
Για την «αυτοανθολογία» του Θάνου Σταθόπουλου «Η διασκευή του εαυτού μου στις 06:30», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Γράφει η Μαρία Μανωλοπούλου
06:30. Η μέρα αιωρείται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, αβέβαιη για την κατεύθυνσή της. Σ’ αυτή την αμφιταλάντευση βρίσκει χώρο η γραφή του Θάνου Σταθόπουλου. Παρεκκλίνει από τις ευθείες. Αποφεύγει τα γνώριμα μονοπάτια. Προχωρά, σταματά, επιστρέφει. Ανασαίνει σαν παλιός κινητήρας – γεμάτη κοφτές φράσεις και σιωπές.
Η Διασκευή του εαυτού μου στις 06:30 (Ίκαρος, 2023) αποτελεί το απόσταγμα σαράντα χρόνων γραφής· όχι ως αποθησαυρισμένο αρχείο, αλλά ως ζωντανό σώμα, όπου η γλώσσα επανέρχεται, μετατοπίζεται, μεταμορφώνεται. Είναι μια αυτοανθολογία και ταυτόχρονα μια επιτέλεση του εαυτού. Ο Σταθόπουλος δεν ανασκοπεί απλώς το παρελθόν του· το επεξεργάζεται με τη ζωντανή αίσθηση του παρόντος.
Από το 1983 ως σήμερα, το έργο του συγκροτεί ένα πλέγμα συνδέσεων. Η εξέλιξη της αφήγησης και των θεματικών του αναδύεται φυσικά, σαν κάτι που δεν σχεδιάστηκε αλλά προέκυψε. Η Διασκευή δεν είναι απολογισμός. Είναι δυναμική ανασύνθεση — ένα έργο όπου το κείμενο δεν ολοκληρώνεται, αλλά συνεχίζει να εκβάλλει προς νέα νοήματα.
Γλώσσα που κόβει, ρυθμός που ηλεκτρίζει
Τα κείμενα του Σταθόπουλου διακρίνονται για τη ρευστή, ονειρική τους σύνθεση, όπου η αφήγηση λειτουργεί σαν υπνοβατική περιπλάνηση στον χρόνο και στον χώρο. Παρά την αποσπασματική μορφή τους, τα θραύσματα συνδέονται μέσω επαναλαμβανόμενων μοτίβων και θεματικών επιστροφών, διαμορφώνοντας μια εσωτερική συνοχή. Η γλώσσα του λειτουργεί σαν μοντάζ: συμπυκνωμένη, ποιητική, στοχαστική, ελλειπτική, με διακυμάνσεις ρυθμού και ύφους. Ρεαλιστικές λεπτομέρειες συνυπάρχουν με αφηρημένες εκφράσεις, ενώ η αφήγηση συχνά αυτοστοχάζεται.
Πρωτοπρόσωπη, πολυφωνική, χωρίς σαφή όρια ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα, η φωνή του μετακινείται από τον εσωτερικό μονόλογο σε άλλες, παρεμβαλλόμενες φωνές. Οι διακειμενικές αναφορές, τα παραθέματα, οι υπαινιγμοί ενσωματώνονται οργανικά, διαμορφώνοντας ένα υβριδικό ύφος που διασταυρώνει το προσωπικό με το συλλογικό, τη λογοτεχνία με τις άλλες τέχνες. Ο λόγος του τελικά δεν περιγράφει τον κόσμο, τον ανασυνθέτει. Ξανά και ξανά. Μέσα από την ίδια τη γλώσσα.
Σκιές που αλλάζουν σχήμα
Το έργο του Σταθόπουλου αναπτύσσεται γύρω από έναν σταθερό πυρήνα θεμελιωδών θεμάτων: ταυτότητα, χρόνος, ύπνος και αϋπνία, τρέλα και λογική, μνήμη και απώλεια, χώρος και περιπλάνηση, έρωτας και γυναίκα, τέχνη ως εργαλείο αυτογνωσίας. Οι θεματικές αυτές δεν εξετάζονται μεμονωμένα, αλλά συνυφαίνονται, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο σύμπαν όπου η ύπαρξη διαρκώς επαναπροσδιορίζεται.
Η ταυτότητα δεν είναι ποτέ δεδομένη ή συμπαγής. Αντιθέτως, η ύπαρξη παρουσιάζεται ως μια διαρκής ανακατασκευή, ένας ανοιχτός διάλογος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, τη μνήμη και τη λήθη, τη σταθερότητα και τη διάλυση. Ο εαυτός μοιάζει να αναδημιουργείται μέσα από το ίδιο το κείμενο, να κατακερματίζεται σε φωνές, σιωπές, εσωτερικές μεταμορφώσεις. Η γραφή του Σταθόπουλου δεν αφηγείται έναν σταθερό άνθρωπο, αλλά μια αέναη μεταβολή, έναν πρωταγωνιστή που συνεχώς διασκευάζει τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο χρόνος δεν ακολουθεί ευθύγραμμη ροή, αλλά εμφανίζεται ως ρευστή, θραυσματική εμπειρία με κυκλικές ή μεταβατικές διακυμάνσεις. Η εναλλαγή νύχτας και ημέρας, η στιγμή πριν την αυγή, τα όρια ύπνου και εγρήγορσης λειτουργούν ως ρήξεις ή ενδείξεις αναγέννησης. Η ροή διαλύεται σε εικόνες, επιστρέφει σε μοτίβα μνήμης ή αποκτά τελετουργικό χαρακτήρα μεταμόρφωσης. Ο χρόνος αναδιπλώνεται, παγιδεύει, μεταπλάθει τον αφηγητή, μέσα από μια εσωτερική, ρυθμική διαδικασία. Δεν είναι σταθερός ούτε αυτονόητος, αλλά επαναγράφεται διαρκώς – όπως και η γλώσσα που τον αποτυπώνει.
Ο ύπνος δεν είναι ανάπαυση, αλλά μετάβαση σε μια ενδιάμεση ζώνη, όπου η πραγματικότητα ρευστοποιείται. Αντίθετα, η αϋπνία είναι υπερένταση, παροξυσμός της σκέψης, με το σώμα και τη γλώσσα στη διάρκειά της.
Ο ύπνος και η αϋπνία δεν λειτουργούν απλώς ως θεματικά δίπολα, αλλά ως ρυθμικές καταστάσεις του λόγου. Ο ύπνος δεν είναι ανάπαυση, αλλά μετάβαση σε μια ενδιάμεση ζώνη, όπου η πραγματικότητα ρευστοποιείται. Αντίθετα, η αϋπνία είναι υπερένταση, παροξυσμός της σκέψης, με το σώμα και τη γλώσσα στη διάρκειά της. Οι λέξεις διαστέλλονται, οι φράσεις κοπούν και λαχανιάζουν. Ο ρυθμός του ύπνου γίνεται βραδύς, ονειρικός, ενώ της αϋπνίας κοφτός, θραυσματικός. Δεν περιγράφονται απλώς: βιώνονται μέσα στη μορφή της αφήγησης.
Η τρέλα δεν παρουσιάζεται ως παθολογία, αλλά ως οριακή εμπειρία που διαλύει τα όρια της αφήγησης και της πραγματικότητας. Η λογική αμφισβητείται, οι αφηγητές κινούνται σε μια διαρκή ένταση ανάμεσα σε έλεγχο και παρόρμηση. Η τρέλα γίνεται εργαλείο: όχι μόνο βιώνεται, αλλά εξερευνά τα όρια του λόγου και της αφήγησης.
Η μνήμη δεν λειτουργεί νοσταλγικά, αλλά ως δύναμη που εισβάλλει στο παρόν, ανατρέποντας τη χρονική συνέχεια. Ο εαυτός φέρει φαντάσματα -έρωτες, ενοχές, εικόνες- που επανέρχονται απροσδόκητα. Δεν πρόκειται για ανάκληση, αλλά για μια εμμονική, εσωτερική επανάληψη που δεν ολοκληρώνεται ποτέ.
Ο εαυτός περιπλανιέται σε τόπους κλειστούς, ασφυκτικούς, που πυκνώνουν την εσωτερική ένταση.
Ο χώρος δεν είναι ουδέτερος – η πόλη γίνεται λαβύρινθος αποξένωσης, το δωμάτιο παγίδα σκέψης και αϋπνίας. Ο εαυτός περιπλανιέται σε τόπους κλειστούς, ασφυκτικούς, που πυκνώνουν την εσωτερική ένταση. Αντίθετα, οι ανοιχτοί χώροι σηματοδοτούν ρωγμές: λίμνες, ξημερώματα, δρόμοι γίνονται σύμβολα μετάβασης, προτάσεις εξόδου από τη μοναξιά.
Η σεξουαλικότητα είναι έντονα παρούσα, με εικόνες αισθησιακές και ωμές, όμως η ερωτική πράξη δεν προσφέρει λύτρωση, παρά επιτείνει τη μοναξιά και την ανάγκη επαναδιατύπωσης του εαυτού.
Ο έρωτας εκφράζεται ως ακρότατη επιθυμία – σωματική, φαντασιακή, ανολοκλήρωτη. Η γυναίκα προβάλλεται ως ερωτικό αντικείμενο που συντηρεί την επιθυμία διαρκώς ζωντανή, ακριβώς επειδή δεν κατατάσσεται ποτέ πλήρως. Η σεξουαλικότητα είναι έντονα παρούσα, με εικόνες αισθησιακές και ωμές, όμως η ερωτική πράξη δεν προσφέρει λύτρωση, παρά επιτείνει τη μοναξιά και την ανάγκη επαναδιατύπωσης του εαυτού. Η γυναίκα εμφανίζεται ως τόπος προβολής, ως απρόσιτο εσύ που γεννά εμμονή, διαμεσολαβεί τη μνήμη και καθορίζει την ταυτότητα του ανδρικού υποκειμένου. Η διαρκής επιθυμία οδηγεί σε εσωτερικό κατακερματισμό, σε μια «διασκευή» όχι της ερωτικής σχέσης, αλλά του ίδιου του εαυτού, που πασχίζει να αρθρωθεί μέσα από το βλέμμα -ή την απουσία- της Άλλης.
Τέχνη και Διακειμενικότητα: Ο Εαυτός ως Κείμενο
Η αφήγηση του Σταθόπουλου κινείται ανάμεσα στις τέχνες -μουσική, εικαστικές τέχνες, φιλοσοφία, ποίηση- υιοθετώντας μια διακειμενική αισθητική. Τα κείμενά του χτίζονται από θραύσματα άλλων έργων, σε ένα παιχνίδι παραπομπών και επανεγγραφών. Ο εαυτός δεν εμφανίζεται ως αυθύπαρκτος, αλλά ως γλωσσική φωνών, μνήμης και αναφορών. Από το «Θέμα» (1983) ως τη «Διασκευή του εαυτού μου στις 06:30» (2023), ο Θάνος Σταθόπουλος διασχίζει τέσσερις δεκαετίες με την ίδια εμμονή και μια γραφή που αλλάζει μορφή χωρίς να αλλάζει ψυχή. Η συνέπεια δεν είναι θεματική. Είναι εσωτερική. Μια αγωνία που μεταμφιέζεται κάθε φορά αλλιώς.
Ειρωνεία, αποδόμηση, σκόνη πάνω στη γλώσσα.
Στο «Θέμα», θραυσματική γραφή, ποιητική πρόζα, beat υπόγειες ρίζες, ροκ ρυθμός, λαϊκά θραύσματα: «Ποιος σκότωσε τις χοιρινές μπριζόλες;». Ειρωνεία, αποδόμηση, σκόνη πάνω στη γλώσσα. Στην «Ιστορία της μουσικής» (1994), η μουσική δεν είναι απλώς θέμα· είναι ρυθμός της σκέψης. Η επιθυμία και η απόσταση συνυπάρχουν: «Ήμουν στο σπίτι μου κι ήθελα να ’μαι στους δρόμους […] ήθελα μια γυναίκα κι έβλεπα μια πόλη». Ο Κάλβος, ο Landormy, μια τέχνη που γίνεται τρόπος να υπάρξεις.
Στο «Playback »(2003), η μνήμη δεν θυμάται, περιμένει να κουρδιστεί, «σαν σταματημένο ξυπνητήρι». Στο «Ένας Σωρός γλώσσα» (2007), τίποτα δεν αφηγείται, όλα ρηγματώνονται: «Όχι αφήγημα, κανένα, ποτέ πια». Μια λέξη: «STUDEBAKER». Ένα σύμπαν αποσπασμάτων, Blanchot, Dürrenmatt, Gilbert & George, όλα μαζί, σαν κολάζ που δεν ζητά εξήγηση. Στο «Αυτόματο» (2013), η σκέψη τρώει τη γλώσσα της. «Πού είμαι; Τι είμαι;» – ερωτήσεις χωρίς παραλήπτη. Εσωτερικός μονόλογος σαν κατάρρευση. Cioran, Παπαγιώργης, Αρανίτσης, σαν απόηχοι μιας φωνής που δεν θέλει να σωπάσει.
Η φράση «Κατάγομαι από τον πεθαμένο αρχιτέκτονα» φέρει το βάρος μιας ταυτότητας που αλλάζει. «Ξυπνάω νωρίς: έχω ανάγκη τις εικόνες». Η γλώσσα κόβει και αφήνει χώρο.
Το «La Folie» (2015) βαδίζει στο χείλος: «Τον είχε τρελάνει η ομορφιά», «Βαρέθηκα την τρέλα της καθεμίας άναψα απ’ όλες. Τη δική μου τη σβήνω». Τρέλα, γλώσσα, ρήγμα και υπόσχεση. Μέσα στη διάλυση, κάτι σαν αρχή. Στην «Ώρα» (2018), ο χρόνος γίνεται επίγνωση. Η φράση «Κατάγομαι από τον πεθαμένο αρχιτέκτονα» φέρει το βάρος μιας ταυτότητας που αλλάζει. «Ξυπνάω νωρίς: έχω ανάγκη τις εικόνες». Η γλώσσα κόβει και αφήνει χώρο. Ένα κύμα, λέει. Ένα πολύ μεγάλο κύμα. Στην «Εισαγωγή στη μέρα» (2021) μια φωνή πιο καθαρή, πιο γαλήνια, μα όχι λιγότερο σπαρακτική. «Η ψυχή πολύ νωρίς το πρωί. Ανειλημμένη είναι». Η Νάντια, μορφή-σύμβολο. Ο έρωτας, η ανάσα, η μέρα. Ο θάνατος περνά από μέσα του σαν ανάμνηση: «Τι κρίμα!». Handke, Warhol, ψήγματα αυτογνωσίας, όχι παραθέματα. Η απλότητα δεν είναι απλή. Είναι στάση ζωής.
Η κορύφωση αυτής της πορείας φτάνει με τη «Διασκευή του εαυτού μου στις 06:30» (2023). Ο Σταθόπουλος επιστρέφει στα προηγούμενα κείμενα όχι για να τα αναπαραγάγει, αλλά για να τα φωτίσει αλλιώς, υπό το φως μιας νέας ώρας – της 06:30, μεταίχμιο νύχτας και ημέρας, ύπνου και εγρήγορσης, σκοταδιού και γραφής. Ο τίτλος δηλώνει την ανάγκη επανασυναρμολόγησης του εαυτού: μια διαδικασία εύθραυστη, σχεδόν χειρουργική, που ζητά ακρίβεια και ευθραυστότητα ταυτόχρονα.
Ο λόγος αποκτά ρυθμό, σχεδόν μουσικό, αποσπασματικός και υπαινικτικός.
Το έργο λειτουργεί σαν κολλάζ-απολογισμός. Ο χρόνος διπλώνεται πάνω στον εαυτό του, παλιά μοτίβα και φράσεις επανέρχονται σαν σκέψεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ ολοκληρωμένα. Ο λόγος αποκτά ρυθμό, σχεδόν μουσικό, αποσπασματικός και υπαινικτικός. Από την πρώτη σελίδα, η πυκνότητα είναι αισθητή: «Η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. […] Βγαίνω από το μέσα εαυτό στον ήλιο: καλά είναι εδώ, ας λιάσουμε τα πεθαμένα μας. Γυρίζω μ’ ένα ρολόγι πεταλούδα». Η φράση δεν περιγράφει, μετατοπίζει. Η νύχτα γίνεται μέρα, το σκοτεινό εκτίθεται στο φως, ο χρόνος δεν μετρά, αλλά μεταμορφώνεται.
Η γραφή θρυμματίζεται για να χωρέσει τη μετάβαση, μα δεν χάνει τη φωνή της. Αντίθετα, τη συμπυκνώνει.
Η αφήγηση δεν ακολουθεί γραμμικότητα, κυλά ανάμεσα σε ποιητική πρόζα, δοκίμιο, ημερολογιακά θραύσματα. Η γραφή θρυμματίζεται για να χωρέσει τη μετάβαση, μα δεν χάνει τη φωνή της. Αντίθετα, τη συμπυκνώνει. Ο κύκλος που άνοιξε τέσσερις δεκαετίες πριν μοιάζει να κλείνει – χρόνος, φθορά, μεταμόρφωση, καθημερινότητα που γίνεται ποίηση. Μα το τέλος είναι πάντα μια αρχή. Το έργο δεν ολοκληρώνει· καλεί. Προσκαλεί τον αναγνώστη να επανασυντάξει τον εαυτό του, να ξαναγράψει την ταυτότητά του, όχι στο απόλυτο φως, αλλά στη μεταβατική ώρα που όλα επιτρέπονται. Μια διασκευή, όχι για να ξεχαστεί, αλλά για να ειπωθεί ξανά – αλλιώς.
Κάθε ρωγμή επιστρέφει. Κάθε επιστροφή αλλάζει μορφή. Αυτό που δεν ολοκληρώνεται, επιμένει.
Μια γλώσσα που καίγεται αργά
Παρότι η Διασκευή του εαυτού μου στις 06:30 συγκεντρώνει κείμενα τεσσαρακονταετούς δημιουργίας, το έργο διατηρεί μια ενότητα που δεν στηρίζεται σε συμβατική αφήγηση ή σε έναν συνεκτικό ήρωα, αλλά στη σταθερή συγγραφική ταυτότητα και την ποιητική φιλοσοφία του Θάνου Σταθόπουλου. Η αλληλεπίδραση ποιητικού και δοκιμιακού στοιχείου λειτουργεί ως εσωτερικός σύνδεσμος, ενώ η φωνή του παραμένει αναγνωρίσιμη, ανεξαρτήτως χρονικού πλαισίου.
Ο αναγνώστης περιηγείται σε ένα ενιαίο ποιητικό σύμπαν: ίδιες πόλεις, παρόμοιες αγωνίες, μια φωνή που εξελίσσεται δίχως να αλλοιώνεται. Κάθε βιβλίο έχει τη δική του χροιά, μα η αίσθηση οικειότητας παραμένει. Οι σποραδικές ιδέες του «Θέματος» (1983) ανθίζουν στη «Διασκευή» (2023), μεταμορφωμένες από το χρονικό πέρασμα. Η δομή του τόμου ενισχύει αυτή τη συνέχεια. Δεν πρόκειται για απλή ανθολόγηση, αλλά για διαδρομή μέσα από μεταμορφώσεις της ίδιας συγγραφικής συνείδησης.
Ο Σταθόπουλος δεν βιάζεται να γράψει. Αφήνει το έργο να ωριμάσει μέσα του, να αποκτήσει βάρος, να μετασχηματιστεί πριν ξαναβγεί στο φως.
Η εξέλιξη του ύφους θυμίζει την ανάπτυξη ενός δέντρου: ρίζες σταθερές, κορμός που πλαταίνει, κλαδιά που απλώνονται. Η εμμονή δεν είναι θεματική ούτε μορφολογική. Είναι υπαρξιακή. Η γραφή επιστρέφει διαρκώς στο ίδιο αδιέξοδο. Ο Σταθόπουλος δεν βιάζεται να γράψει. Αφήνει το έργο να ωριμάσει μέσα του, να αποκτήσει βάρος, να μετασχηματιστεί πριν ξαναβγεί στο φως. Αυτή η ολιγογραφία δεν είναι αδράνεια ούτε αμηχανία. Είναι επιλογή. Ένα συνεχές ζύγισμα των λέξεων. Μια απόφαση να μιλήσει μόνο όταν το εκφραστικό μέσο έχει αποκτήσει το βάρος που χρειάζεται. Γι’ αυτό και κάθε του βιβλίο λειτουργεί σαν νέα κατάθεση, σαν άλλη εκδοχή της ίδιας αγωνίας. Κάθε λέξη είναι μια τομή. Ένα κομμάτι μιας γλώσσας που καίγεται αργά, αφήνοντας πίσω της στάχτη και φως.
Σώματα λέξεων που αιμορραγούν
Η λογοτεχνία του Σταθόπουλου δεν καθησυχάζει. Οι φράσεις του είναι σώματα που αιμορραγούν, λέξεις κομμένες που σπαρταρούν στο χαρτί. Δεν έχουμε μια αφήγηση που οργανώνει το χάος, αλλά ένα κείμενο που του παραδίδεται. Η γλώσσα του τραυματίζει, αφήνει σημάδια. Οι φράσεις διαλύονται για να ξανασταθούν, μόνο που ποτέ δεν στέκονται απόλυτα. Η λεκτική κατασκευή είναι ένα οικοδόμημα που διαρκώς καταρρέει και ξαναχτίζεται με τα ίδια του τα ερείπια. Ο ρυθμός πάλλεται σαν μηχανισμός σε νευρική ένταση. Οι παύσεις διαρκούν περισσότερο απ’ όσο αντέχει η ανάσα. Οι επιρροές του δεν είναι ευδιάκριτες. Ο υπερρεαλισμός δεν είναι αισθητικός πειραματισμός. Η αποδόμηση δεν είναι τεχνική. Το παράλογο δεν είναι ύφος. Είναι η ίδια η πραγματικότητα που μετατοπίζεται και το γεννά ως φυσική της συνέπεια. Έτσι, η λογοτεχνία του ξεφεύγει από κάθε ρεύμα ή είδος. Τίποτα δεν τη συγκρατεί σε πλαίσιο. Την κινεί μόνο η ανάγκη να συνεχίσει να υπάρχει.
Ο φιλοσοφικός στοχασμός του δεν γίνεται ποτέ διδακτικός. Δεν γράφει φιλοσοφία, γράφει λογοτεχνία που στοχάζεται. Αγγίζει υπαρξιακά ερωτήματα (ταυτότητα, κενό, αγάπη ως επανάληψη), γνωσιολογικά (τι είναι πραγματικότητα; τη συλλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεων ή των ονείρων;) και αισθητικά (τι σημαίνει αφήγηση; μπορεί να υπάρξει βιβλίο για το τίποτα;). Όταν γράφει το «θα δούμε…» είναι πάντοτε η σωστή στάση στο μέλλον, αναστέλλοντας την οντολογική τυφλότητα, μας υπενθυμίζει ότι η αβεβαιότητα δεν είναι έλλειμμα αλλά φιλοσοφική επίγνωση. Όταν περιγράφει το χιόνι είναι παρήγορο – και σε κρατάει ζεστό αν θαφτείς μέσα του. Ωστόσο, μουλιάζει τα παπούτσια, μπλοκάρει τα αυτοκίνητα, εκτροχιάζει τα τρένα και αποκλείει τα χωριά, μας δείχνει την εγγενή αντίφαση του πραγματικού.
Δεν υπάρχει μονοπάτι, δεν υπάρχει διαδρομή. Υπάρχουν παγίδες, ανατροπές, αδιέξοδα.
Η λογοτεχνία του δεν καλεί τον αναγνώστη να την ακολουθήσει. Δεν υπάρχει μονοπάτι, δεν υπάρχει διαδρομή. Υπάρχουν παγίδες, ανατροπές, αδιέξοδα. Η ανάγνωση γίνεται εμπειρία αστάθειας. Ένα τοπίο που μεταμορφώνεται όσο το διασχίζεις, που αρνείται να χαρτογραφηθεί. Το κείμενο δεν είναι σύστημα που υπηρετεί τον συγγραφέα. Είναι ρήγμα ακαθόριστο, μέσα από το οποίο διαρρέει η συνείδηση. Δεν ψάχνεις τον στοχασμό του. Σε βρίσκει αυτός.
Μέσα από διακειμενικές συνδέσεις -Γονατάς, Levé, Beckett, Cioran, Handke, Bernhard, Παπαγιώργης, Αρανίτσης- γεφυρώνει το τοπικό με το παγκόσμιο, δημιουργώντας έναν ιστό που συνδέει γενιές, παραδόσεις και διαφορετικές γλωσσικές ποιότητες. Δεν εγκλωβίζεται σε φόρμες. Ενσωματώνει την pop κουλτούρα, τον μεταμοντερνισμό, τη φιλοσοφία της performance, την conceptual art. Ανοίγει νέους δρόμους. Σε έναν χώρο όπου ποίηση και πεζογραφία συχνά διαχωρίζονται, αυτό το έργο δείχνει πως οι φόρμες μπορούν να διαλυθούν και να ξανασυντεθούν. Προτείνει μια νέα αντίληψη της γραφής ως κράμα ημερολογίου, ποίησης, αφήγησης και δοκιμίου.
Ο Σταθόπουλος σκάβει: στις λέξεις, στα μισοσβησμένα πρόσωπα, στις φράσεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Οι λέξεις του μοιάζουν με παλιές φωτογραφίες: ξεθωριάζουν για να πάρουν νέα μορφή. Δεν καταγράφει. Επαναπλάθει. Και στο τέλος; Τίποτα οριστικό. Καμία λύση. Κανένα συμπέρασμα. Μόνο η ανάγκη. Για αγάπη. Για νόημα. Για μια αρχή μέσα από το τίποτα. Η Διασκευή του εαυτού μου στις 06:30 δεν είναι απλώς βιβλίο. Είναι τραύμα που δεν κλείνει. Γλώσσα που αρνείται να καθηλωθεί. Τέχνη που δεν επιτρέπει στην ανάγνωση να είναι ποτέ τελική. Θα ξαναδιαβαστεί. Και κάθε φορά, θα είναι ένα άλλο βιβλίο.
*Η ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας, θεατρολόγος και ηθοποιός. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «"Ένα κουκλόσπιτο" του Χένρικ Ίψεν – Δραματουργική ανάλυση από κοινωνιολογική οπτική» (εκδ. Υψικάμινος).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Θάνος Σταθόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1963. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ιστορίας κινηματογράφου. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Θέμα, Ερατώ 1985, Η ιστορία της μουσικής, Ίκαρος 1994, Playback, Γαβριηλίδης 2003, Ένας σωρός γλώσσα, Γαβριηλίδης 2007, Το αυτόματο, Γαβριηλίδης 2013, La folie, Ίκαρος 2015, Η ώρα, Ίκαρος 2018, Εισαγωγή στη μέρα, Ίκαρος 2021, Η διασκευή του εαυτού μου στις 06:30, Ίκαρος 2023.
Από το 1999 έως σήμερα εργάζεται ως παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ. Με τον ιστορικό της τέχνης Χριστόφορο Μαρίνο εξέδωσαν το διαδικτυακό περιοδικό τέχνης kaput (2008-2012).