
Για τη νουβέλα της Γιώτας Ιωαννίδου «Coffee time» και τη συλλογή διηγημάτων της Λεύκης Σαραντινού «Ψυχή από πέτρα» (εκδ. Βακχικόν).
Γράφει ο Παναγιώτης Γούτας
Coffee time της Γιώτας Ιωαννίδου
Μια παντρεμένη γυναίκα, πενήντα χρονών, με γιο στην εφηβεία, είναι διοικητική υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας, στον τομέα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επιχορηγούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάθε πρωί, την ίδια περίπου ώρα, πηγαίνει σε ένα coffee shop κοντά στον εργασιακό της χώρο και αγοράζει καφέ. Το θερμό βλέμμα του εργαζόμενου στο καφέ, του Δημήτρη, τη διεγείρει, την αναστατώνει, δημιουργώντας της παράλληλα αντιφατικά συναισθήματα. Ωστόσο, τα «πρέπει» της και η αφοσίωσή της στην οικογενειακή σύμβαση που ζει προτάσσουν ισχυρές αντιστάσεις στο να ενδώσει στο παρατεταμένο φλερτ του αγνώστου που την πολιορκεί.
Η νουβέλα είναι ολιγοσέλιδη, πυκνή και γραμμένη με έξυπνο τρόπο. Είναι αληθοφανής και αποπνέει φρεσκάδα και πηγαίο ερωτικό αίσθημα. Ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και στους ελάχιστους διαλόγους (που ωστόσο κρύβουν πολλά) παρεμβάλλονται με έντεχνο τρόπο όλες οι βασανιστικές σκέψεις και ανασφάλειες της ηρωίδας περί έρωτος, ανθρωπίνων σχέσεων, οικογενειακής κόπωσης, απιστίας, ένας χείμαρρος από αμφιβολίες και ενοχές που την κατακλύζουν. Και όλο αυτό, χωρίς καν να έχει προχωρήσει μία σχέση, ούτε καν να έχει ξεκινήσει, μόνο από την αποδοχή εκ μέρους της ηρωίδας του αντίλαλου μιας φωνής, από τη θέρμη ενός αντρικού βλέμματος, από το σάστισμά της στην αίσθηση μιας αναπάντεχης και συνεχούς αντρικής παρουσίας, που την ξεβολεύει ευχάριστα από το συζυγικό της βάλτωμα.
Το βιβλίο είναι γραμμένο από τη γυναικεία οπτική (πώς θα γινόταν αλλιώς), ωστόσο η συγγραφέας, μέσα σε λίγες σελίδες, προλαβαίνει και πετυχαίνει να θίξει με άμεσο και καίριο τρόπο ζητήματα που άπτονται των ανθρωπίνων σχέσεων και του ερωτικού παιχνιδιού. Στην ουσία, αποτυπώνει ένα σπάνιο ερωτικό αίσθημα, διάχυτο και απλωμένο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, με σκηνοθετικό ντεκόρ ένα κοινότοπο, καθημερινό, σχεδόν παρακμιακό καφέ της πρωτεύουσας. Η Γιώτα Ιωαννίδου, παρότι το συγκεκριμένο θέμα έχει εξαντληθεί στο παρελθόν από αρκετούς συγγραφείς και σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένους, έγραψε ένα κομψό βιβλίο για τους έρωτες που δεν υλοποιούνται (ή που είναι ανοιχτοί προς υλοποίηση στο μέλλον), με ισορροπημένη εκ μέρους της αντιμετώπιση του αντρικού και του γυναικείου ρόλου σε μία σχέση, κάτι που, λόγω των ακροτήτων και των υπερβολών της μεταφεμινιστικής εποχής μας και των απαιτήσεών της, σπανίζει στη σημερινή ερωτική βιβλιοπαραγωγή.
Δείγμα γραφής (σελ. 24)
Γύρισε. Δεν την κοιτούσε, αλλά την είχε περιβάλει με την αίσθησή του. Ο ανδρικός λαιμός. Το παράστημα. Η σιωπή. Η γεμάτη νόημα σιωπή. Το άδειο μαγαζί. Κοίταξε στον καθρέφτη το κουρασμένο της πρόσωπο. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαναγίνει αυτή. Ο εαυτός της. Πέρα απ’ τον άνδρα της, τον γιο της, τη δουλειά της, την κοινωνική της θέση. Ήθελε, χωρίς να σκεφτεί τίποτα και κανέναν, να μπει στο μπαρ και να αγκαλιάσει αυτόν τον ξένο άνδρα. Να μην του μιλήσει, απλώς να τον φιλήσει
Ψυχή από πέτρα της Λεύκης Σαραντινού
Στο βιογραφικό αυτής της συλλογής διηγημάτων διαβάζουμε πως η συγγραφέας, μεταξύ άλλων, έχει κάνει και σπουδές Ιστορίας. Ίσως, λοιπόν, αυτές οι σπουδές της να υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία (και) αυτού του βιβλίου της. Στην Κομοτηνή, μάλιστα, όπως μας λέει στο ωραίο διήγημά της «Η ματιά μου σε έναν άλλον κόσμο», προστέθηκε και η Εθνολογία, λόγω των εκεί σπουδών της. Αυτό το δέος και την αγάπη της για Ιστορία και Εθνολογία, η συγγραφέας την πρόβαλε, τη διοχέτευσε στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της, το Ψυχή από πέτρα, που πάντως δεν είναι και το πρώτο της βιβλίο, αφού έχουν προηγηθεί τέσσερα ιστορικά μυθιστορήματα και αρκετά βιβλία για παιδιά.
Τα διηγήματα της Σαραντινού δεν νομίζω πως πρέπει να κριθούν με βάση την πλοκή, την ένταση της γραφής, τις αφηγηματικές κορυφώσεις ή ένα αναπάντεχο και δυνατό τέλος. Πρόκειται για δεκαοχτώ ιστορικά ενσταντανέ, απλωμένα σε ένα πλατύ χρονικό εύρος (από το 1492 μέχρι σήμερα), στα οποία, με ήσυχη, συχνά κουβεντιαστή γραφή, γίνεται ανάπλαση μιας παλαιότερης εποχής και αναπαράγεται το ιστορικό πλαίσιο κάποιου κορυφαίου ιστορικού γεγονότος. Η συγγραφέας, επιδιώκει να ταξιδέψει στον χωροχρόνο ακυρώνοντας τους νόμους του σύμπαντος, μόνο και μόνο για να ζωντανέψει κάποιες στιγμές του παρελθόντος και να τις αποδώσει όπως εκείνη φαντάζεται πως έχουν γίνει.
Ο ρόλος που επιδιώκει είναι κάτι σαν ρεπόρτερ στο παρελθόν, όμως σε στιγμές εκλεκτές, που συζητήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου από πολλούς ανθρώπους. Ιστορικά γεγονότα όπως η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου από τον Κολόμβο, της αποβίβασης του πλοιάρχου Κουκ στο Νησί του Πάσχα, του ξεσπάσματος της Ελληνικής Επανάστασης στα Βαλκάνια, της απελευθέρωσης της Θράκης από τους Βούλγαρους, της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, αλλά και στιγμές προσωπικές από τη σύγχρονη εποχή, που αποτυπώνουν μικρές, ελάχιστες νησίδες μικροϊστορίας (το πώς μεγάλωσε η Σαραντινού στο Ρέθυμνο, τις σπουδές της και την όλη αίσθηση που απεκόμισε από τη φοιτητούπολη Κομοτηνή κ.τλ.) χαρακτηρίζουν κάποια από τα διηγήματα του βιβλίου, προσθέτοντας το απαραίτητο ιστορικό (ή σύγχρονο, σε κάποια κείμενα) φόντο.
Η γραφή αποπνέει ειλικρίνεια, η αναπαράσταση του εκάστοτε ιστορικού πλαισίου γίνεται με πειστικότητα και αληθοφάνεια, και η αφήγηση κυλά ήρεμα και ευχάριστα, δίχως να κουράζει τον αναγνώστη.
Η γραφή αποπνέει ειλικρίνεια, η αναπαράσταση του εκάστοτε ιστορικού πλαισίου (τόποι, απλοί άνθρωποι της εποχής, διάλογοι, γεγονότα) γίνεται με πειστικότητα και αληθοφάνεια, και η αφήγηση κυλά ήρεμα και ευχάριστα, δίχως να κουράζει τον αναγνώστη. Ωστόσο, στο μέλλον, για να αποκτήσουν οι ιστορίες της Σαραντινού μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα πρέπει να μην αρκεστεί μόνο στην πιστή αναπαράσταση μιας παλαιότερης εποχής αλλά να αναζητήσει πιο έντονα τα αίτια και τα αποτελέσματα των ιστορικών γεγονότων. Εν ολίγοις, θα πρέπει η συγγραφέας να αποστασιοποιηθεί η ίδια από τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά, κρατώντας, ίσως, και κάποιες επιφυλάξεις για την απήχησή τους στη σύγχρονη εποχή μας.
Δείγμα γραφής (σελ. 119-120)
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε… Πολλά έχουν αλλάξει σε αυτήν την πόλη, πολλά, όμως, έχουν παραμείνει ίδια, όπως τότε. Τα αρώματα και το πολύ ιδιαίτερο αυτό χρώμα στα δρομάκια της Κομοτηνής ανήκουν σε αυτά που παραμένουν αλώβητα και απρόσβλητα στον χρόνο. Οι ήχοι και τα ευτράπελα της νύχτας επίσης, με νέα στέκια να έχουν προστεθεί στον μακρύ κατάλογο της νυχτερινής διασκέδασης. Πάμπολλοι φοιτητές ήρθαν, άφησαν ένα κομμάτι της ψυχής τους εδώ, κι έπειτα έφυγαν και πάλι, με μια γλυκιά νοσταλγία στις αποσκευές και στις καρδιές τους.
*Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο η συλλογή διηγημάτων «Ένα δικό του δωμάτιο» (εκδ. Ρώμη).