
Για το μυθιστόρημα του Βασίλη Τζανακάρη «Αμαλία, μια πόρνη στα αζήτητα» (Ελληνοεκδοτική). Κεντρική εικόνα: Η συνοικία «Μπάρα» στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 1916-1918.
Γράφει η Φανή Κεχαγιά
Τόσα δίνω πόσα θες / στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες (Φίλιππος Γράψας)
Όταν ο Φίλιππος Γράψας έγραφε τους στίχους, ο Μάριος Τόκας συνέθετε τη μουσική και ο Μητροπάνος τραγουδούσε τα «Λαδάδικα», πιθανόν κανένας από τους τρεις δεν είχε στο μυαλό του την Αμαλία, τη γνωστή πόρνη της Θεσσαλονίκης. Όμως, όσο ο αναγνώστης προχωρά την ανάγνωση του βιβλίου του Βασίλη Τζανακάρη Αμαλία, μία πόρνη στα αζήτητα, οι στίχοι από τα «Λαδάδικα» αναδύονται ως μουσικό χαλί, κουμπώνοντας ερμητικά με τη ζωή που η Αμαλία εξομολογείται στον δημοσιογράφο-αφηγητή του βιβλίου – ο οποίος δεν μπορεί να είναι άλλος από το alter ego του ίδιου του Βασίλη Τζανακάρη.
Σε προσωπικό λογαριασμό στο διαδίκτυο, σε ανάρτηση του 2021, διαβάζουμε πως «αν υπάρχει ένα πρόσωπο για το οποίο η Σαλονίκη δικαιούται να περηφανεύεται, αυτό το πρόσωπο ήταν η Αμαλία» και -συνεχίζει ο συντάκτης της ανάρτησης- «η Αμαλία βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, πολλές μέρες μετά τον θάνατό της. Γι’ αυτή τη Γυναίκα, ποτέ κανένας δεν φιλοτιμήθηκε να πει έστω μια λέξη επαίνου. Μήτε και βρέθηκε ποτέ κανείς να κάμει ένα μνημόσυνο, ένα τρισάγιο, ν’ αφήσει ένα λουλούδι στο μνήμα της. Βλέπετε, επικράτησε η άποψη των πολλών, που ήθελαν την Αμαλία μόνο πόρνη. Ίσως τούτες οι γραμμές να είναι οι μόνες που αφιερώθηκαν ποτέ στη μνήμη αυτής της Γυναίκας».
Μα έρχεται τώρα, το 2025, το βιβλίο-αφιέρωμα του Βασίλη Τζανακάρη στην πόρνη Αμαλία για να καλύψει δικαιωματικά το κενό της Ιστορίας αποτίνοντας φόρο τιμής στη γυναίκα της προσφοράς Αμαλία. Το έργο αυτό δεν αποτελεί απλώς ένα μυθιστόρημα. Είναι ένα λογοτεχνικό τεκμήριο που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα, με κεντρική ηρωίδα την Αμαλία, μια γυναίκα που έζησε στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, εργάστηκε ως ιερόδουλη και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής της σε φιλανθρωπικά έργα και υιοθεσίες. Παρά την κοινωνική περιθωριοποίησή της, η Αμαλία συγκέντρωνε χαρακτηριστικά που υπερέβαιναν την αρνητική ηθική φόρτιση που συνόδευε την επαγγελματική της ταυτότητα.
Η προσέγγιση του συγγραφέα
Η προσέγγιση του συγγραφέα είναι δημοσιογραφική, τεκμηριωμένη και ιστορικά εμπεριστατωμένη. Το κείμενο εστιάζει όχι μόνο στη ζωή της Αμαλίας, αλλά και στην πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα της Ελλάδας των δεκαετιών του 1950 και 1960. Επομένως, το βιβλίο προσφέρεται για μια διεπιστημονική ανάγνωση, όπου η λογοτεχνία συναντά την ιστορία, την κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη. Η αφηγηματική αφετηρία του βιβλίου είναι το νεκροτομείο του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη, όπου το σώμα της Αμαλίας παραμένει αζήτητο για ημέρες, γεγονός που λειτουργεί ως αλληγορία για την εγκατάλειψη και την κοινωνική αφάνεια. Από εκεί, ξεδιπλώνεται η αφήγηση ενός δημοσιογράφου που ερευνά τη ζωή της και σταδιακά συνθέτει μια πλήρη βιογραφική αναδρομή.
Η Αμαλία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προσώπου που ενσαρκώνει το παράδοξο της κοινωνικής ηθικής: μια γυναίκα που ενώ στιγματίζεται ως «πόρνη», αποδεικνύεται πιο αλτρουίστρια και πιο γενναιόδωρη από πολλούς που απολαμβάνουν κοινωνικής αποδοχής
Ο Βασίλης Ι. Τζανακάρης, με πολυετή θητεία στη δημοσιογραφία και με εκτενή συγγραφικό κατάλογο έργων ιστορικού και κοινωνικού περιεχομένου, αναλαμβάνει να φωτίσει με νηφαλιότητα, ενσυναίσθηση και ιστορική ακρίβεια μια από τις πλέον παραγνωρισμένες μορφές της αστικής Θεσσαλονίκης. Η Αμαλία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προσώπου που ενσαρκώνει το παράδοξο της κοινωνικής ηθικής: μια γυναίκα που ενώ στιγματίζεται ως «πόρνη», αποδεικνύεται πιο αλτρουίστρια και πιο γενναιόδωρη από πολλούς που απολαμβάνουν κοινωνικής αποδοχής, γεγονός που οφείλει να μας προκαλέσει έντονο προβληματισμό γύρω από τις κοινωνικές ταυτότητες και τους ρόλους που αποδίδονται σε πρόσωπα εκτός των κυρίαρχων προτύπων.
Η αφήγηση της Αμαλίας στον δημοσιογράφο-αφηγητή συμβαίνει γεωγραφικά στη Θεσσαλονίκη, χρονικά στη Θεσσαλονίκη της μεταπολεμικής περιόδου, δηλαδή λαμβάνει χώρα σε μια πόλη τη χρονική περίοδο που το αστικό κορμί της αποκαλύπτεται βαθιά πληγιασμένο από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τα νοσηρά γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία του βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη. Ωστόσο, η αφήγηση εκτυλίσσεται αναδρομικά: Ξεκινά από τα προ της καταστροφής της Σμύρνης χρόνια, όταν η Αμαλία είναι παιδί, και ξετυλίγεται κουβαριαστά στην προπολεμική και, στη συνέχεια, στην κατοχική Αθήνα, όπου καταλήγει η Αμαλία, πλέον πόρνη. Το εύρημα του Βασίλη Τζανακάρη με τους δύο διαφορετικούς χρόνους, τον χρόνο της ιστορίας και τον χρόνο της αφήγησης, δίνει στον συγγραφέα την ευχέρεια να απλώσει στα πόδια και στη ματιά του αναγνώστη ένα πλουμιστό χαλί, που αφενός εκτείνεται σε Σμύρνη-Αθήνα-Θεσσαλονίκη, αφετέρου υφαίνεται τόσο από ιστορικά γεγονότα (σχεδόν ολόκληρου του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και λίγο μετά), όσο και από τις πληθωρικές και συχνά επώδυνες και επονείδιστες κοινωνικοπολιτικές διακυμάνσεις και διαστρωματώσεις που διακλαδίζονται ποικιλόμορφα στο πρόσφατο παρελθόν μας. Άλλωστε, «Η μυρωδιά της μνήμης και η μυρωδιά της φορμόλης, οι δυο αξεπέραστες μυρωδιές της ανθρώπινης υπόστασης, που όσο κι αν κανείς αποφεύγει να τις μυρίσει, τις ξύνει ή και πλένεται για να τις διώξει από πάνω του, αυτές δεν τον εγκαταλείπουν ποτέ…», όπως επισημαίνει ο Βασίλης Τζανακάρης.
Η Θεσσαλονίκη ως δραματουργικός παράγοντας
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε μια Θεσσαλονίκη που φέρει έντονα τα σημάδια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η πόλη, με τις πολιτικές εντάσεις, την ταξική διαστρωμάτωση και τον υπόκοσμο, δεν λειτουργεί απλώς ως φόντο αλλά ως ενεργός, σχεδόν δραματουργικός, παράγοντας στην ιστορία. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε κατά τη δεκαετία του 1960 τόπος κρίσιμων πολιτικών εξελίξεων και το βιβλίο αναφέρεται εκτενώς στα γεγονότα που σημάδεψαν εκείνη την περίοδο: στη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, στη σύλληψη του Αριστείδη Παγκρατίδη ως Δράκου και στη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1948. Η επιλογή της πόλης ως σκηνικού δεν είναι τυχαία, αφού η Θεσσαλονίκη συχνά στην ιστορία της έγινε πύλη ιδεολογικών συγκρούσεων, αστυνομικής βίας, και συχνά, αποσιώπησης. Έτσι, το βιβλίο, τοποθετώντας την Αμαλία στο περιθώριο αυτών των εξελίξεων, αναδεικνύει τη διαπλοκή εξουσίας, αστυνομίας και υπόκοσμου μετατρέποντας παράλληλα τη Θεσσαλονίκη σε ιστορικό τεκμήριο, ένα αρχείο εγκιβωτισμένο στη μυθοπλασία.
Ο Βαρδάρης δεν είναι απλώς συνοικία. Είναι συμβολικός τόπος του περιθωρίου, εφόσον εκεί βρισκόταν το «μπουρδέλο με τα πράσινα παντζούρια», όπου εργάστηκε η Αμαλία.
Η γεωγραφία της πόλης λειτουργεί ως δομή της αφήγησης. Ο Βαρδάρης δεν είναι απλώς συνοικία. Είναι συμβολικός τόπος του περιθωρίου, εφόσον εκεί βρισκόταν το «μπουρδέλο με τα πράσινα παντζούρια», όπου εργάστηκε η Αμαλία. Ο χώρος αυτός, ενταγμένος στον κοινωνικό ιστό αλλά απόλυτα απομονωμένος, αντικατοπτρίζει την ημι-αορατότητα της σεξουαλικής εργασίας στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50. Έπειτα, τα Λαδάδικα, σήμερα άντρο νυχτερινής διασκέδασης, τότε ήταν συνώνυμο του εμπορίου του σώματος και της επιβίωσης στα όρια της νομιμότητας και ο στίχος «Στα Λαδάδικα πουλάν αυτό που θες» αποκτά στο συγκεκριμένο πλαίσιο την πλήρη, τραγική του διάσταση με διττή από πολιτισμική άποψη ερμηνεία. Από τη μία, ο στίχος δηλώνει την εμπορευματοποίηση του σώματος, του έρωτα, ακόμη και της ανάγκης, από την άλλη, υπογραμμίζει τον τόπο ως σύμβολο αγοραίας επιθυμίας, όπου οι ανθρώπινες υπάρξεις γίνονται αντικείμενα. Στο πρόσωπο της Αμαλίας, αυτή η αγορά αντιστρέφεται: από τόπος αγοραπωλησίας γίνεται χώρος δοσίματος χωρίς ανταπόδοση. Η σιωπηλή αξιοπρέπεια με την οποία έζησε η πόρνη, η ανιδιοτελής προσφορά, και η έλλειψη αναγνώρισης μέχρι το τέλος της ζωής της, καθιστούν τον στίχο τραγικά εύστοχο: Η Αμαλία προσέφερε «τόσα», αλλά η κοινωνία δεν είχε να της δώσει «τίποτε».
Άλλο σημείο κατατεθέν της πόλης, το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, που αποτελεί τον τόπο έναρξης της αφήγησης, με το σώμα της Αμαλίας να παραμένει στα ψυγεία του νεκροτομείου χωρίς κανέναν να το διεκδικεί, εικόνα που, κατά τη γνώμη μου, καταθέτει ένα ισχυρό κοινωνικό σχόλιο: το σώμα μιας γυναίκας που υπερχρησιμοποιήθηκε όσο αυτή ζούσε, απορρίπτεται όταν δεν είναι πλέον «χρήσιμο».
Μύριες χαμένες μοναξιές με σένα σμίγανε
φεύγαν καράβια μα πριν φύγουν σου σφυρίζανε
πόσα παιδιά ήρθαν να βρουν το αντριλίκι τους
και σου ακουμπήσανε δειλά το χαρτζιλίκι τους
Τόσα δίνω πόσα θες
στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες
Βρίθουν, εν γένει, οι τοπωνυμικές αναφορές στη Θεσσαλονίκη: Η Διεθνής Έκθεση, η ΧΑΝΘ, η Τσιμισκή και η Αγίας Σοφίας, το ζαχαροπλαστείο «Φλόκα», το ξενοδοχείο «Αστόρια», τα πατσατζίδικα της Εγνατίας και της Καμάρας, εστιατόρια όπως η «Κληματαριά», ο «Στρατής» και το «Χρυσό Παγώνι», τα βιβλιοπωλεία του Ραγιά, του Μπαρμπουνάκη και του Μόλχο, τα γραφεία των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Ελληνικός Βοράς», κέντρα διασκέδασης, όπως τα «Κούτσουρα», το «Όλυμπος-Νάουσα» και το «Ουζερί Τσιτσάνης», οι ταβέρνες «Αετός» και «Μπαρμπαλιά» στο Καραμπουρνάκι, κρυφά καζίνα όπως το «Νάουσα», το «Μόντε Κάρλο και το «Αιγαίον» στην Ερμού...
Ο υπόκοσμος
Στο βιβλίο κομβικό ρόλο παίζει επίσης ο υπόκοσμος που ενώνει Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Σμύρνη, δημιουργώντας έναν γεωγραφικό άξονα περιθωρίου και παρανομίας. Στην αφήγηση της Αμαλίας παρελαύνουν φονιάδες, δωσίλογοι, χασισοπότες, μαστροποί, τσατσάδες, χαρτοπαίκτες, μαυραγορίτες, κατάσκοποι και χαφιέδες, κάθε λογής λαμόγια και κομπιναδόροι, «ο τόπος έσφυζε από αλητεία και παρανομία», όπως παραδέχεται η ίδια. Μέσα από τις αναφορές σε νταβατζήδες, κρυφές λέσχες, εμπόρους του έρωτα και προστατευόμενες από την αστυνομία «γωνιές της νύχτας», ο συγγραφέας, διά στόματος της πρωταγωνίστριας και αφηγήτριας Αμαλίας, δημιουργεί ένα ψηφιδωτό κοινωνικής διαφθοράς και παρακμής, που υποστηρίζει μία βασική και πανανθρώπινη διαπίστωση: το περιθώριο είναι δομικό μέρος της κοινωνικής κανονικότητας.
Η ιδιότητά της ως πόρνης την καθιστά αόρατη στην κανονική κοινωνική ζωή και, τελικά, μετά τον θάνατό της, κυριολεκτικά αζήτητη. Η μαρτυρία στο βιβλίο ότι το σώμα της έμεινε για μέρες αταυτοποίητο στο ψυγείο του νεκροτομείου του ΑΧΕΠΑ αποτυπώνει ακριβώς αυτή την κοινωνική εγκατάλειψη.
Η Αμαλία, όπως παρουσιάζεται από τον Βασίλη Τζανακάρη, είναι μία γυναίκα που υπάρχει και δίνει το στίγμα της όχι παρά την κοινωνική της θέση, αλλά εξαιτίας της. Εργαζόμενη ως ιερόδουλη είτε στα «Χιώτικα» της Σμύρνης είτε στα Βούρλα της Δραπετσώνας είτε στην Μπάρα της Θεσσαλονίκης ή στα «πράσινα παντζούρια» στον Βαρδάρη, η Αμαλία αποτελεί παράδειγμα μορφής που αντιστρέφει τις κυρίαρχες κοινωνικές προσλήψεις για την ηθική και την αξιοπρέπεια. Να εξηγήσω τι εννοώ: Στην ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα, η πορνεία αντιμετωπιζόταν με έναν υποκριτικό διχασμό, γινόταν ανεκτή ως «αναγκαίο κακό», αλλά στιγματιζόταν ηθικά και κοινωνικά και η Αμαλία γίνεται θύμα αυτού του διχασμού, αφού λειτουργεί, όπως κάθε πόρνη, ως αποδέκτης επιθυμίας αλλά όχι αποδοχής· προσφέρει σώμα, αλλά δεν έχει φωνή. Η ιδιότητά της ως πόρνης την καθιστά αόρατη στην κανονική κοινωνική ζωή και, τελικά, μετά τον θάνατό της, κυριολεκτικά αζήτητη. Η μαρτυρία στο βιβλίο ότι το σώμα της έμεινε για μέρες αταυτοποίητο στο ψυγείο του νεκροτομείου του ΑΧΕΠΑ αποτυπώνει ακριβώς αυτή την κοινωνική εγκατάλειψη.
Όμως, έρχεται το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη και δίνει στην Αμαλία, έστω μετά θάνατον, τη φωνή που η κοινωνία και ο κόσμος της στέρησε κι έτσι η Αμαλία γίνεται «Αμαλίες»: γίνεται όλες οι πόρνες! Θα μπορούσε η αφήγησή της, με μικροαλλαγές, να είναι λίγο-πολύ η ενιαία αφήγηση όλων των ιερόδουλων στην ιστορία της παγκόσμιας πορνείας. «Γι’ αυτό στης σάρκας το παζάρι / αρνιέται η πόρνη το φιλί. / Άλλος τη βρίζει, τη χτυπάει, μα κείνη δεν μιλεί / μόν’ φτύνει, φτύνει με μανία / σα να ’φτυνε την κοινωνία», απαγγέλλει σχεδόν ψιθυριστά η Αμαλία από την «Πόρνη» του Κώστα Βάρναλη. Η Αμαλία η πόρνη που, μέχρι το τέλος της ζωής της, δεν επέτρεψε σε κανέναν άντρα να αγγίξει το στήθος της -ούτε καν στον έρωτα της ζωής της-, γιατί, στα δέκα της, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του ακρωτηριασμού των μαστών της μητέρας της.
Παρά το στίγμα που έφερε, η Αμαλία διακρινόταν για το φιλανθρωπικό της έργο, πρωτοφανές για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής: υιοθέτησε επτά παιδιά, χωρίς κρατική βοήθεια ή νομική προστασία, τα οποία σπούδασε, πάντρεψε ή εγκατέστησε σε επαγγελματικά μονοπάτια. Βέβαια, δεν ήταν ακριβώς η φιλανθρωπία αυτή που οδήγησε στην υιοθεσία, αλλά η μνήμη – «το μεγαλύτερο μαρτύριο για τον άνθρωπο είναι η μνήμη», δηλώνει (σελ. 121). Και ο φόβος. Κυρίως, όμως, οι ενοχές:
«Ο φόβος μου να γίνω μάνα. Αυτός ο μεγάλος, αδυσώπητος και κυρίαρχος φόβος που με κατέτρυχε από την παιδική μου ηλικία σε ό,τι κι αν έκανα.
»Εφτά εκτρώσεις κι αποβολές· εφτά ψυχές που τις έστειλα στον Παράδεισο και τον εαυτό μου στην Κόλαση. […] έναν αριθμό που δεν πρόκειται να ξεχάσω με τίποτα. Γι’ αυτό πολλές φορές, άλλοτε στον ύπνο κι άλλοτε όταν δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν κοιμάμαι ή αν βλέπω όνειρο ή κάποιο όραμα, όπως θέλεις πες το, ένιωθα σαν να με έχουν κάνει εφτά κομμάτια. Κι έβλεπα εφτά μωρά στη σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο, που τα είχαν καρφώσει σε εφτά σταυρούς, κι εγώ από κάτω φώναζα, έκλαιγα, τραβούσα τα μαλλιά μου ζητώντας συγχώρεση από εκείνα που τα άκουγα να ουρλιάζουν σπαραχτικά». […] «Γι’ αυτό και υιοθέτησα εφτά παιδιά, όλα αγόρια» είπε και αυτή τη φορά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. «Μόνο που όλα», είπε σκουπίζοντάς τα, «και τα εφτά, πότε για τον έναν και πότε για τον άλλον λόγο, έχουν τώρα φύγει από κοντά μου και είναι μερικά χρόνια που ούτε ξέρω πού βρίσκονται ούτε τι κάνουν…» (σελ. 247)
Η Αμαλία ως σύμβολο που αψηφά τη λήθη
Η Αμαλία, όμως, εκτός από τις υιοθεσίες, στήριζε ηλικιωμένους, άπορους και άστεγους, ανθρώπους χωρίς φωνή, όπως η ίδια, ενώ παράλληλα συντηρούσε το ίδρυμα που την περιέθαλπε, καθαρίζοντας, μαγειρεύοντας, βοηθώντας. Στο πρόσωπό της, η πράξη του δώρου αντιστρέφει το κυρίαρχο στερεότυπο που θέλει την ιερόδουλη «ηθικά αποτυχημένη». Αντίθετα, λειτουργεί ως υποκείμενο ηθικής υπεροχής μέσα σε μια κοινωνία που συχνά αυτοκαθορίζεται ως ηθική με όρους επιφάνειας. Η Αμαλία δεν είναι μόνο μια ρεαλιστική φιγούρα· στο επίπεδο της αφήγησης, λειτουργεί ως σύμβολο της αφανούς ανθρωπιάς, της αντιστροφής των ηθικών προτύπων και της σιωπηλής ηρωίδας. Ο Βασίλης Τζανακάρης την τοποθετεί στο κέντρο της προσοχής χωρίς να την εξιδανικεύει. Δεν την παρουσιάζει ως αγία, αλλά ως μια γυναίκα που αναμετρήθηκε με τις συνέπειες των επιλογών της και, εντέλει, τις ξεπέρασε μέσω της προσφοράς. Σε αυτό το σημείο, η φράση του τίτλου «στα αζήτητα» αποκτά μεταφορική διάσταση όχι μόνο για το σώμα της, αλλά για την ίδια την κατηγορία ανθρώπων στην οποία ανήκε – γυναίκες, φτωχές, μόνες, στιγματισμένες. Η Αμαλία γίνεται εκπρόσωπος όλων αυτών.
Η ίδια η Αμαλία αντιπροσωπεύει τους «αόρατους» της Ιστορίας – εκείνους που δεν κατέχουν τίτλους, αξιώματα ή φήμη, αλλά επιβιώνουν μέσα από τη σιωπηλή, επίμονη προσφορά τους.
Ο αφηγητής-δημοσιογράφος λειτουργεί ως φορέας ανάσυρσης της Αμαλίας από τη λήθη. Το βιβλίο, επομένως, δεν είναι απλώς μία βιογραφική καταγραφή, αλλά ένα τελετουργικό δικαίωσης. Καταγράφοντας τις μαρτυρίες, φωτίζοντας τις σκοτεινές πτυχές, το έργο επιτελεί ηθική αποκατάσταση. Η μαρτυρία του γιατρού, η σιωπή της αστυνομίας και η απουσία οποιουδήποτε δικού της ανθρώπου στην κηδεία, αναδεικνύουν το έλλειμμα κοινωνικής ευθύνης απέναντι στους ευάλωτους. Το έργο του συγγραφέα λειτουργεί τελικά ως κοινωνική επιτάφιος αναγνώριση – ένα μνημείο στο πρόσωπο μιας γυναίκας που δεν διεκδίκησε τίποτε, αλλά πρόσφερε πολλά. Και η αφήγηση της Αμαλίας, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Βασίλη Ι. Τζανακάρη, υπερβαίνει τα όρια μιας προσωπικής ιστορίας. Πρόκειται για μία κοινωνική και ηθική αλληγορία. Μέσα από την περιγραφή μιας ζωής στη σκιά των θεσμών και των προκαταλήψεων, το έργο προκαλεί το κοινό να επανεξετάσει τις έννοιες της ηθικής, της αξιοπρέπειας και της κοινωνικής προσφοράς. Η ίδια η Αμαλία αντιπροσωπεύει τους «αόρατους» της Ιστορίας – εκείνους που δεν κατέχουν τίτλους, αξιώματα ή φήμη, αλλά επιβιώνουν μέσα από τη σιωπηλή, επίμονη προσφορά τους. Είναι, με άλλα λόγια, μια «ηθική μορφή» χωρίς θεσμική υπόσταση. Και είναι ακριβώς αυτή η ασυμβατότητα που καθιστά την περίπτωση της Αμαλίας ουσιωδώς πολιτική.
Το είδος στο οποίο ανήκει το βιβλίο, αυτό του μυθιστορήματος τεκμηρίων, συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της δημοσιογραφικής έρευνας, της βιογραφίας και της λογοτεχνικής αφήγησης. Σε αντίθεση με τη μυθοπλασία που επινοεί πρόσωπα και γεγονότα, το μυθιστόρημα τεκμηρίων τεκμηριώνει και ερμηνεύει την πραγματικότητα. Η χρήση πραγματικών τοπωνυμιών, ιστορικών γεγονότων και υπαρκτών προσώπων (όπως η ίδια η Αμαλία, ο Σαρτζετάκης, ο Λαμπράκης, οι γιατροί του ΑΧΕΠΑ), καθιστούν το έργο σημαντικό και ως ιστορική πηγή δεύτερου επιπέδου, αφού τεκμηριώνει όχι μόνο γεγονότα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα βίωσαν άνθρωποι έξω από τα επίσημα κέντρα εξουσίας.
Εντέλει, το γεγονός ότι η κοινωνία επέλεξε να την ξεχάσει, καθιστά την αφήγηση αυτή ακόμη πιο επιτακτική.
Το μυθιστόρημα Αμαλία, μια πόρνη στα αζήτητα δεν αφορά μόνο μια γυναίκα του παρελθόντος. Καθρεφτίζει τις αντοχές και τα όρια της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη διαφορετικότητα, τη φτώχεια, το περιθώριο και την υποκρισία. Η Αμαλία υπήρξε θύμα, αλλά όχι μόνο αυτό. Υπήρξε πρότυπο. Όχι ενός επιβεβλημένου κοινωνικού ρόλου, αλλά ενός ελεύθερου ανθρώπου που επέλεξε να αγαπήσει χωρίς όρους. «Μεγάλο πράγμα η ελευθερία, αλλά ακόμη μεγαλύτερο το κουμάντο της. Να ξέρεις πως μπορεί εσύ να είσαι ελεύθερος, αλλά θα πρέπει και ο άλλος να μη νιώθει σκλαβωμένος», δηλώνει η ίδια η Αμαλία (σελ. 82). Εντέλει, το γεγονός ότι η κοινωνία επέλεξε να την ξεχάσει, καθιστά την αφήγηση αυτή ακόμη πιο επιτακτική. Συνεπώς, το έργο του Βασίλη Τζανακάρη αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο ως λογοτεχνία, αλλά και ως πράξη αποκατάστασης. Ως μια φωνή που αρνήθηκε να ξεχάσει, έστω και μετά τον θάνατο της Αμαλίας.
*Η ΦΑΝΗ ΚΕΧΑΓΙΑ είναι συγγραφέας, φιλόλογος και επιμελήτρια κειμένων.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Βασίλης Ι. Τζανακάρης (Πεντάπολη Σερρών, 1944) είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Το 2008 το βιβλίο του Δακρυσμένη Μικρασία (Μεταίχμιο) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας. Για 34 χρόνια (1975-2009) υπήρξε εκδότης του Σερραϊκού περιοδικού «ΓΙΑΤΙ» ενώ συνέγραψε ποιητικές συλλογές, διηγήματα και χρονικά. Εξέδωσε τέσσερις εφημερίδες και υπήρξε συνεργάτης πολλών εφημερίδων και περιοδικών. Παράλληλα ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και είναι αντεπιστέλλον μέλος της ΕΣΗΕΜΘ. Το αφήγημα Αμαλία, μια πόρνη στα αζήτητα είναι το τριακοστό βιβλίο του.