Για το αστυνομικό μυθιστόρημα της Έλενας Χουσνή «Solve Death» (εκδ. Κύφαντα). Κεντρική εικόνα © Freepik.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Ένα κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα Whodunit, φυσικά είναι δελεαστικό, καθώς βάζει τον αναγνώστη στη διαδικασία σκέψης και διερεύνησης των λύσεων, μια αγωνία που συντηρεί και την ανάγνωση. Επιπλέον, το έργο συνήθως διακρίνεται από κραταιή δομή, καθώς κάθε επεισόδιο, κάθε προοικονομία, κάθε ενότητα πρέπει να δένει αληθοφανώς με τις υπόλοιπες, ενώ συχνά η ίδια η αφήγηση είναι και ο κινητήριος μοχλός της δράσης. Όμως, όλα αυτά θεωρούνται πλέον κορεσμένα και συχνά ξεπερασμένα, αν δεν συντρέχει ένας πολύ καθοριστικός παράγοντας· κι αυτός ονομάζεται –καιρό τώρα– κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο ανάγει το έγκλημα όχι σε μια προσωπικών διαφορών διαμάχη, αλλά σε μια παθογένεια που αφορά ευρύτερα την κοινωνία.
Η Έλενα Χουσνή διαθέτει δύο αρετές, που θεμελιώνουν γερά το Solve Death. Από τη μία, ως δημοσιογράφος μπορεί να αποτυπώνει τη σκέψη της και την επικαιρότητα με σαφήνεια και με συλλογιστικές πορείες που αφενός πετάνε δολώματα κι αφετέρου δίνουν πληροφορίες τόσο όσο χρειάζεται, ενώ η σαφήνεια του λόγου της στρώνει τον δρόμο για την καλύτερη δυνατή πρόσληψη του μυθιστορήματος. Από την άλλη, τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής, με την ηθική τους αμφιταλάντευση, μπορεί να προκαλέσουν κραδασμούς στον άνθρωπο κι έτσι το έγκλημα να προβληματίσει για κοινωνικά θέματα κι όχι μόνο για την απλή εξεύρεση του δράστη. Αυτό κάνει η συγγραφέας θέτοντας στο επίκεντρο της ιστορίας της την Τεχνητή Νοημοσύνη και τις προεκτάσεις της, όπως τον Υπερανθρωπισμό.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει πολυφωνικά (ή καλύτερα διφωνικά), με τις απόψεις υπέρ και κατά της Τεχνητής Νοημοσύνης να ισορροπούν. Δύο εξέχοντες επιστήμονες, μέλη της επιτροπής που έχει συστήσει η κυβέρνηση, αναλαμβάνουν τις δύο αντίθετες πλευρές, ο Στάμου απ’ τη μία που ζητά κανόνες κι η Αποστόλου από την άλλη που τίθεται πλήρως υπέρ της προόδου την οποία θα επιφέρει η ΤΝ. Η δεύτερη όμως αυτοκτονεί, ενώ ο πρώτος δολοφονείται. Κι από το σημείο αυτό ποικίλα ερωτήματα διαχέονται προς διάφορες κατευθύνσεις, τόσο σε επίπεδο αστυνομικό, που αναζητά το γιατί και το ποιος, όσο και σε επίπεδο κοινωνικό και φιλοσοφικό, που διερευνά το βαθύτερο υπόστρωμα της χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Δύο εξέχοντες επιστήμονες, μέλη της επιτροπής που έχει συστήσει η κυβέρνηση, αναλαμβάνουν τις δύο αντίθετες πλευρές, ο Στάμου απ’ τη μία που ζητά κανόνες κι η Αποστόλου από την άλλη που τίθεται πλήρως υπέρ της προόδου την οποία θα επιφέρει η ΤΝ. Η δεύτερη όμως αυτοκτονεί, ενώ ο πρώτος δολοφονείται.
Στα υπέρ της εντάσσονται ποικίλες εφαρμογές που θα κάνουν τη ζωή ταχύτερη, ευκολότερη, αποτελεσματικότερη και μακροπρόθεσμα θα βοηθήσουν στη δημιουργία του Μετανθρώπου, με βιοτεχνολογικές δυνατότητες ικανές να αντιμετωπίσουν το γήρας. Στα κατά προβάλλονται ποικίλες όψεις μιας πανανθρώπινης ανελευθερίας, όπου όσοι χειρίζονται τα δεδομένα (data) θα μπορούν να ελέγχουν ατομικές και συλλογικές επιλογές.
Η αστυνομική έρευνα, που διεξάγεται σε επίσημο επίπεδο από την αστυνομία και σε ανεπίσημο από τη δημοσιογράφο Νάνσυ Καρβούνη, ξεδιπλώνει απαντήσεις τόσο στο επίπεδο διαλεύκανσης του εγκλήματος όσο και στο επίπεδο της υπαρξιακής αγωνίας για το μέλλον. Έτσι, έννοιες όπως ο λουδιτισμός, ο Διαφωτισμός, η πλατωνική και η αριστοτελική θεώρηση της ζωής, ο Υπερανθρωπισμός κ.λπ. διασταυρώνονται στο επίπεδο της βιοηθικής και μετατρέπουν το αστυνομικό σενάριο σε μια επαναστατική δράση αντίστασης στα σχέδια των μεγάλων παιχτών.
Επομένως, από ένα σημείο και μετά το έργο αποκτά χαρακτήρα δυστοπίας, καθώς η Τεχνητή Νοημοσύνη συνδέεται με πειράματα σε ανθρώπους και με την εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων. Οι αναφορές στον Χάξλεϋ, στον Όργουελ και στο «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι ενισχύουν τον εφιαλτικό χαρακτήρα μιας (μελλοντικής) κοινωνίας, όπου δεν θα υπάρχουν ρυθμιστικοί κανόνες, με αποτέλεσμα οι μεγάλες εταιρίες να σφετερίζονται τα ταυτοτικά στοιχεία κάθε ανθρώπου, τις προτιμήσεις και τα μοτίβα της ζωής του, ώστε να χειραγωγήσουν και να εκμεταλλευτούν το άτομο.
Το αίσιο τέλος αντιστοιχεί πιο πολύ σε ένα αστυνομικό παλιού τύπου, όπου οι καλοί νικάνε και η δικαιοσύνη θριαμβεύει. Ακόμα κι έτσι, όμως, η γερή κατασκευή και ο κοινωνικός προβληματισμός του βιβλίου, που αγγίζει τα τραύματα της 4ης Βιομηχανικής επανάστασης, είναι καθοριστικά για να πείσει ότι το μυστήριο μπορεί να θέλξει και να ευαισθητοποιήσει συνάμα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μόνο που ο αστάθμητος παράγοντας, ο τρόπος που είχε η Ιστορία να ανακόπτει την καταστροφή, δεν υπάρχει πια. Όλα έχουν υπολογιστεί με ακρίβεια. Ξεχνάς ότι έχουν στη διάθεσή τους μηχανές που μπορούν να κάνουν υπολογισμούς λαμβάνοντας υπόψη τους αμέτρητες παραμέτρους. Όσο για τις εταιρείες, δεν μετακινούνται κάπου αν δεν έχουν σκιαγραφήσει το προφίλ, ψυχολογικό, κοινωνικό πολτικό των πολιτών, και την πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να τους διευκολύνει χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Όλα είναι μια χαρά. Την ίδια στιγμή χρησιμοποιούν τα δεδομένα της χώρας, των πολιτών, τα δικά μου, τα δικά σου, ως μια ευκαρία να δοκιμάσουν τη δυνατότητα παρέμβασης στη δημόσια σφαίρα και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη […]»