόκου/Τροφού, οράματα με την Παναγιά, εικόνες της Παναγιάς που δακρύζουν, κροκοδείλια δάκρυα με τις επιπόλαιες ταυτίσεις των μητέρων/προσφύγων με τη Θεοτόκο, και ούτω καθ’ εξής.
Πώς να μελετήσει μια γυναίκα τις γυναίκες εάν δεν δει τον ρόλο της ως μάνας, ως κόρης και ως μάνας μιας κόρης; Το δικαίωμα στην άμβλωση, τα οικονομικά δικαιώματα και η αντισύλληψη, η αμφισβήτηση της «φυσικότητας» του μητρικού ενστίκτου, η εχθρότητα προς τη σεξουαλικότητα και η υποταγή στον κύκλο της μητρότητας είναι ζητήματα που απασχολούν, εννοείται, κάθε προβληματισμένη γυναίκα: η Αμάντα Μιχαλοπούλου τοποθετεί απέναντί της ως κριτή την ανεξάρτητη, ενήλικη κόρη της, ώστε να προβεί σε μια διαδικασία αυτογνωσίας ιδιαίτερα επίπονη. Κρίσεις, αντιστροφή ρόλων, αλλαγή εποχής και συστήματος αναφορών, υποχώρηση, πείσμα, δυσφορία, η αποκάλυψη της οιδιπόδειας προσκόλλησης και η ανακάλυψη της αυτονομίας, η αναθεώρηση, η θλίψη και η αλλαγή ρόλων είναι οι φάσεις που περιλαμβάνει αυτό το προτσές.
«Βάζεις τον εαυτό σου στο στόμα μου και πνίγομαι»
Φυσικά και έκαναν το ίδιο η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η Ελέν Σιξού και η Λυς Ιριγκαρέ, όμως το κάνει εξίσου διεξοδικά και η Αμάντα Μιχαλοπούλου, εκφεύγοντας τον ύφαλο της στείρας αυτοβιογραφίας κι εκμυστηρευόμενη τις μύχιες σκέψεις της, εντάσσοντας, δε, στο αφηγηματικό της υλικό και τις αρνητικές επιστολές του συζύγου της, της μητέρας της και της κόρης της, σε ένα μεταβατικό κεφάλαιο προς την απενοχοποίηση. Η ουσιαστική γυναικεία τραγωδία, κατά τη γνώμη μας, συνίσταται στην αμφιθυμική σχέση Μάνας και Κόρης: αυτήν τη σχέση που πάσχισαν να ερμηνεύσουν οι Γιουνγκ, Φρόιντ, Στάινερ, κάνοντας βεβαίως νέες προβολές της ανδρικής οπτικής γωνίας του ζητήματος με τον «φθόνο του πέους» και όλα αυτά τα κουραφέξαλα.
Και όλα αυτά τα διατυπώνει σε ένα νέο λεξιλόγιο, από τις τάξεις του οποίου θα απουσιάζουν, πλέον, όλες οι μεταφορές των γλωσσών του κόσμου για την εγκυμοσύνη, την έμμηνο ρύση και την εμμηνόπαυση.
Στην περίπτωση της Αμάντας Μιχαλοπούλου, δεν επιχειρείται κάποια αποφυγή ρόλων. Αντίθετα, με ειλικρίνεια και αυταπάρνηση η συγγραφέας παραδέχεται τις απανωτές προβολές και τους αμοιβαίους κατοπτρισμούς ανδρικά επιβεβλημένων ρόλων. Είναι επιλογή της να υπερτονίσει λογοτεχνικά τους θυσιαστικούς ρόλους, ώστε να αναδείξει τις επιβλαβείς τους συνέπειες, σημαντικότερη από τις οποίες είναι η Απώλεια Εαυτού που επιφέρει η Μητρότητα. Και όλα αυτά τα διατυπώνει σε ένα νέο λεξιλόγιο, από τις τάξεις του οποίου θα απουσιάζουν, πλέον, όλες οι μεταφορές των γλωσσών του κόσμου για την εγκυμοσύνη, την έμμηνο ρύση και την εμμηνόπαυση.
«Κτερίσματα ενός αρχαίου πολιτισμού συναισθημάτων»
Και ποιο είναι αυτό το λεξιλόγιο; Αυτό το εφευρίσκει η άξια συγγραφέας με τον εσωτερικό μονόλογο, θεωρώ, σε μια από τις καλύτερες στιγμές του. Με ένα απολαυστικό ρεύμα συνείδησης γεμάτο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Με τη γλαφυρή αποτύπωση του μαρτυρίου των γυναικών και του μπλοκαρίσματος του γυναικείου κορμιού, του τέλους αυτής της ασφυξίας και της αρχής της γυναικείας απενοχοποίησης και αυτονόμησης. Με καινοτόμες λεξιλογικές ακροβασίες και εξωφρενικούς συνειρμούς, που επιστρατεύουν τα διδάγματα του υπερρεαλισμού, χωρίς απαραίτητα να κατατάσσουν τεχνοτροπικά το βιβλίο σε κάποια κατηγορία.
Εδώ, στην τραγωδία που συνθέτει η Αμάντα Μιχαλοπούλου, οι μαμάδες ξεσκατίζουν τα μωρά, αγχώνονται όταν τα μωρά γλιστρήσουν, τους κόβεται η ανάσα όταν τα μωρά βήχουν: είναι γυναίκες ενοχικές, επιβαρυμένες με ευθύνες που δεν τους αντιστοιχούν (...)
Δεν υπάρχουν μόνο ο Ληρ, ο Άμλετ, ο Ορέστης και ο Οιδίποδας, λοιπόν: υπάρχει το ζωντανό, καταγεγραμμένο δράμα ηρωίδων που παραλίγο να γίνουν κλασικές ηρωίδες τραγωδίας, αλλά δεν βρέθηκε ένας ακόμη Ευριπίδης να τις αναδείξει. Εδώ, στην τραγωδία που συνθέτει η Αμάντα Μιχαλοπούλου, οι μαμάδες ξεσκατίζουν τα μωρά, αγχώνονται όταν τα μωρά γλιστρήσουν, τους κόβεται η ανάσα όταν τα μωρά βήχουν: είναι γυναίκες ενοχικές, επιβαρυμένες με ευθύνες που δεν τους αντιστοιχούν, έτοιμες να καταρρεύσουν. Βιώνουν την υψίστη των τραγωδιών. Τα κατά ποιόν μέρη του πάθους τους είναι συνεπή προς τον αριστοτελικό ορισμό – αυτό που αλλάζει είναι το φύλο του πρωταγωνιστή: εδώ πρωταγωνιστούν οι Μαρίες που δεν είναι πια Παναγίες σώνει και καλά, ούτε παρθένες, αλλά γυναίκες «στα πρόθυρα νευρικής κρίσης».
Το βιβλίο της Αμάντας δεν είναι ούτε ένα παλίμψηστο πολυειπωμένων αληθειών ούτε ένα ποιητικό δοκίμιο: είναι μια έκθεση ζωγραφισμένων εκδοχών του ίδιου της του εαυτού, ένα ψυχικό ημερολόγιο μεταμορφώσεων γεμάτο χιούμορ που επιτρέπει στον αναγνώστη να ανοίξει έναν πολυεπίπεδο διάλογο με τη γυναίκα συγγραφέα και να την αγγίξει ψυχικά. Αντιλαμβάνεστε πόσο σπουδαίο είναι να συμβεί αυτό για έναν άνδρα αναγνώστη.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου και χορού.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου έχει τιμηθεί με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Ρεύματα για το Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη (1993), το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» για το Γιάντες (1996), το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και το καταλανικό Liberis Liber για το Θα ήθελα (2005), το Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για τη Λαμπερή μέρα (2012).

Τα μυθιστορήματά της Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη και Η γυναίκα του Θεού έφτασαν στη βραχεία λίστα του Βραβείου ALTA στις ΗΠΑ. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Τον Ιούλιο του 2021 το θεατρικό της «Η Φαίδρα καίγεται» ανέβηκε στη Μικρή Επίδαυρο.
























