Για τη συλλογή πεζών κειμένων της Μαρίας Στασινοπούλου «Του καιρού που επιμένει» (εκδ. Κίχλη).
Γράφει η Ζέτα Κουντούρη
Χιούμορ, τρυφερότητα και μια αδιόρατη θλίψη διαπνέουν απ’ αρχής μέχρι τέλους κι αυτό το τέταρτο εξαιρετικά καλαίσθητο βιβλίο της Μαρίας Στασινοπούλου που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Ιούλιος 2024) από τις εκδόσεις Κίχλη, με τίτλο Του καιρού που επιμένει.
Η συγγραφέας του μας προσφέρει για άλλη μια φορά γενναιόδωρα στιγμές και μνήμες από τη ζωή, τόσο τη δική της όσο και των προσώπων που κινήθηκαν γύρω της, ή που απλώς οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή με τον δικό της, κι εκείνη άπλωσε το βλέμμα πάνω τους γεμάτο συμπάθεια και καλοσύνη, όπως το συνηθίζει.
Aλήθεια ή μυθοπλασία;
Πολλές φορές ολοκληρώνοντας την ανάγνωση μιας ιστορίας μπορεί να σου φανεί τόσο απίστευτη που αναρωτιέσαι μέχρι ποιου σημείου μπορεί να είναι αληθινή ή κατά πόσο η ίδια η συγγραφέας μπορεί να επενέβη και μέσω μυθοπλασίας να την άλλαξε. Χωρίς να έχει καμιά απολύτως σημασία για την απόλαυση της ανάγνωσης έχω την αίσθηση ότι στα περισσότερα από τα κείμενα της συλλογής η αλήθεια αποτελεί τη βασική παράμετρο.
Οι ήρωες της Μαρίας Στασινοπούλου, άνθρωποι καθημερινοί της διπλανής πόρτας, από καθηγητές Πανεπιστημίου μέχρι ταξιτζήδες και αλλοδαπούς ντελιβεράδες, απολαμβάνουν όλοι την ίδια αποδοχή και αγάπη, και όσο κι αν ψάξεις θα δυσκολευτείς να βρεις ανάμεσα στα ογδόντα δύο κείμενά της πρόσωπα που να σου γεννούν αρνητικά συναισθήματα.
H αστεία πλευρά των πραγμάτων
Εμφανής κι εδώ η σπάνια ικανότητά της να επικεντρώνεται στην αστεία πλευρά των πραγμάτων και να μας ξαφνιάζει ευχάριστα, χαρίζοντας χαμόγελο, ακόμη και σε ιστορίες που από μόνες τους δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερα κωμικές, όπως για παράδειγμα στο αφήγημα « Η προνοητική γραία » όπου η κυρά Φωτεινή θα πει στον απορημένο γιο της όταν κάποιος του δίνει συλλυπητήρια επειδή είδε στο νεκροταφείο τάφο με φωτογραφία της και με το καντήλι αναμμένο:
«Έτσι είναι παιδάκι μου, εγώ τον έχω φτιάξει και κάθε μέρα τον πλένω, τον στολίζω και ανάβω το καντήλι. Άμα δεν καμαρώσω τον τάφο μου ζωντανή, πότε θα τον καμαρώσω; Πεθαμένη;» ή στο «Φόνος με αιτία» όπου παρακολουθούμε τον διάλογο: «Τα ‘μαθες; Πυροβόλησαν τον Γιώργη της Λιάπαινας». «Να δεις που δεν τον έχουν πυροβολημένο για καλό», το συμπέρασμα της γειτόνισσας.
Πολυάριθμες είναι οι ιστορίες της που μας κάνουν να χαμογελάμε, έστω και μελαγχολικά κάποιες φορές, κατά κανόνα με την ανατροπή του τέλους, το οποίο κάποτε μπορεί να γίνεται και τολμηρό.
Πολυάριθμες είναι οι ιστορίες της που μας κάνουν να χαμογελάμε, έστω και μελαγχολικά κάποιες φορές, κατά κανόνα με την ανατροπή του τέλους, το οποίο κάποτε μπορεί να γίνεται και τολμηρό, γιατί η συγγραφέας μας όταν γράφει δεν μασάει τα λόγια της. Συχνά είχα την αίσθηση ότι έβλεπα μπροστά μου σπαρταριστές κινηματογραφικές σκηνές και άλλοτε πάλι κείμενα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον πυρήνα για εκτεταμένα και άκρως ενδιαφέροντα διηγήματα.
Από την άλλη, το δάκρυ και η συγκίνηση δεν λείπουν από τις σελίδες της, αφού μεγάλο μέρος της θεματολογίας -σαφώς μεγαλύτερο απ’ όσο στις τρεις προηγούμενες συλλογές της- έχει να κάνει με τα γηρατειά, τη φθορά, τον θάνατο και γενικότερα την απώλεια, καταστάσεις με τις οποίες η συγγραφέας μας δείχνει βαθιά και από καιρό συμφιλιωμένη.
Η Μαρία Στασινοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1945. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κείμενά της δημοσιεύονται συστηματικά στον ημερήσιο, περιοδικό και ηλεκτρονικό τύπο στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Έχει εκδώσει: "Χρονολόγιο-Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη" (Μεταίχμιο, 2000, 2002), "Πίσω από τις γραμμές" (Σελίδες κριτικής, University Studio Press, 2005) και τα βιβλία πεζογραφίας "Κυρία, με θυμάστε;" (αφηγήματα, Κίχλη 2010) και "Χαμηλή βλάστηση: Θάμνοι, πόες και μπονσάι" (πεζογραφήματα, Κίχλη, 2018). Έχει επιμεληθεί, μεταξύ άλλων, την τρίτομη έκδοση του "Κοινού Λόγου" της Έλλης Παπαδημητρίου (Ερμής, 2003) και τον δεύτερο τόμο της "Αλληλογραφίας Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη" (Ίκαρος, 2005). |
Πυκνός λόγος
Ο λόγος των κειμένων όπως πάντα πυκνός, εξομολογητικός και γεμάτος αμεσότητα, αφήνει συχνά να αναδύονται όχι μόνο προσωπικά συναισθήματα αλλά και ενδιαφέρουσες απόψεις. «Λένε ότι η ψυχή του ανθρώπου, μόλις φύγει, γίνεται πεταλούδα, εξάλλου μία από τις πολλές σημασίες της λέξης «πεταλούδα» είναι και αυτή. Η ψυχή της μάνας μου όμως έγινε πουλί», ξεκινάει το αφήγημα «Η δύναμη της ενοχής».
Διάχυτη και σ’ αυτή τη συλλογή η αγάπη για τα πρόσωπα της οικογένειας και η αξία που δίνει στη σχέση της φιλίας και γενικότερα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Διάχυτη και σ’ αυτή τη συλλογή η αγάπη για τα πρόσωπα της οικογένειας και η αξία που δίνει στη σχέση της φιλίας και γενικότερα στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν ο άντρας της παιδικής της φίλης προσπαθεί σε κάποια συζήτηση να διακόψει τη λεπτομερειακή ανάλυση της συζύγου του, επεμβαίνει από αλληλεγγύη λέγοντας την καταπληκτική φράση: «Δεν πειράζει, Κώστα μου, άσε να μαθαίνουμε πολλά, για να 'χουμε να ξεχνάμε».
Είναι πολλές οι φράσεις του βιβλίου που θα μείνουν στον αναγνώστη, θα ήθελα όμως να παραθέσω μόνο μία, εκείνη που κάνει πέρα τις μεμψιμοιρίες και εκφράζει σοφία και αποδοχή, του εαυτού και της ζωής μας, από το ωραιότατο κείμενο «Όσα μου λείψανε». Σε αυτό, αφού η συγγραφέας αραδιάζει ένα σωρό πράγματα, που -προφανώς ήθελε αλλά λόγω συνθηκών- δεν έκανε, καταλήγει με τον γνωστό αισιόδοξο τρόπο της: «Πολλά δεν έκανα, αλλά πολύ περισσότερα έκανα», χαρίζοντας μας ένα πλατύ χαμόγελο και ένα σημαντικό μάθημα ζωής, χωρίς ίχνος διδακτισμού.
*Η ZETA KOYNTOYΡΗ είναι συγγραφέας.