Έλενα Καρακούλη, «Δέκα τρόποι να εκτεθείς» (εκδ. Καστανιώτη). Διερεύνηση των άγνωστων, εσωτερικών πτυχών ενός βίου που διεξάγεται παράλληλα με την κανονική ζωή κάθε ανθρώπου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Η συλλογή διηγημάτων Δέκα τρόποι να εκτεθείς είναι το πρώτο βιβλίο της Έλενας Καρακούλη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» – πρόκειται για την εύκολα αναστρέψιμη ροή της ζωής μέσα από τη ματιά δέκα διαφορετικών γυναικών. Με γλαφυρό τρόπο βλέπουμε «το έργο που δεν θα δουν ποτέ οι θεατές, το έργο που παίζεται στον διάδρομο που οδηγεί στα καμαρίνια» (σελ. 33): πόσο σκληρή είναι η πραγματικότητα για τους ανθρώπους του θεάτρου, που «είτε δεν πονάνε ποτέ είτε καταλήγουν με κάποιο αυτοάνοσο ή με νευρικό κλονισμό» (σελ. 47). Πόσο σκληρή είναι η πραγματικότητα για όλους.
Η προσέγγιση γενικεύεται, εάν η καθημερινή ζωή εκληφθεί ως μια ακόμη πράξη σε ένα μη προοικονομημένο, ένα πιο ρευστό θεατρικό έργο – ένα έργο που μάλλον προκαλεί ανασφάλεια, ακριβώς γιατί σε αφήνει εκτεθειμένο στις ανατροπές της μοίρας. Όπως επί σκηνής, έτσι και στην κανονική ζωή δεν μπορείς παρά να εκτεθείς στη θλίψη και στη χαρά με τρόπο θεατρικό: «Πώς ξέρω εγώ αν την εννοεί τη χαρά ή είναι ένας ακόμα ρόλος που παίζει καλά;» (σελ. 49).
Η Έλενα Καρακούλη αναφέρεται σε κάθε επιμέρους περίπτωση όπου ο άνθρωπος καλείται να πληρώσει βαρύ τίμημα διαδραματίζοντας «με την ψυχή του» (σελ.43) τους ρόλους της απλής καθημερινότητας. Όχι όμως διεκτραγωδώντας και- προπάντων- αναπτύσσοντας μια τρυφερή νοσταλγία για την τελεσίδικα χαμένη εποχή της αθωότητας («Πριν από τη μεγάλη κρίση, το δημοψήφισμα, πριν από τους πολέμους και τις πανδημίες, πριν από τη ρευστότητα και τη συμπερίληψη», σελ. 114).
«Τι θα μου συμβεί; Θέλω να ξέρω»
Ο πρώτος από τους «Δέκα τρόπους να εκτεθείς» είναι να ασθενήσεις σοβαρά, να περάσεις δηλαδή στη συνθήκη όπου κανείς, ούτε ο πιο οικείος σου (πολύ δε λιγότερο ο τεχνοκράτης γιατρός που καλείσαι να εμπιστευθείς τυφλά) δεν είναι σε θέση να συμμεριστεί την αγωνία σου: λίγο μετά την οριστική διάγνωση και τον προγραμματισμό του χειρουργείου, ένα στιγμιότυπο πριν από την ανάκτηση της ψυχραιμίας της, μια καρκινοπαθής γυναίκα παλεύει με τα ερωτήματα που γιγαντώνονται μέσα της, ενώ εξωτερικεύει μόνο τα πιο αγωνιώδη και επείγοντα απ’ αυτά. Με αποστομωτική ειλικρίνεια η αφηγήτρια (Η ασθενής) περνά στη φάση της απότομης ωρίμανσης μέσα από μια ακραία περιπέτεια υγείας, χωρίς να παραλείψει την αυτοκριτική.
Στο μεταβατικό εκείνο σημείο όπου κάθε βεβαιότητα και κάθε ασφαλιστική δικλείδα τίθεται υπό αίρεσιν, η γυναίκα καταγράφει τον εσωτερικό της μονόλογο, την παρατήρησή της των ανθρώπων, την απορία που της γεννά η αποστασιοποίησή τους από τη δυστυχία των άλλων-αλλά παράλληλα δείχνει στοργή και κατανόηση, μπαίνοντας στη θέση τους και συμμεριζόμενη τον πόθο όλων για μια κανονική ζωή υγιούς ανθρώπου.
«Από τα σπλάχνα του»
Στο τρίτο διήγημα (Η γραμματέας) αφηγήτρια είναι η σύζυγος ενός γιατρού που φιλοδοξεί να είναι και θεατρικός συγγραφέας, λάτρη των στωϊκών φιλοσόφων και του Μάρκου Αυρήλιου και «άψογου ανατόμου της γυναικείας φύσης» (σελ.58). Εδώ αλλάζει η οπτική γωνία, τουλάχιστον στα σημεία όπου το θέμα είναι η ιατρική ενασχόληση με τις κολονοσκοπήσεις ή τις γυναικολογικές εξετάσεις, ή η συναναστροφή με τη σύζυγο του ΩΡΙΛΑ, ή του αναισθησιολόγου, ή κάποιαν άλλη από τις αναρίθμητες θηλυκές υπάρξεις που ορίζουν τη ζωή της ως παραπληρωματική, στο πλευρό «εκείνου». Όμως «εκείνος», αντί ν’ανταποκριθεί στις προσδοκίες των άλλων για σοβαρότητα, επαγγελματική ζέση, τετράγωνη λογική, εκτίθεται διαρκώς διαβάζοντάς τους αποσπάσματα από το αδημοσίευτο μυθιστόρημά του, τα «Σπλάχνα» (οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι απλή σύμπτωση!)
Ο ρυθμός του διηγήματος εντείνεται και το κείμενο κερδίζει σε αμεσότητα όταν μια αποβολή χαρακτηρίζεται ως «ατυχία», τίθεται εκ νέου ο προβληματισμός περί της εξωσωματικής γονιμοποίησης και ακολουθεί μια άμβλωση, με αποτέλεσμα την αρχή της αποξένωσης του ζευγαριού: εδώ αναδύεται με λεπτό τρόπο το ζήτημα της καταπιεσμένης γυναίκας, που εκρήγνυται απεκδυόμενη του ρόλου της, διαρρηγνύοντας τον ασφαλή υμένα του γάμου σαν μια ιψενική Νόρα του σήμερα.
Οδός Αίγλης αριθμός μηδέν
Αντίστοιχη ανατροπή συμβαίνει και στο όγδοο διήγημα (Οδός Αίγλης), μόνο που εδώ έχει να κάνει με την υπέρβαση μιας θεμελιώδους αγκύλωσης όλων μας. Ποια είναι τα στοιχεία που συγκρατούν τον τετριμμένο ρυθμό της ζωής μας, πώς εξηγείται η προσκόλλησή μας στο «ακαταμάχητα γαλάζιο φόντο» (σελ. 195) ενός βίου προσχεδιασμένου; Γιατί δυσκολευόμαστε να υπερβούμε την πεπατημένη των ηλεκτρικών συσκευών και του ενεργειακού τζακιού ή τη μικροαστική στάση απέναντι στη ζωή;
Η «αίγλη» του τίτλου λειτουργεί ως ευφημισμός και το νοερό σενάριο της ειδυλλιακής κατοικίας δευτέρου ορόφου που θα στέγαζε την άψογη, υγιή διαβίωση της οικογένειάς μας καταρρέει με την εμφάνιση της γειτόνισσας του πρώτου ορόφου. «Εμείς ήμασταν αλλιώς μαθημένοι!», παραπονιέται το φάντασμα του πατέρα της μέσα από την παλιά φωτογραφία (σελ. 206): η φαντασίωση για την πιθανή επανεκκίνηση του βίου μας από κάποιο σημείο ουδέτερο, αποκαθαρμένο από αναμνήσεις, τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος, απωθημένα και προσκολλήσεις, όλη αυτή η νοητική κατασκευή καταρρέει τη στιγμή που ερχόμαστε σε επαφή με τον μονόλογο μιας ημίτρελης γειτόνισσας. Και, τότε, αποκτώντας απόσταση από το μη υλοποιήσιμο όνειρό μας, σε ένα κομβικό σημείο συνειδητοποίησης, αρχίζουμε θλιμμένοι να ασκούμε την αυτοκριτική μας: «Πότε μεγαλώσαμε αρκετά ώστε να ανακαινίζουμε σπίτια; Γιατί οι συζητήσεις μας περιστρέφονται ξαφνικά γύρω από τα παστέλ χρώματα και τα εισαγόμενα πλακάκια; Για ποιο λόγο σταματήσαμε πια να ταξιδεύουμε;» (σελ. 211).
«Όλη η ζωή είναι μια σκηνή θεάτρου» (Σαίξπηρ )
Ο τρόπος για «να εκτεθείς» του δεύτερου διηγήματος (Η κόρη του ηθοποιού) είναι –τι άλλο;- να είσαι συγγενής ηθοποιού, ή να είσαι ο ίδιος ηθοποιός. Ή, στη χειρότερη περίπτωση, να μιλάς ανοιχτά για τη διασημότητα του πατέρα-ηθοποιού: η (και πάλι πρωτοπρόσωπη) αφηγήτρια παρακολουθεί από μικρή ηλικία ως αυτόπτις μάρτυς την κοινωνική ζωή του πατέρα της. Με κριτική ματιά, πάντα όμως με την αφέλεια και την αθωότητα ενός κοριτσιού, θίγει το διαζύγιο των γονιών της, που αμφότεροι είναι ηθοποιοί- ο πατέρας επιτυχημένος και η μητέρα όχι. Με λεπτές, ειρωνικές νύξεις, ψέγει την κοινωνική υποκρισία και τα κατά συνθήκην ψεύδη που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση ενός λαμπερού δημόσιου προφίλ. Παράλληλα, περνά από κρησάρα και όλο το φάσμα της ζωής των ανθρώπων του θεάτρου: «Είδα το κοστούμι του ρόλου, τη φόρμα της αφίσας και το μπουφάν, τους μεγάλους καθρέφτες, όλα αυτά τα ζελέ για τα μαλλιά, τα καλλυντικά, τα σημειώματα και τις αποξηραμένες ανθοδέσμες» (σελ. 32). Με ξεκαρδιστικό χιούμορ στηλιτεύει τη ρηχότητα γνωστού ξένου, διεθνούς ακτινοβολίας σκηνοθέτη (ονόματα δεν λέμε) που άφησε εκτεθειμένη τη σκηνοθεσία σπουδαίου έργου του στην Επίδαυρο για να κάνει τις διακοπές του, προφασιζόμενος ότι «exei barba stin Koroni» (sic). Μέσα από τη σάτιρα καταρρίπτεται το ψευτοκουλτουριάρικο πνεύμα των κριτικών αναλύσεων για παραστάσεις που διακρίνονται για την τυχαιότητά τους, απομυθοποιείται και το τεράστιο αργολικό θέατρο και όλη η υποτιθέμενη ιερότητα που το περιβάλλει, τουλάχιστον υπό την οπτική γωνία εκείνων που «ξέρουν» τις συνθήκες της δουλειάς: «Εγώ και η μαμά ήμασταν οι μόνες που ξέραμε τι σημαίνει να είσαι η οικογένεια του ηθοποιού» (σελ. 42).
Στο «Τιμώμενο πρόσωπο» η δεκαετής ακαδημαϊκή καριέρα μιας γυναίκας βρίθει σεξιστικών υπαινιγμών από τους άνδρες συναδέλφους της και σχολίων αφομοιωμένου σεξισμού από τις γυναίκες συναδέλφους της. Τα πορτραίτα των γυναικών είναι φιλοτεχνημένα με δεξιοτεχνία και εδώ και στο «Υπερβολικά κόκκινο», όπως με δεξιοτεχνία είναι φτιαγμένο το πορτραίτο του φαλλοκράτη συγγραφέα στα Μαθήματα δημιουργικής γραφής: στο τέλος της σπαρταριστής περιγραφής μιας θεατρικότατης βιβλιοπαρουσίασης ο αυτάρεσκος συγγραφέας εγκαινιάζει μια αμιγώς πορνογραφική σχέση με τη γυναίκα που φτάνει καθυστερημένη.
Τα οιονεί «μαθήματα δημιουργικής γραφής» που ακολουθούν είναι μια απόπειρα οριοθέτησης και εκχυδαϊσμού του έρωτα κατά τρόπον ώστε να μην διακυβεύονται οι ασφαλιστικές του δικλείδες και το δημόσιο προφίλ του. Έτσι, ο συγγραφέας ασκεί το δικό του είδος ψυχικής βίας στη γυναίκα, υποδυόμενος τον ρόλο του σαμάνου («ο σοφός της φυλής», σελ. 105), στηλιτεύοντας την εφηβική της ανωριμότητα και διεξάγοντας πόλεμο με τις λέξεις («Εκείνος ντυνόταν γρήγορα τις λέξεις, φεύγω, αργά, κίνηση, τηλέφωνο, οικογένεια, και έπαιρνε τη νύχτα μαζί του», σελ. 106). Το διήγημα (αναμφισβήτητα το καλύτερο της συλλογής) καταθέτει μιαν ένσταση απέναντι στη ματαίωση του ενστίκτου και της παρόρμησης και ένα σαρκαστικό σχόλιο για την επικράτηση της κυρίαρχης λογικής. Ίσως το τέλος μιας τέτοιας ιστορίας να είναι όντως η συγγραφή ενός βιβλίου με θέμα το πόσο κανείς εκτίθεται στον έρωτα.
«Να’μουν πουλί να πέταγα»
Ξαναστρέφοντας τον φακό στις οικογενειακές σχέσεις, η συγγραφέας περνά στο έβδομο διήγημα (Πώς να είστε ασφαλείς) και πάλι στη θέση της γυναίκας, αυτή τη φορά σε τριτοπρόσωπη αφήγηση εστιασμένη στην κόρη. Στα διηγήματα της Έλενας Καρακούλη οι ιδιότητες (συζύγου/ μάνας/ κόρης/ ερωμένης/ γιαγιάς/ νοικοκυράς/ επαγγελματία) σωρεύονται αθροιστικά και υπερτονίζονται από την υιοθέτηση της απρόσωπης ταυτότητας, αντί κάποιου ονόματος που πιθανόν θα προσωποποιούσε τις ηρωίδες.
Το φετιχοποιημένο «οικογενειακό τραπέζι» αποκτά διαστάσεις φοβήτρου, βόμβας έτοιμης να εκραγεί. Προνοητικότητα, πρόβλεψη, πρόληψη, μια καλά προετοιμασμένη και αβγοκομένη ψαρόσουπα, το ανθεκτικό μπαμπού ξύλο του παιδικού κρεβατιού, το ανάλατο υγιεινό φαγητό που υποδύεται το «μαμαδίστικο», η καθαριότητα, η χρήση της καθαρεύουσας γλώσσας. Ο ορισμός του συντηρητισμού. Και, ταυτόχρονα, μετά τον κορωνοϊό, η κοινωνική απομόνωση, «η ανάγκη για χαρά που έχει προ πολλού ξεθυμάνει» (σελ. 169). Η απαξίωση του διαφορετικού. Ο δισταγμός και η επιφύλαξη για τη νέα ζωή της κόρης, που ανατράφηκε «σαν ένα άγαλμα από μάρμαρο ή σαν μια πλαστική κούκλα»(σελ. 187). Ο ευνουχισμός της ελευθερίας της μέσα από ένα ανεπίδοτο σκασιαρχείο, στη διάρκεια του οποίου «εθεάθη» να δραπετεύει. Η πρώτη της ερωτική απογοήτευση. Η αποστασιοποίηση και η οικοδόμηση του προσωπικού της χώρου, αυτού που οι γονείς απλώς επισκέπτονται, από υποχρέωση («Κάνε πως δεν είμαστε εδώ!» σελ. 177).
Η συγγραφέας εκτίθεται τελεσίδικα -και ευτυχώς...
Ένας καταλυτικός τρόπος για «να εκτεθείς» είναι ν’αναζητάς την ισορροπία ανάμεσα στην ιδιωτικότητα και την τρυφερότητα προς τους ηλικιωμένους. Έτσι, η φιλοξενούμενη πεθερά του έκτου διηγήματος (Αντιπελάργηση) λειτουργεί κατά τόπους εξισορροπιστικά και κατά τόπους διαβρωτικά. Η ανάγκη δραπέτευσης συστεγάζεται με τη συναίσθηση του χρέους και τις προβολές που κάνει καθένας στην τρίτη ηλικία: το κατηγορώ ενός μικρού παιδιού μπορεί να αποκαλύψει μεγάλες αλήθειες. Όπως και να’χει, το μοτίβο είναι πως τελετουργικά δεκαετιών ολόκληρων διέπουν τη ζωή στην οικογενειακή εστία. Στο διήγημα Πώς να είστε ασφαλείς αυτά συνοψίζονται στην ανάγκη της ασφάλειας, του μικρότερου δυνατού κόστους. Υπαρξιακό άγχος διέπει τα λόγια και τις αντιδράσεις όλων: ανασφάλεια απέναντι στο επάγγελμα, στην επιβίωση, στη διατήρηση της καλής υγείας, στις βουλές του Κυρίου. Στα διηγήματα της Έλενας Καρακούλη επικρατεί το άγχος της αποξένωσης, που εκφράζεται με παράλληλο εσωτερικό μονόλογο. Τεκταίνεται ένας ελληνοπρεπής ευνουχισμός, αυτός που επιτυγχάνεται κατά κανόνα στους κόλπους της ελληνικής «αγίας οικογένειας». Και, ευτυχώς, σαν προμήνυμα χειραφέτησης, ένα λυτρωτικό γέλιο εκλύεται στο τέλος.
Όπως είναι αναμενόμενο, ο δέκατος (και ύστατος) τρόπος για να εκτεθείς είναι να καθίσεις και να γράψεις για όλους τους πιθανούς τρόπους του να εκτίθεσαι. Η συγγραφέας (αυτός είναι και ο τίτλος του καταληκτικού διηγήματος) ξεκινά από τη γνωριμία της με έναν άντρα και, με έναν μετωνυμικό ακροβατισμό στην αφήγηση, αντιμετωπίζει το κρασάρισμα του υπολογιστή της. Θεωρώ ότι κίνητρο της συγγραφέως αυτής της συλλογής διηγημάτων είναι –ανάμεσα σε πολλά άλλα– η διερεύνηση των άγνωστων, εσωτερικών πτυχών ενός βίου που διεξάγεται παράλληλα με την κανονική ζωή κάθε ανθρώπου. Ένα εξαιρετικό βιβλίο.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Έλενα Καρακούλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε ελληνική φιλολογία και θεατρολογία στην Αθήνα και δραματουργία στη Γερμανία. Συνεργάστηκε με θέατρα της Γερμανίας, όπως το Deutsches Theater, το Bochum Schauspielhaus και το Thalia Theater. Εργάστηκε ως δραματουργός στο Εθνικό Θέατρο (2008-2013) και από το 1998 διδάσκει στη Γερμανική Σχολή Αθηνών λογοτεχνία και φιλοσοφία. Σκηνοθέτησε τα έργα: Η γυναίκα απ’ τα παλιά του Ρ. Σίμελπφενιχ (θέατρο Πορεία, 2015), Φοβάσαι; του Α. Σάιντελ (Στούντιο Ιλίσια-Βολανάκης, 2016), Ηimmelweg του Χ. Μαγιόργκα (Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, 2019), Παράμεσος της Γ. Ογκάουα (Radio plays του Φεστιβάλ Αθηνών, 2022) και Σκηνές από ένα γάμο του Ι. Μπέργκμαν (Σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, 2023 και Σύγχρονο Θέατρο, 2024).