
Για τη συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Ευαντινού «Τράνταγμα» (εκδ. Κέδρος).
Γράφει ο Νίκος Χρυσός
Παρότι πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του, το Τράνταγμα δεν αποτελεί πρωτόλειο του συγγραφέα. Ο Νικόλας Ευαντινός είναι ένας δόκιμος ποιητής με έξι συλλογές στο ενεργητικό του και δεκαεφτά χρόνια παρουσίας στα ποιητικά πράγματα, ένας εμπνευσμένος τραγουδοποιός κι ένας καταρτισμένος φιλόλογος. Δεν αναφέρομαι σε αυτές τις ιδιότητές του για να παρουσιάσω τα μέχρι τώρα επιτεύγματά του. Αυτό που πραγματικά μ’ ενδιαφέρει είναι το πώς ο Ευαντινός αξιοποιεί στην πεζογραφία του κατακτημένα εργαλεία, όπως η ποιητική οικονομία, η γνώση της χρήσης του μύθου, μια λεπταίσθητη αντίληψη στην επιλογή της κατάλληλης λέξης, ο ρυθμός και η μουσικότητα στην αρχιτεκτονική του κειμένου, εργαλεία που έχει ασκήσει για χρόνια, πριν καταπιαστεί με τη διηγηματογραφία.
Ήδη από το ποιητικό και στιχουργικό έργο του ξέρουμε πως είναι ένας ευαίσθητος ανατόμος των ανθρώπινων πραγμάτων κι ένας ευφάνταστος μυθοπλάστης, κι επομένως δεν πρέπει να μας αιφνιδιάζει που ανοίγεται σε καινούργιους εκφραστικούς δρόμους. Γνωρίζοντας πάντως τον Ευαντινό, αντιλαμβάνομαι πως δεν έγραψε τα διηγήματα αυτά για να διευρύνει το συγγραφικό του πεδίο είτε για να πειραματιστεί σε νέες φόρμες -αυτή η διάσταση υπάρχει σε κάθε δημιουργική προσπάθεια-· το καθοριστικό στοιχείο που τον έκανε να καταπιαστεί με την πεζογραφία είναι νομίζω η απόκριση σε ένα κάλεσμα που του απεύθυναν οι ίδιες οι ιστορίες που θέλησε να διηγηθεί. Δεν εννοώ βέβαια κάποια μεταφυσική επίκληση, ούτε την ξαφνική αναλαμπή της θείας έμπνευσης. Ο Ευαντινός, με τις δημιουργικές αντένες του ακονισμένες, αντιλήφθηκε πως οι συγκεκριμένες ιστορίες χρειάζονταν αυτή τη μορφή για να αποδοθούν στο χαρτί.
Η ποίηση και η μουσική είναι διαρκώς παρούσες στο βιβλίο, όχι μονάχα σαν απηχήσεις, αλλά παρούσες με καίρια την υπόστασή τους, όπως στο «Τράνταγμα», διήγημα που δανείζει τον τίτλο του σε ολόκληρη τη συλλογή, στο «Hohner» -και για τα δύο θα πούμε περισσότερα στη συνέχεια-, στο «Lacrime», με τον καλοκάγαθο γέροντα που φέρει ως μόνη κληρονομιά ένα «μαγικό» βερνίκι το οποίο μεταμορφώνει κάθε βιολί σε όργανο αξιώσεων, ή στο διήγημα «Στοκχόλμη», όπου ένα άγαλμα γίνεται ακούσιος μάρτυρας της συζήτησης δυο φίλων και μυείται στη μαγεία της ποίησης –εδώ παρελαύνουν εμβληματικοί ποιητές, ο Σολωμός, ο Καρυωτάκης, ο Πεσόα, ο Καρούζος, ο Σαχτούρης, αν και δεν ονοματίζονται– η παρουσία τους αποτελεί υπόμνηση για τις ποιητικές καταβολές του συγγραφέα.
Η επίδραση λαϊκών παραδόσεων και μύθων
Η μουσική είναι παρούσα και στο διήγημα «Φοραδάρης», με πρωταγωνιστή έναν χαρισματικό λυράρη ο οποίος συναντά ένα βράδυ τον εαυτό του ή κάποιον άλλον που έχει πάρει τη δική του μορφή:
«Όταν άρχιζε μια μελωδία, δεν μπορούσες να μαντέψεις πώς αυτή θα ξετυλιγόταν, καθώς με το δοξάρι του περνούσε από τον έναν δρόμο στον άλλο με απίστευτη μαεστρία. Οι νότες της λύρας του θύμιζαν στους ακροατές και τους χορευτές το κανάκεμα των γονιών τους, τη μυρωδιά ενός κυριακάτικου γλυκού, μια βόλτα στη θάλασσα με τον αγαπημένο τους, το αντίο ενός χαμένου αγαπητικού».
Στο διήγημα αυτό είναι αναγνωρίσιμη η επίδραση λαϊκών παραδόσεων και μύθων η οποία είναι αντιληπτή σε αρκετά της συλλογής. Ο συγγραφέας μπολιάζοντας με μπόλικο ρεαλισμό τις ιστορίες του υπονομεύει κάθε παραμυθητική επίδραση. Το μαγικό στοιχείο στα διηγήματα του τόμου λειτουργεί ως έκφραση του πιθανού ή ακόμα και του ευκταίου κι όχι ως διάσταση του ονειρικού ή του απίθανου.
Ήρωας παραμυθιού θα μπορούσε να είναι και ο Ασημένιος Άντρας, πρωταγωνιστής του διηγήματος «Κότσυφας», τραγουδοποιός και αυτός και μεγάλος παραμυθάς, σαν τον «Φοραδάρη» και βέβαια σαν τον Ευαντινό.
Είναι εμφανής εδώ ο τρόπος με τον οποίο η μαγική διάσταση των παραμυθιών επανακαθορίζεται μέσα από το πρίσμα της ενήλικης ματιάς
Παρότι ο συγγραφέας φαίνεται να αντλεί από τις εμπειρίες και τις μνήμες του την πρώτη ύλη για τα διηγήματά του, νομίζω πως η διαδικασία δεν είναι απλώς μια άσκηση αυτογνωσίας κι ούτε βέβαια μια δοκιμή κατάθεσης μιας πρώιμης αυτοβιογραφίας, αλλά μια απόπειρα να διευρύνει τα όρια της προσωπικής εμπειρίας, να αναζητήσει δηλαδή διαστάσεις της συλλογικής μνήμης στο ατομικό βίωμα των ηρώων. Η ίδια η μνήμη είναι άλλωστε ένα από τα κεντρικά θέματα που επανέρχεται, με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, σε αρκετά από τα διηγήματα της συλλογής.
Στο πρώτο διήγημα, το «Μαγεμένο μήλο», ένα σύντομο ταξίδι στους τόπους της παιδικής ηλικίας, σ’ έναν κόσμο μνήμης και φαντασίας, αποδεικνύεται παραίσθηση, αφήνοντας πάντως ένα υλικό αποτύπωμα στον πρωταγωνιστή του διηγήματος. Είναι εμφανής εδώ ο τρόπος με τον οποίο η μαγική διάσταση των παραμυθιών επανακαθορίζεται μέσα από το πρίσμα της ενήλικης ματιάς – ωστόσο παρά την απομάγευση που συντελείται, ακριβώς εξαιτίας της ενηλικίωσης, το μήλο της ιστορίας παραμένει μαγεμένο.
Στο «Hohner», μια φυσαρμόνικα που ξεμένει στα χέρια του αφηγητή γίνεται η αφορμή για το ταξίδι της μνήμης. Η μνήμη εδώ δεν λειτουργεί νοσταλγικά αλλά ως χρέος και ευθύνη και η διάστασή της αυτή υπογραμμίζεται εμφατικά στις τελευταίες αράδες της ιστορίας:
«Την είχε χαρίσει ο Νέστορας στην Κάρλα (εννοεί τη φυσαρμόνικα Hohner που συναντάμε και στον τίτλο του διηγήματος) όταν τέλειωσε τη «Lily Marleen», να θυμάται τη στιγμή, να θυμάται την παραγγελιά και τη στάση του Πέτρου, να θυμάται τον ίδιο. Να θυμάται. Μην ξεχάσω να της την επιστρέψω».
Στην καταληκτική φράση λανθάνει κι ένας ελαφρύς κυνισμός, σαν να περιπαίζει ο συγγραφέας το ίδιο το βάρος της μνήμης, σαν να υποδεικνύει εντέλει την ανικανότητά μας να διδαχτούμε από την Ιστορία.
Οι ηλικίες της «αθωότητας»
Σε δυο από τα διηγήματα της συλλογής, στο «Μπεμπιλίνο» και το «Τράνταγμα», οι ήρωες επιστρέφουν στην εφηβική ή έστω στην πρώτη νεανική ηλικία για να ανακαλέσουν όσα συντελέστηκαν τότε, τις ενοχές και τα θαύματα. Οι ηλικίες της «αθωότητας» φαίνεται να «στοιχειώνουν» αρκετούς από τους ήρωες του τόμου.
Επεισόδια της παιδικής ηλικίας, που αποδεικνύονται καθοριστικά για τον ψυχισμό των ηρώων γίνονται η αφορμή αναστοχασμού και αυτογνωσίας για τους αφηγητές δύο διηγημάτων του τόμου
Στο «Hic fuit», λατινική φράση που σημαίνει «ήμουν εδώ», ο ρόλος της μνήμης υπογραμμίζεται ήδη από τον τίτλο του διηγήματος. Εκκινώντας από ένα νοητικό ταξίδι ο ήρωας βυθίζεται σε ένα πραγματικό ταξίδι στον χρόνο και επιστρέφει σοφότερος. Με αφορμή μια τοπική παράδοση, που σχετίζεται με το εκκλησάκι της Αγίας Άννας της Θρυπτής, ο συγγραφέας διερευνά τη σημασία δυο φράσεων που μεταφέρουν έναν δυσερμήνευτο θρύλο.
Επεισόδια της παιδικής ηλικίας, που αποδεικνύονται καθοριστικά για τον ψυχισμό των ηρώων γίνονται η αφορμή αναστοχασμού και αυτογνωσίας για τους αφηγητές δύο διηγημάτων του τόμου, των παραισθητικών «Η μάνα μου ο Κωνσταντής» και «Παραφίμωση σε ύπνωση και το ανάποδο». Στο δεύτερο, μια βασανιστική παραζάλη προκαλεί στον ήρωα μια διαρκή καταβύθιση, ως τη στιγμή που απελευθερώνεται και αναδύεται με ένα σχεδόν κωμικό κρεσέντο, που ίσως γι’ αυτό, φαντάζει ακόμα πιο λυτρωτικό στα μάτια του πιτσιρικά πρωταγωνιστή.
Η ανάμνηση ενός αγαπημένου νεκρού και μια βαθιά νοσταλγία παρακινούν τον ήρωα του διηγήματος «Εμπρός για τον δικό μας Santa», να διατρανώσει μια παιδικής υφής επιθυμία, γνωρίζοντας κατά βάθος το απίθανο του αιτήματός του. Τέτοιες εκδοχές της δύσκολης ενηλικίωσης διατυπώνονται και σε άλλα σημεία της συλλογής.
Η κοινότητα ως πρωταγωνίστρια
Εκτός της άτυπης αυτής ενότητας, ας την πούμε: «Ιστορίες της μνημοσύνης», αναγνωρίζει κανείς μια ακόμα διακριτή ενότητα κειμένων στον τόμο, εκείνα στα οποία είτε πρωταγωνιστής είναι μια κοινότητα ανθρώπων, είτε ένα άτομο που εκπροσωπεί μια ευρύτερη ομάδα. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της ενότητας είναι το διήγημα «Ο γιατρός», όπου μια τηλεφωνική φάρσα-απάτη οδηγεί μια ολόκληρη πόλη σε ομαδική ψύχωση, παράκρουση και τελικά σε παράλυση. Εδώ η θερμοκρασία της αφήγησης αλλάζει. Οι θερμοί τόνοι που χαρακτηρίζουν τις «Ιστορίες της μνημοσύνης» υποχωρούν κι ίσως για πρώτη φορά στο βιβλίο εμφανίζεται ένας παντεπόπτης αφηγητής.
(...) στο «Τζόρνταν, ω!», όπου δυο αδέρφια, τοποθετημένα σε αντίπαλες παρατάξεις σε έναν αδελφοκτόνο εμφύλιο, συναντιούνται σε μια αίθουσα βασανιστηρίων, ο ένας θύτης και ο άλλος θύμα.
Ο ίδιος αφηγηματικός τρόπος πάντως δεν ακολουθείται σε όλα τα διηγήματα αυτής της ομάδας. Στα περισσότερα από αυτά άλλωστε η πλοκή επικεντρώνεται σε έναν χαρακτήρα, η προβληματική τους ωστόσο παραμένει η ίδια, κοινωνιολογικής, ας πούμε χαριτολογώντας, υφής και στόχευσης.
Όπως, για παράδειγμα, στο «Τζόρνταν, ω!», όπου δυο αδέρφια, τοποθετημένα σε αντίπαλες παρατάξεις σε έναν αδελφοκτόνο εμφύλιο, συναντιούνται σε μια αίθουσα βασανιστηρίων, ο ένας θύτης και ο άλλος θύμα. Αν και το θέμα ακούγεται «πολυφορεμένο», ένα παραφυσικό φαινόμενο, αυτό της ανθρώπινης αυτανάφλεξης εξουδετερώνει κάθε κοινοτοπία. Ενδιαφέρον εδώ έχει η επιλογή της δευτεροπρόσωπης αφήγησης, η οποία παρότι υποκειμενική μεταφέρει ακέραια τη θερμοκρασία και των δυο ηρώων του δράματος.
Μια μάνα είναι πρωταγωνίστρια και του διηγήματος «Τρεις μέρες». Εδώ η φρίκη του πολέμου καθορίζει με έναν πιο οριστικό τρόπο τη μοίρα της και τη μοίρα των γιων της.
Η μικροκοινωνία των μεταναστών και προσφύγων μιας επαρχιακής παραθαλάσσιας πολιτείας, της Ιεράπετρας, αποτελεί τον καμβά του διηγήματος «Δρεπάνι». Μαζί με το «Τζόρνταν, ω!» είναι ίσως τα πιο πολιτικά της συλλογής. Πρωταγωνίστρια μια γυναίκα ξεριζωμένη η οποία βασανίζεται από το τραύμα του δρεπανιού που την απέκοψε βίαια απ’ τον τόπο της. Μια μάνα είναι πρωταγωνίστρια και του διηγήματος «Τρεις μέρες». Εδώ η φρίκη του πολέμου καθορίζει με έναν πιο οριστικό τρόπο τη μοίρα της και τη μοίρα των γιων της.
Στην ίδια ενότητα, ή έστω στις παρυφές της, θα τοποθετούσα μια σειρά διηγημάτων των οποίων οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σε κατάσταση οριακή και μέσα από τη ματιά του συγγραφέα οι πράξεις και τα παθήματά τους αποκτούν οικουμενικές διαστάσεις, όπως συμβαίνει με τη μακρά βασανιστική πορεία του γέροντα στο διήγημα «Εφτά χιλιόμετρα», πορεία που τον οδηγεί στην πιο οριστική απόφαση. Το διήγημα αυτό, θα έλεγα πως λειτουργεί αντιστικτικά με το επόμενο της συλλογής, την «Τελευταία γραμμένη σελίδα». Σε αυτό, ένας πιτσιρικάς προετοιμάζει την έξοδό του στον κόσμο, η οποία εκκρεμεί διαρκώς.
Σε στιγμές μεγάλης έντασης και κρίσης βρίσκεται και ο ομώνυμος ήρωας της ιστορίας «Billy 03»· μαθητής της Γ’ Λυκείου, γκραφιτάς, ένα αλάνι των δρόμων, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, εγκλωβίζεται σε έναν παράδοξο αντικατοπτρισμό στην οθόνη του υπολογιστή του.
Φάρσα θυμίζει και το διήγημα «Η γυναίκα της Γεράπετρος».
Εκεί που οι δυο άτυπες ενότητες συναντιούνται, οι «Ιστορίες της μνημοσύνης» δηλαδή και η δεύτερη μεγάλη ενότητα, ας την πούμε «Ιστορίες της κοινής μοίρας των ανθρώπων», είναι στο διήγημα «Κουφέτα» όπου, όχι η μνήμη, αλλά η απώλειά της στήνει μια φάρσα που εξελίσσεται σε τραγωδία. Με θαυμαστή οικονομία και ακρίβεια χτίζεται εδώ το σασπένς του υπόκωφου δράματος. Φάρσα θυμίζει και το διήγημα «Η γυναίκα της Γεράπετρος». Σε αυτό, ο τίτλος, εξαιτίας της συνομιλίας του με το σολωμικό πρότυπο –τη Γυναίκα της Ζάκυθος, δηλαδή–, παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού πλουτίζει σε σημασίες το αφηγούμενο περιστατικό, υπενθυμίζοντας και τη ρήση του Μαρξ: Η ιστορία επαναλαμβάνεται· την πρώτη φορά σαν τραγωδία, τη δεύτερη σαν φάρσα.
Πρωτοπρόσωπες και τριτοπρόσωπες αφηγήσεις
Από τα είκοσι ένα διηγήματα συλλογής, σε δέκα η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, σε άλλα τόσα τριτοπρόσωπη, και σε ένα μόνο δευτεροπρόσωπη. Παρότι η ακριβοδίκαιη αυτή κατανομή -όσον αφορά τουλάχιστον στην επιλογή πρώτου και τρίτου προσώπου- φαίνεται προσχεδιασμένη, είμαι βέβαιος πως εξυπηρετεί κι αυτή το «κάλεσμα» των ηρώων: η ίδια η ιστορία δηλαδή υποβάλλει κάθε φορά στον Ευαντινό το ύφος και τη μέθοδο της συγγραφής της. Το ότι κάθε θεματική ενότητα περιλαμβάνει διηγήματα τόσο πρωτοπρόσωπης όσο και τριτοπρόσωπης αφήγησης, ενισχύει αυτόν τον συλλογισμό.
Ο Ευαντινός δεν καταπιάνεται με μεγαλόπνοα θέματα, αλλά συναρμόζοντας περιστατικά και αφηγήσεις ταπεινών ηρώων φιλοτεχνεί έναν σύντομο χάρτη της ανθρώπινης περιπέτειας, σημειώνοντας τους κύριους σταθμούς, την παιδική ηλικία, την εφηβεία, τη νεότητα, τη δύσκολη ενηλικίωση, το γήρας, τον θάνατο. Θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς αν και με ποιον τρόπο παρόμοια θέματα ή προβληματικές εμφανίζονται στα ποιήματα και στους στίχους του, αλλά αυτή είναι μια εργασία που απαιτεί άρτια φιλολογική κατάρτιση και υπερβαίνει τα όρια και τις δυνατότητες αυτού του κειμένου.
Η τελική παράγραφος του διηγήματος μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ιστορίας από το ξύπνημα της ποίησης εντός του ήρωα στη συνειδητοποίηση του τέλους της αθωότητας, της αντιποιητικότητας δηλαδή της ενήλικης ζωής:
Με το «Τράνταγμα», το τελευταίο διήγημα της συλλογής, ο Ευαντινός επιστρέφει στην ποίηση. Ο ήρωας ανακαλώντας μια νύχτα της πρώτης νεότητάς του στη νήσο Χρυσή, ξαναβιώνει το «τράνταγμα», μια ξαφνική πνευματική αναλαμπή, μια κάποιου είδους επιφοίτηση που ανοίγει μπρος του τους δρόμους της ποιητικής δημιουργίας. Το επαναλαμβανόμενο «Εφφαθά», επίκληση βιβλική, που σημαίνει «να ανοιχτείς», υπενθυμίζει πως κανένα «κάλεσμα» δεν θα σου αποκαλυφθεί, κανένα «τράνταγμα» δεν θα σε ταρακουνήσει, αν δεν το επιθυμήσεις και επιδιώξεις, αν δηλαδή δεν είσαι έτοιμος να το υποδεχθείς. Η αλλαγή εδώ, από την πρωτοπρόσωπη στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, κατά την εξέλιξη της ιστορίας, ο αρχικός εξομολογητικός τόνος που μεταπίπτει σε μια «αντικειμενική» θεώρηση του επεισοδίου, εξυπηρετεί στην τεκμηρίωση της στιγμής της «επιφάνειας» του ήρωα ως γεγονότος – o όρος «επιφάνεια» χρησιμοποιείται εδώ με τη θρησκειολογική σημασία του. Η τελική παράγραφος του διηγήματος μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ιστορίας από το ξύπνημα της ποίησης εντός του ήρωα στη συνειδητοποίηση του τέλους της αθωότητας, της αντιποιητικότητας δηλαδή της ενήλικης ζωής:
Όταν αργότερα, στα τριάντα του, επισκεπτόταν ξανά τη Χρυσή και έβλεπε το σπάνιο κεδρόδασος του νησιού αφυδατωμένο, σκελετωμένο και παντοτινά νεκρό, βίωνε άλλη μια φορά εκείνη την ωμή και άτεγκτη αλήθεια που δεν του επέτρεψε ποτέ να γράψει ξανά πολυδουρικά ποιήματα, όπως τα πρώτα του, εκείνα που, αφού ήταν τα πρώτα του, ήταν τόσο ασήμαντα, και αληθινά, και αδιάφορα.
Καθώς δεν είμαι φιλόλογος, αλλά αναγνώστης ή μάλλον αναγνώστης-συγγραφέας, ανατέμνω το κείμενο αναζητώντας τις ραφές και τις αρθρώσεις, παραμελώντας καμιά φορά τη μυστική ουσία των περιστατικών και των ηρώων. Είναι γεγονός πως μια τέτοια ανατομική επέμβαση ενέχει πάντα τον κίνδυνο να αφήσει το λογοτεχνικό σώμα νεκρό, στερώντας το από τους ζωογόνους χυμούς και από τη γοητεία του που δύσκολα περιγράφεται με λέξεις. Ομολογώ, έστω κι αργά το αμάρτημά μου, σας διαβεβαιώνω όμως πως οι προθέσεις μου ήταν και είναι αγαθές. Αν πάντως θέλετε να γευθείτε τους χυμούς του κειμένου και να αφεθείτε στη γοητεία του βιβλίου δεν έχετε παρά να το διαβάσετε. Ίσως μονάχα αυτό θα έπρεπε να είχα γράψει εξαρχής.
* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στη ΔΕΒΘ, 11.5.2025.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Καινούργια μέρα» (εκδ. Καστανιώτη).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Νικόλας Ευαντινός γεννήθηκε το 1982 στην Ιεράπετρα. Σπούδασε Ιστορία - Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Νεοελληνική Φιλολογία. Έχει γράψει έξι ποιητικά βιβλία. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε με το βιβλίο Μικρές Αγγελίες και Ειδήσεις (Γαβριηλίδης, 2008), ενώ η πιο πρόσφατη ήταν η Κωμωδία, μαζί με τον Γιάννη Στίγκα (Άγρα, 2021).
Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα φινλανδικά. Η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Τράνταγμα κυκλοφόρησε το 2025 από τις εκδόσεις Κέδρος. Είναι ο τραγουδοποιός και ερμηνευτής της μπάντας Φέρ’ το Φόκο.