
Για τη συλλογή «Σαλονικάι - Άπαντα τα διηγήματα» του Αλβέρτου Ναρ που επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Ιανός με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατό του.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Ο Αλμπέρτος Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1947 και πέθανε το 2005. Στην ουσία δεν έζησε ο ίδιος το Ολοκαύτωμα, αλλά ως μέλος της κραταιάς Θεσσαλονικιώτικης κοινότητας των Εβραίων κουβαλούσε ως κληρονομημένο πένθος και ως μεταμνήμη το βάρος μιας συλλογικής απώλειας, που δεν αποσείεται ποτέ. Συνεπώς, όταν το 1991 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων «Σε αναζήτηση ύφους» (την οποία εμπλούτισε το 1997) και το 1999 το «Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός», είχε ήδη μέσα του ακούσματα, ιστορίες, συναισθήματα από τους ομόφυλούς του κι είχε ήδη εκδώσει μελέτες και ανθολογίες σεφαραδίτικων τραγουδιών. Άρα, τα διηγήματα, που τώρα εκδίδονται από τον Ιανό σε έναν ενιαίο τόμο (όπως είχε γίνει και το 2015 από τις εκδόσεις Νεφέλη), είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διεργασίας για την επεξεργασία της απώλειας και την προσπάθεια συνειδητοποίησης των πολλαπλών πτυχών της.
Τρεις είναι οι ποταμοί που εκβάλλουν στην πρώτη συλλογή με τίτλο «Αναζήτηση ύφους» και ενώνουν τα νερά της στην κοίτη της. Η εβραϊκότητα, η Θεσσαλονίκη και ο προσωπικός παλμός του αφηγητή. Η αλήθεια είναι ότι το Ολοκαύτωμα και το ξεκλήρισμα των Ελλήνων Εβραίων χρωματίζει, πριν ακόμα γραφούν, όλες τις λέξεις που γεμίζουν τη λογοτεχνία με τους απόηχούς του. Έτσι, ο Αλμπέρτος Ναρ, απόγονος εκτοπισμένων, όπως και οι χαρακτήρες του, είναι φορείς μιας σεσημασμένης ιστορικής τραγωδίας αλλά και μιας πανανθρώπινης οργής, που στο βιβλίο δεν μετατρέπεται σε μίσος, αλλά σε ένα ήπιο εκκρεμές ανάμεσα στο «Ο Θεός το ήθελε» πολλών φωνών και στο τραύμα που κοκκινίζει ό,τι αγγίζει.
Μερικά διηγήματα που δεν έχουν (εμφανή) εβραϊκό χαρακτήρα, αλλά και πολλά που έχουν, θέτουν στο κέντρο τους την ίδια τη Θεσσαλονίκη, ως παρόν, ως παρελθόν αλλά και ως μέλλον. Η οθωμανική της περίοδος, με τη δυσαρμονική συμβίωση Εβραίων και Τούρκων, η πόλη-καταφύγιο για τους περιπλανώμενους ανά τους αιώνες ομόφυλους του συγγραφέα, που τη θεωρούν πλέον πατρίδα τους, η κατοχική και μετακατοχική φάση, το νεκροταφείο που καταστράφηκε, οι παιδικές φιλίες κι οι νεανικοί έρωτες συστήνουν ένα πολύψηφο μωσαϊκό αναμνήσεων ή οικογενειακών παραδόσεων που φωτογραφίζουν την πόλη ή οραματίζονται ένα νησί στον Θερμαϊκό ως ουτοπία της νέας ζωής.
Πίσω όμως από όλα αυτά υπολανθάνει ένας αεικίνητος αφηγητής -ίσως ο ίδιος σε όλα τα διηγήματα- που νοτίζει τα πάντα με τη σκέψη του, το συναισθηματικό και ποιητικό του σιρόπι (λ.χ. οι καβαφικοί απόηχοι), την καθαρή του γλώσσα, που ενίοτε αποκτά μεταφυσικό χαρακτήρα, και τον εξομολογητικό πρωτοπρόσωπο λόγο, ο οποίος ενίοτε μετατρέπεται σε αυτοστοχαστικό δευτεροπρόσωπο.
μια έκδοση σαν αυτή, που περιλαμβάνει όλα τα εκδεδομένα διηγήματα ενός συγγραφέα όπως του Αλβέρτου Ναρ, πρέπει να πλαισιώνεται με μια εκτενέστερη εισαγωγή (...) και ένα επίμετρο με αυτούσιες κριτικές ή με μια κατατοπιστική περιδιάβαση στα βασικά χαρακτηριστικά του λογοτέχνη και της γραφής του.
Η δεύτερη συλλογή, δημοσιευμένη οκτώ χρόνια μετά, κάνει δύο μικρές ή μεγάλες μετατοπίσεις. Αφενός, γίνεται περισσότερο συλλογή πρωτοπρόσωπων αναμνήσεων, που έχουν άξονα τη μνήμη ή τη μεταμνήμη, δηλαδή είτε τις δικές του εμπειρίες ή τις εξιστορημένες εμπειρίες άλλων, με αποτέλεσμα η ιστορία να παύει να έχει πλοκή και να μετατρέπεται σε ξεδίπλωμα θραυσμάτων του παρελθόντος. Γι’ αυτό άλλωστε το ιστορικό της άνυσμα αγγίζει τουλάχιστον με δύο διηγήματα τα χρόνια της χούντας, συνδέοντάς τη με τον στρατό και τον αθλητισμό. Αφετέρου, ως αποτέλεσμα του πρώτου έρχεται η αναζήτηση της ταυτότητας: τι είναι Εβραίος και πώς συνδέεται η υπόστασή του με το σεφαραδίτικο παρελθόν, με τη θεσσαλονικιώτικη κουλτούρα και με το στρατοπεδικό τραύμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Τζάκο Σουλέμα στο ομώνυμο της συλλογής διήγημα, ο οποίος επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη από τη Χιλή και αναζητά τοπόσημα της πόλης, που έχουν αλλάξει ή χαθεί, και μαζί την προσωπική και φυλετική του ταυτότητα.
![]() |
Ο Αλμπέρτος Ναρ μπροστά στη συναγωγή Μοναστηριωτών στη Θεσσαλονίκη. |
Το τέλος κάθε διηγήματος περιλαμβάνει ένα είδος επιμυθίου, μια δυο παραγράφους αυτοσχολιασμού, όπου ο αφηγητής δηλώνει το συμπέρασμα που μένει από την ιστορία, όχι με δασκαλίστικο τρόπο σύνοψης αλλά με τον στοχαστικό μιας τελευταίας μορφής (φιλοσοφικής, ιστορικής, προσωπικής) αυτογνωσίας. Λ.χ. στο «Το poker game αργεί ακόμα» η πικρή διαπίστωση ότι ο αφηγητής είναι πάντα με την πλευρά των χαμένων έρχεται ως συμπέρασμα των ταυτίσεων και των προσωπικών αποτυχιών, αλλά και μιας ολόκληρης συνεκδοχής του εαυτού του με όλους τους διαψευσμένους, αλλά -φυσικά- και με τη μοίρα των Εβραίων, η οποία πάντα στοιχειώνει.
Νομίζω, κλείνοντας, ότι μια έκδοση σαν αυτή, που περιλαμβάνει όλα τα εκδεδομένα διηγήματα ενός συγγραφέα όπως του Αλβέρτου Ναρ, πρέπει να πλαισιώνεται με μια εκτενέστερη εισαγωγή (ποιες συλλογές περιέχει, πότε πρωτοδημοσιεύτηκαν κ.λπ.) και ένα επίμετρο με αυτούσιες κριτικές ή με μια κατατοπιστική περιδιάβαση στα βασικά χαρακτηριστικά του λογοτέχνη και της γραφής του. Αυτή η (φιλολογική) επιμέλεια θα σύστηνε καλύτερα έναν άνθρωπο που έδρασε ως φωνή μιας μερίδας ανθρώπων, διαλυμένων από την Ιστορία, αλλά και μιας πόλης που σε έναν βαθμό καθορίστηκε από αυτούς και τους καθόρισε αντίστοιχα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε –σε δική του επιμέλεια– ο πρώτος τόμος της σειράς «Ιστορίες του 21ου αιώνα», μια συλλογή 12 διηγημάτων με τίτλο «Από το τοπικό στο παγκόσμιο» (εκδ. Διόπτρα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όλα πήγανε μια χαρά. Εκείνον τον τουφεκίσανε στην πλατεία του συνοικισμού, κοντά στο σταθμό. Εκεί που μαζεύανε τους Εβραίους, πριν τους στοιβάξουνε στα βαγόνια. Και τους πρόσταξαν όλους να ’ρθουν στην εκτέλεση. Να το βάλουν καλά στο μυαλό τους πως οι Γερμανοί δεν παίζουνε.
Όσο για τον άλλο, έκανε μέρες να φανεί. Κι όπως δε μένει τίποτα κρυφό σ’ αυτή την πόλη, ακούστηκε πως ένας Εβραίος πήγε να το σκάσει από το δρόμο της θάλασσας και πως τον κάρφωσε ο βαρκάρης του.»