
Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Γαβαλά «Τώρα είναι μετά» (εκδ. Ροδακιό).
Γράφει η Ζέτα Κουντούρη
Αυτοτοσαρκασμός και λεπτή ειρωνεία διατρέχουν το μυθιστόρημα του Γιάννη Γαβαλά με τον παράξενο τίτλο Τώρα είναι μετά. Οι ήρωές του περιφέρονται ολοζώντανοι γύρω μας, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του με τα διηγήματα, που είχε τίτλο Τα σύνεργα της γραφής, κάνοντάς μας άλλοτε να χαμογελάμε κι άλλοτε να προβληματιζόμαστε με τα αλλοπρόσαλλα φερσίματά τους.
«Όταν γράφω προσπαθώ να αποτυπώσω αυτό που είναι το όνειρο. Και αν το όνειρο είναι θολό, δεν προσπαθώ να το εξωραϊσω, ούτε καν να το καταλάβω», διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα το απόσπασμα του Μπόρχες, από την Τέχνη του Στίχου, και νομίζω ότι καλύτερο οδηγό για να διασχίσουμε κάποια από τα δύσβατα, πλην άκρως ενδιαφέροντα μονοπάτια του βιβλίου, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε. Κι αυτό, γιατί στις σελίδες του συχνά το όνειρο αναμιγνύεται με την πραγματικότητα, όπως αναμιγνύεται και η αλήθεια με το ψέμα. Γράφει στην τελευταία παράγραφο της τετρασέλιδης πρώτης ενότητας με τίτλο «ΤΩΡΑ», όπου συναντάμε τον ήρωά μας τη μέρα που αποφυλακίζεται, ύστερα από εννέα χρόνια εγκλεισμού:
«Η τελευταία «μεταγωγή» με είχε νανουρίσει για τα καλά. Λέξεις ανέβαιναν και κατέβαιναν σπρώχνοντας η μία την άλλη ταξιδεύοντάς με σε μια εν υπνώσει περιήγηση. Ό,τι από καιρό έγινε λάθος έδειχνε σωστό και το σωστό λαθος. Το ψέμα αλήθεια και η αλήθεια ψέμα».
Κεντρικός ήρωας και ταυτόχρονα αφηγητής είναι ένας ονειροπαρμένος, μισοάνεργος 38χρονος, που έχει εγκαταλείψει τις σπουδές του στη Γεωπονική ή ακριβέστερα έχει αποβληθεί από όλα τα Πανεπιστήμια, λόγω αναρχικής συμπεριφοράς, και ασχολείται περιστασιακά με την τηλεόραση, (βοηθός οπερατέρ), αφήνοντας να τον συντηρεί η κομμώτρια γυναίκα του, η Νάνσυ, με την οποία είναι παντρεμένος από πολύ νεαρή ηλικία, με τη συνδρομή και της Σοφίας, της πεθεράς του. Ο ήρωάς μας λοιπόν, ο Γιάννης, άτεκνος και επιρρεπής σε άσκοπες περιπλανήσεις και απανταχού ηδονικές προκλήσεις, κουβαλάει μέσα του, εκτός από ενοχές για τη ρέμπελη ζωή του, και οδυνηρές οικογενειακές μνήμες που δεν παύουν να στοιχειώνουν το παρόν του, καθώς συχνά μπερδεύονται μ’ αυτό.
Τα πορτρέτα των υπόλοιπων ηρώων
Συγκεκριμένα, η μάνα του, νεκρή πια, υπήρξε μια ωραία, άπιστη και σπάταλη γυναίκα, χωρίς περίσσευμα στοργής για τα παιδιά της, που εξαφανιζόταν χωρίς εξηγήσεις όποτε της έκανε κέφι -μέχρι και με το μπακάλη της γειτονιάς δείχνει να είχε ερωτικές σχέσεις- έως ότου, προς τα τέλη της ζωής της, έχασε εντελώς τα λογικά της κι έγινε επιτέλους γλυκιά και δοτική. Ο πατέρας του πάλι, υπάλληλος σε κάποιο υπουργείο, εμφανίζεται να αναζητά τη γυναίκα του στα σπίτια των εραστών της, να παίζει στα χαρτιά τεράστια ποσά κι όταν χάνει να στερεί την οικογένειά του ακόμη και από τα απαραίτητα –ενώ τον υπόλοιπο καιρό μαθαίνουμε ότι υπήρχε στο σπίτι τους μια σχετική αφθονία– και να μην απολαμβάνει την αποδοχή που νιώθει ότι δικαιούται από τα μέλη της οικογένειάς του. Λίγο καιρό μάλιστα μετά το γάμο του γιου του, και μετά από έναν καυγά που έχει προηγηθεί, βρίσκεται κρεμασμένος στην αποθήκη του σπιτιού τους.
Υπάρχει και μια μικρή αδελφή, η Στελλίνα, η οποία έχει πεθάνει μέσα στον βήχα και στον πυρετό, από αδιαφορία και εγκατάλειψη των γονιών τους, ενώ η άλλη αδελφή, η Άρτεμις, στερημένη κι αυτή σαν παιδί, εξελίσσεται σε μια στυφή, ανέραστη γεροντοκόρη. Παράξενη η σχέση της οικογένειας με τον αινιγματικό γείτονα μπακάλη, από τον οποίο ψώνιζε η μάνα του βερεσέ ό,τι της άρεσε, κι αυτός αποκαλούσε με νόημα τον ήρωά μας, όταν ήταν πιτσιρικάς «γιο και αγαπούλα μου», προκαλώντας του, εκτός από αρνητικές αντιδράσεις, και αμφιβολίες για το ποιος ήταν ο αληθινός του πατέρας.
(...) και καθώς ο αέρας φυσάει ανεξέλεγκτα βλέπει να ίπτανται μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο πολλές γραμμένες σελίδες. Τις μαζεύει κι όταν μπαίνει στο σπίτι για να τις παραδώσει αντικρίζει έναν ημιθανή άντρα.
Αν εξαιρέσεις κάποιες σταθερές σχέσεις με έναν δυο φίλους, προβληματικές είναι οι σχέσεις του κεντρικού ήρωα και με τα περισσότερα από τα πρόσωπα τα οποία συναναστρέφεται. Παρά τα όσα προανέφερα, το βασικό συναίσθημα κατά την ανάγνωση του βιβλίου δεν είναι η θλίψη. Αντίθετα! Ο συγγραφέας, με την πληθωρική, παιγνιώδη και συχνά σουρεαλιστική γραφή του, καταφέρνει και προκαλεί τέρψη και χαμόγελο, έστω και πικρό κάποιες φορές, ακόμη και στις πολύ δύσκολες στιγμές, όταν ο κεντρικός μας ήρωας, χαμένος στους δρόμους της πόλης αλλά και στα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής του, αρχίζει να αναθεωρεί τη σχέση του με τη γυναίκα του και να υποψιάζεται ότι έχει εραστή, και μάλιστα τον θηλυπρεπή υπάλληλο του κομμωτηρίου της, τον Πίπη, ο οποίος θα αποδειχτεί κλειδί στην εξέλιξη και στο κλείσιμο της ιστορίας.
Σημαντικός σταθμός στη ζωή του η μέρα που βαδίζοντας στα σοκάκια της Αγίας Βαρβάρας, και καθώς ο αέρας φυσάει ανεξέλεγκτα βλέπει να ίπτανται μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο πολλές γραμμένες σελίδες. Τις μαζεύει κι όταν μπαίνει στο σπίτι για να τις παραδώσει αντικρίζει έναν ημιθανή άντρα. Ειδοποιεί το ΕΚΑΒ, μαζεύει τις σκόρπιες σελίδες και οικειοποιούμενος τα ξένα γραπτά αποφασίζει να εγκαταλείψει τα του κινηματογράφου, για να πραγματοποιήσει το παλιό του όνειρο να γίνει συγγραφέας. Αρχίζει να γράφει οπουδήποτε σταθεί και βρεθεί προσθέτοντας στις σκόρπιες σελίδες κομμάτια από την προσωπική του ζωή και φέρνει τα κείμενά του στον καθηγητή που είχε στη σχολή κινηματογράφου, τον Διονύση Πράο, τον οποίο εκτιμά, γυρεύοντας την έγκρισή του.
Η Άιντα, ταξιτζού και χαρτορίχτρα, ο άντρας της ο Γιώργος που χρηματοδοτεί κινηματογραφικές παραγωγές και τον προσλαμβάνει με αμοιβή για να φροντίζει την Άλμα, την ερωμένη του που παίρνει μέρος σ’ αυτές, η Λεωνόρα, η φίλη της Άιντας που μαζί κάνουνε μάγια και λένε προφητείες (...)
Ταυτόχρονα αρχίζει να ενδιαφέρεται για την υγεία του αγνώστου και να τον επισκέπτεται στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύεται, δημιουργώντας γύρω του ψευδείς εντυπώσεις και κάνοντας γνωριμίες με πρόσωπα ιδιόρρυθμα που αυξάνουν την περιέργεια και τις ψευδαισθήσεις του. Κάποια από αυτά νομίζει ότι έχουν σχέση με το «χρονικό», όπως έχει ονομάσει τις σελίδες που υπεξαίρεσε, οπότε απ’ τη μια αρχίζει να επιδίδεται σε μια εμμονική παρακολούθησή τους, ενώ απ’ την άλλη υποψιάζεται ότι κι εκείνοι, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, τον παρακολουθούν. Η Άιντα, ταξιτζού και χαρτορίχτρα, ο άντρας της ο Γιώργος που χρηματοδοτεί κινηματογραφικές παραγωγές και τον προσλαμβάνει με αμοιβή για να φροντίζει την Άλμα, την ερωμένη του που παίρνει μέρος σ’ αυτές, η Λεωνόρα, η φίλη της Άιντας που μαζί κάνουνε μάγια και λένε προφητείες, είναι μόνο κάποια από τα μέλη του παράλογου θιάσου, που συναντά στις επισκέψεις του στο νοσοκομείο και σχετίζεται μαζί τους.
Ολοζώντανοι ήρωες
Νομίζω δεν έχει νόημα να επεκταθώ περισσότερο στην υπόθεση του μυθιστορήματος. Θα ήθελα όμως να επισημάνω τη μαεστρία του συγγραφέα, τόσο σ’ αυτό όσο και στην προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του, όπου οι ήρωές του, μολονότι παράξενοι στην πλειονότητά τους, δίνονται ολοζώντανοι, τόσο που συχνά νιώθεις πως κι εσύ κάθεσαι στη διπλανή καρέκλα στο καφενείο και κουβεντιάζεις μαζί τους, μαθαίνοντας ακόμη και χωρίς να το επιδιώξεις τα απόκρυφα της ψυχής τους.
Παράξενη όμως και η σχέση του ήρωα με την πεθερά του
Επίσης πρέπει να σταθώ στις εξαιρετικά δοσμένες ερωτικές σκηνές του μυθιστορήματος, και να σχολιάσω ότι ενώ συνήθως στα παντρεμένα ζευγάρια, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην πραγματική ζωή, η ερωτική επιθυμία με την πάροδο του χρόνου μειώνεται, στο Τώρα είναι μετά βλέπουμε το κεντρικό μας ζευγάρι, τον Γιάννη και τη Νάνσυ, παρά την ψυχική τους αποξένωση, να έχουν μια σεξουαλική ζωή που όλο βαίνει βελτιούμενη και λειτουργεί σαν κρίκος που τους κρατά ενωμένους. Παράξενη όμως και η σχέση του ήρωα με την πεθερά του, η οποία ενώ στην αρχή δείχνει να τον απαξιώνει για τον ρέμπελο χαρακτήρα του, στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου και αφού τα σπάει με την κόρη της, που έχει φερθεί άθλια, τον προσκαλεί να μείνει μαζί της, αφήνοντάς μας να υπονοήσουμε ότι μια λανθάνουσα κι απ’ τις δύο πλευρές ερωτική επιθυμία μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Είναι κοινός τόπος ότι τα λογοτεχνικά κείμενα είναι ανοιχτά σε πολλές αναγνώσεις και ερμηνείες, πόσο μάλλον το συγκεκριμένο με τον παράδοξο τίτλο, τις παράξενες συμπτώσεις και ανατροπές κι ένα τέλος που επιδέχεται σίγουρα συζητήσεις και σχόλια. Ο Γιάννης Γαβαλάς, με μια γραφή που κάποιες φορές γίνεται σκόπιμα και σωστά παραληρηματική, μας παρέσυρε σε ένα όμορφο ταξίδι που όταν το ξεκινούσες δεν μπορούσες να διανοηθείς τι θα συναντούσες.
Τον ευχαριστούμε.
* Η ZETA KOYNTOYΡΗ είναι συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιάννης Στ. Γαβαλάς γεννήθηκε το 1946 στην Ελευσίνα. Σπούδασε γεωπόνος και εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα.
Έχει δημοσιεύσει ποιήματα σε περιοδικά και στο συλλογικό τόμο Εν Ελευσίνι (Ιερά Οδός, 1996), καθώς και τη συλλογή διηγημάτων Τα σύνεργα της γραφής (Ροδακιό, 2007). Ζει στη Μαγούλα Αττικής.