
Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Λαγουδάκη «Ένας φιλήσυχος άνδρας – Μια ιστορία από το ‘22», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στη φωτογραφία, προσφυγόπουλα, Έλληνες και Αρμένιοι, στην Αθήνα (1923).
Γράφει ο Δημήτρης Παϊβανάς
Ο τίτλος του βιβλίου του Γιάννη Λαγουδάκη προβληματίζει εξ αρχής. Και μέχρι το τέλος της ανάγνωσης γίνεται ευχάριστα παραπλανητικός.
Ο προβληματισμός αφορά στην ηγεμονική ιδιότητα ενός από τα κύρια πρόσωπα του έργου. «Φιλήσυχος» ο άνδρας του τίτλου. Διόλου ανήσυχος. Και κατά τα λεγόμενα στον πρόλογο (ή την εισαγωγή), το πρόσωπο από την οπτική γωνία του οποίου εκτίθενται τα γεγονότα της αφήγησης. Προσωπικά, προβληματίστηκα για το πώς μπορεί να διατηρήσει κανείς στην ηγεμονική της θέση την ιδιότητα του φιλήσυχου σε ένα ιστορικό περιβάλλον που, όπως προϊδεάζει το δεύτερο μέρος του τίτλου, διακρίνεται από κομβικές αναταραχές, θεμελιώδεις αλλαγές και στιγμές καμπής στην παγκόσμια ιστορία.
Παραπλανητικός ο τίτλος με ποικίλους τρόπους. Πρώτον, τα γεγονότα που εξιστορεί ο αφηγητής δεν είναι αποκλειστικά του 1922. Κορυφώνονται με τον διωγμό και τις συλλήψεις Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους εθνικιστές, αλλά ξεκινάνε πολύ νωρίτερα, από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, από το 1890 και μετά, για να μην επεκταθώ στις αναφορές της αρχαίας ελληνικής παρουσίας στην Ιωνία μέσα από εξιστορήσεις μύθων και περιγραφές αρχαίων μνημείων. Χρονολογικά παραπλανητικός, λοιπόν, ο τίτλος, διότι η εξιστόρηση καλύπτει ένα αρκετά ευρύ χρονικό φάσμα. Δεύτερον, και εδώ είναι το συναφώς ευχάριστα παραπλανητικό που αφορά στις αναγνωστικές προσδοκίες που δημιουργεί ο τίτλος: υπάρχει μια σημαντική λογοτεχνική παράδοση, ή ένας εθνικός μύθος με πολιτισμικό κύρος, που λειτουργεί συσσωρευτικά από τις αρχές του 20ού αιώνα και μας προδιαθέτει για το τι να περιμένουμε από το περιεχόμενο της αφήγησης.
Στο ανά χείρας μυθιστόρημα γίνονται αναφορές σε ποικίλα ιστορικά γεγονότα. Το φόντο είναι οπωσδήποτε ιστορικό.
Μία από τις πρόσφατες συμβολές σε αυτόν τον εθνικό μύθο και στη μελαγχολία που εμπνέει είναι το «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση. Αλλά η βαλίτσα πάει πιο μακριά. Από τον Λουκή Λάρα του Δημήτριου Βικέλα (το εναρκτήριο, υποτίθεται, αφήγημα της νέας ελληνικής πεζογραφίας) το Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα –είμαστε ήδη στη Γενιά του ’30– μέχρι το Νούμερο 31328 και το Μικρασία, χαίρε του Βενέζη, όπου εξιστορούνται ποικιλοτρόπως τα εθνικά πάθη στα χέρια αλλόθρησκων, ενίοτε και εθνικιστών. Στο ανά χείρας μυθιστόρημα γίνονται αναφορές σε ποικίλα ιστορικά γεγονότα. Το φόντο είναι οπωσδήποτε ιστορικό. Η σφαγή της Χίου το 1822 (σ. 133), ο πόλεμος του 1897, οι ανταλλαγές πληθυσμών, οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13), οι διωγμοί των Αρμενίων και των Ελλήνων πριν και μετά το ‘22, η ελληνική εποπτεία της περιοχής της Σμύρνης, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, η κακοσχεδιασμένη Μικρασιατική Εκστρατεία, η επακόλουθη και σχεδόν αναπόφευκτη Καταστροφή. Την ίδια περίοδο σημειώνονται και άλλα που δεν αναφέρονται. Η οπτική γωνία του αφηγητή είναι ενός φιλήσυχου Μικρασιάτη, αποκομμένου από τα εν Ελλάδι. Η ματιά του αφηγητή είναι λογικά τοπική. Για παράδειγμα, δεν αναφέρονται τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού (το 1916 σημειώνονται αιματηρά επεισόδια ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλόφρονες). Η Οκτωβριανή Επανάσταση σαν να μην έγινε. Ο δε Πρώτος Παγκόσμιος και η Συνθήκη των Σεβρών αναφέρονται εν παρόδω, σχεδόν hors texte: στο χρονολόγιο στο τέλος του βιβλίου, όπου εμπλέκονται στοιχεία της προσωπικής ζωής των ηρώων με ιστορικά γεγονότα. Επομένως, δεν είναι στην πραγματικότητα εκτός κειμένου και αποτελούν μέρος της μυθοπλασίας. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα γνωστά: η Συνθήκη της Λοζάνης, νέες μετακινήσεις, διπλασιασμός του ελληνικού πληθυσμού στην περιορισμένη πλέον επικράτεια. Η Δίκη των Έξι και οι επακόλουθες εκτελέσεις των υποτιθέμενων ιθυνόντων σηματοδοτούν την οριστική παρακμή την Μεγάλης Ιδέας.
Φόρος τιμής
Το πρωταρχικό ενδιαφέρον του Λαγουδάκη δεν είναι βεβαίως ιστοριογραφικού χαρακτήρα. Ο συγγραφέας έχει από νωρίς προετοιμάσει τον αναγνώστη του για τους λόγους που έγραψε το βιβλίο. Πρόκειται για έναν τουλάχιστον τριπλό φόρο τιμής. Το μυθιστόρημα κατατίθεται πρωτίστως ως φόρος τιμής στον συνονόματο πάππο του (υποθέτω εκ μητρός), Γιάννη Ασβεστά. Αυτός ήθελε να δει την ιστορία της αιχμαλωσίας του να καταγράφεται και να δημοσιεύεται. Δεν έτυχε να συμβεί αυτό όσο ήταν εν ζωή. Ο ζων Γιάννης καταθέτει ως φόρο τιμής όχι αυτήν καθαυτή την ιστορία του παππού, αλλά ένα μυθιστόρημα από την οπτική γωνία του πατέρα ενός Γιάννου που, καθίσταται σαφές στην εισαγωγή, δεν είναι ο ίδιος με τον πάππο Γιάννη. Σύμφωνα, επίσης, με τα λεγόμενα του συγγραφέα στην «Εισαγωγή», αποτίνει φόρο τιμής, ευρύτερης εμβέλειας, σε όλους όσοι άντεξαν τα βάσανα της εν Μικρά Ασία αιχμαλωσίας. Ο τρίτος φόρος τιμής, όμως, είναι επίσης προσωπικός, και εκφράζεται στην αφιέρωση του βιβλίου, στη μητέρα και την αδερφή που έμαθαν στον Γιάννη «να αγαπά τις ιστορίες». Ιστορίες μυθοπλασίας, αφήνεται να εννοηθεί. Διαβάζοντας το κείμενο, αποκτάμε την αίσθηση πως αποδίδεται κι ένας τέταρτος φόρος τιμής, κάτι σαν προσκύνημα σε τόπους και μέρη με σαφέστατα ελληνικό πολιτισμικό χαρακτήρα, οπωσδήποτε, σε έναν ευρύτερο πολυπολιτισμικό χώρο όπως ήταν η Μικρά Ασία στην καμπή του περασμένου αιώνα. Ο Λαγουδάκης επινοεί ένα αρχαίο θέατρο κι έναν ναό της Αφροδίτης κοντά στο χωριό Μπαξά, όπως εξηγεί στις «Πηγές και ευχαριστίες» στο τέλος του κειμένου και αναφέρεται μεταξύ άλλων σε Ηράκλειτο και Αναξαγόρα, αμφότεροι εξ Ιωνίας.
Η έμφαση δίνεται στις ιδιωτικές τους στιγμές, στις ατομικές προτιμήσεις και στις οικογενειακές σχέσεις, με έντονο, θα έλεγα, το ενδιαφέρον για τον ψυχολογικό κόσμο των ηρώων καθώς τα γεγονότα και οι ιστορικές εξελίξεις κλιμακώνονται προς τη γνωστή τους έκβαση.
Στο βιβλίο του Λαγουδάκη, ωστόσο, το ηγεμονικό στοιχείο, η κύρια ιδέα, δεν είναι το μεγαλειώδες εθνικό παρελθόν και το γιγάντιο μέγεθος της μικρασιατικής καταστροφής, δεν είναι οι συλλογικές φιλοδοξίες, τα έωλα οράματα και τα στρατιωτικά και πολιτικά λάθη που οδήγησαν σε αυτήν. Γίνονται σποραδικές αναφορές σε αυτά (σ. 134, λ.χ.), υπάρχει συνείδηση αυτών, αλλά δεν αποτελούν το κεντρικό θέμα. Η υπόθεση δε, η πλοκή, σχεδόν διακόπτεται πριν αρχίσουν καλά-καλά να εξιστορούνται τα δεινά της οικογένειας του αφηγητή και της αιχμαλωσίας του. Αναφορές γίνονται σε κάποια από τα πάθη τους, αλλά αυτά δεν κυριαρχούν στην αφήγηση. Η έμφαση δίνεται στις ιδιωτικές τους στιγμές, στις ατομικές προτιμήσεις και στις οικογενειακές σχέσεις, με έντονο, θα έλεγα, το ενδιαφέρον για τον ψυχολογικό κόσμο των ηρώων καθώς τα γεγονότα και οι ιστορικές εξελίξεις κλιμακώνονται προς τη γνωστή τους έκβαση.
Έμφαση στο προσωπικό και το ατομικό
Αυτό, θα έλεγα, είναι ένα από τα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου σε σχέση με τη λογοτεχνική και πολιτισμική παράδοση στην οποία ανήκει. Χωρίς να σημειώνεται μια κατηγορηματική ή ολική ρήξη με το εθνικό και συλλογικό, το αφηγηματικό ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο προσωπικό και το ατομικό. Στην ψυχολογική διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων και σαφέστατα στις οικογενειακές παθολογίες, παρά στην ιστορική ειμαρμένη. Το τραύμα του φιλήσυχου Κωνσταντή και του αδερφού του Όμηρου, για παράδειγμα, έχει να κάνει με τον μέθυσο και κατά συνέπεια βίαιο πατέρα, που αλλού χαρακτηρίζεται ως άτολμος. Η δε εθνική μελαγχολία με την οποία συνοδεύονται συνήθως οι αναφορές στο δυσάρεστο παρελθόν της μικρασιατικής καταστροφής αντικαθίσταται από έναν μάλλον μπριόζικο αφηγηματικό ρυθμό, την επεισοδιακή δομή, την πρωθύστερη παρά γραμμική εξέλιξη αλλά και τις διασκεδαστικές επί μέρους διηγήσεις. Αυτές συνοδεύονται, βεβαίως, από την ιστορική πληροφόρηση και την ηθογραφική λεπτομέρεια, μέχρι και στίχους στα μικρασιάτικα περιέχουν, αλλά συμπεριλαμβάνουν και ψυχογραφήσεις χαρακτήρων, ενίοτε την αρχαιογνωσία (ο Κωνσταντής εξάλλου είναι δάσκαλος) και την εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και τον ειρωνικό σχολιασμό. Για παράδειγμα, η αγιοσύνη της εικόνας της Παναγίας της Ελεούσας δεν θα αρκέσει για να αποτρέψει την επέλαση των Τσετών όταν μπαίνουν στο χωριό μετά την κατάρρευση του μετώπου στο Εσκί-Σεχίρ και τον Σαγγάριο. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς αν η αφήγηση, που υποτίθεται πως δίνεται από την οπτική γωνία του Κωνσταντή, νοθεύεται από κάποια άλλη αφηγηματική αυθεντία, ίσως ετεροχρονισμένη, που λειτουργεί μάλλον ως παντογνώστης αφηγητής και ίσως όπως θα περίμενε κανείς, μακρόθεν – χρονολογικά και χωρικά. Αυτό μπορεί να είναι ένα στοιχείο για περαιτέρω διερεύνηση, αλλά η εντύπωση που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας για πρώτη φορά το κείμενο ήταν πως ο αφηγητής διακρίνεται από μια ιδιαιτέρως σύγχρονη αίσθηση του χιούμορ και μια μάλλον κοσμοπολίτικη, συμπεριληπτική και ψυχολογικά ενήμερη ευαισθησία στον τρόπο που μας μεταφέρει τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων.
Όσο για την αιχμαλωσία του αφηγητή και του γιου του Γιάννου, μάλλον σχετίζεται με μια αναστολή της πλοκής, η εξέλιξη της οποίας θα συνεχιστεί σε μια δεύτερη αφηγηματική δόση. Υπάρχει και συνέχεια, επομένως. Αναρωτιέμαι τίνος την οπτική γωνία σκοπεύει να υιοθετήσει ο συγγραφέας σε επόμενα επεισόδια της ιστορίας. Εν ολίγοις ένα πολύ ενδιαφέρον αφήγημα, ένας φόρος τιμής σε ποικίλα πρόσωπα και, οπωσδήποτε, ένα οικογενειακό κεφάλαιο.
*Ο Δημήτρης Παϊβανάς είναι κάτοχος διδακτορικού, κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, ο «Κορσές», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιάννης Λαγουδάκης γεννήθηκε το 1975 στην Ιεράπετρα της Κρήτης. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και, με υποτροφία από την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, συνέχισε τις σπουδές του στο University College Cork στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία και τις Τεχνικές Πειθούς. Μερικά χρόνια αργότερα, ολοκλήρωσε το δεύτερο μεταπτυχιακό του στο Birkbeck College του Λονδίνου, με αντικείμενο την Οργανωσιακή Ψυχολογία.
Κατά την περίοδο των σπουδών του στο εξωτερικό, ασχολήθηκε με μεταφράσεις εγχειριδίων ηγεσίας καθώς και με τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας σε ενηλίκους, ενώ από το 2007 εργάζεται στην Αθήνα ως σύμβουλος επιχειρήσεων. Περνάει μεγάλο μέρος της ημέρας του εκπαιδεύοντας στελέχη και εργαζόμενους σε θεματικές που αφορούν την κινητοποίηση και την επικοινωνία.
Από το 2014 διατηρεί δύο blog: το Τalent.Your.Development με θέματα επαγγελματικά και το Storytelling, που φιλοξενεί σύντομες ιστορίες μυθοπλασίας. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στo ηλεκτρονικό περιοδικό Μονόκλ. Ο Ένας φιλήσυχος άνδρας είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.