Του Γιώργου Βέη
O εμφανώς κειμενικά πολύπειρος, βραβευμένος προ πολλού Αλέξης Πανσέληνος (1943), πολυμεταφρασμένος και δόκιμος μεταφραστής ο ίδιος, μας προτείνει σήμερα ένα επιστολικό μυθιστόρημα, το οποίο φέρνει αίφνης στο νου μας το σημαδιακό έργο του νομπελίστα Τζ. Μ. Κούτσι, με τίτλο Τα χρόνια του σιδήρου, το οποίο εκδόθηκε επίσης από το «Μεταίχμιο» το 2003. Ταυτοχρόνως, οι Σκοτεινές επιγραφέςσυνιστούν ένα προχωρημένο δείγμα ανιχνευτικής λογοτεχνίας, η οποία κλείνει εκ παραλλήλου μάτι τόσο στην απαιτητική ποιητική μετάπλαση των φαινομένων, όσο και στην αυθεντική, σαφώς εξειδικευμένη μαρτυρία χαρακτήρων και κοινωνικοπολιτικών συγκυριών.
Οι χαρακτήρες ωθούνται συχνά πυκνά στο χείλος της ατομικής και συλλογικής φθοράς, υπακούοντας, όπως φαίνεται, σε νόμους των ορμεμφύτων τους είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Οι εκφάνσεις της ζωής τους μας αποκαλύπτουν, από την αρχή σχεδόν του μυθιστορήματος, το μέγεθος της κρίσιμης, μάλλον ανίατης αβελτηρίας τους. Της ανικανότητάς τους δηλαδή να απορροφήσουν το Κακό, να το δαμάσουν και στη συνέχεια ενδεχομένως να το ξορκίσουν. Συγκρατώ ότι οι παρακρατικές δυνάμεις ροκανίζουν εκ παραλλήλου τον πολιτικό-κοινωνικό ιστό, τηρώντας απλώς τους κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρωπολύκων προς τους άλλους, τους αδύνατους κρίκους της κοινωνικής αλυσίδας κατά το γνωστότατο δόγμα «homo homini lupus». Κοντολογίς, η σκοτεινή δύναμη αυτοκαταστροφής, η περιώνυμη βούληση, η οποία κατά τον μονήρη της Δρέσδης και της Φραγκφούρτης, δηλαδή τον φιλέλληνα Αρθούρο Σοπενχάουερ, κινεί ακόμη και το ίδιο το Σύμπαν, δίνει ως εκ των πραγμάτων το εφιαλτικό της παρόν και στο έργο αυτό.
Είναι δε γραμμένο με τη μαεστρία των Δασκάλων του είδους: ικανά και αναγκαία αποσπάσματα τοιχογραφίας μιας ολόκληρης εποχής, ασφαλώς αδιάπτωτη δράση, καλώς συγκερασμένοι διάλογοι, θρίαμβοι των συμπτώσεων, αλληλουχίες εσωτερικής και εξωτερικής περίστασης, εσωτερικοί μονόλογοι, οι οποίοι διατηρούν όμως – το τονίζω αυτό- ανελλιπώς τις ισορροπίες τους, άφθονες νατουραλιστικές πινελιές, ενδιάμεσες ανθρωπολογικές μελέτες, επιδέξιες αναλύσεις των γεωγραφικών συντεταγμένων, γραφή προς εαυτόν, επίκληση, μεταξύ άλλων, της ιδεατής-ιδανικής αναγνώστριας, αλλά και συνεχείς απόπειρες λύσης ενός θανάσιμου, όπως αποδεικνύεται στον επίλογο του μυθιστορήματος, γραφολογικού μυστηρίου. Πρόκειται δηλαδή για τεχνικές απολύτως αφομοιωμένες κι όχι τερτίπια εκ του συγγραφικού πονηρού. Συνοψίζοντας, υποστηρίζω ότι οι Σκοτεινές επιγραφές συνιστούν από αμιγώς υφολογική άποψη, υβρίδιο παραγωγικών, ευθύβολων καθόλα τρόπων. Έστω δείγμα: «Οι τόποι, όταν δεν τους διεκδικεί από σένα το πλήθος, μοιάζουν με το σπίτι σου, ένα σπίτι παλιό, που είχες εγκαταλείψει και τώρα επιστρέφεις. Οι γωνίες των δρόμων, τα κτίρια, τα φώτα του Δήμου, η προκυμαία και τα κατάρτια από τα δεμένα καΐκια, είναι τα σημάδια που αναγνωρίζεις. Η Χαλκίδα ήταν δική τους πόλη το βράδυ εκείνο, και δική τους έμεινε και όλες τις επόμενες φορές που, με ανάλογες εμπνεύσεις του Γιάννη, την επισκέφθηκαν. Ίσαμε το καλοκαίρι. Που θα φεύγανε για το νησί» (Βλ. σ. 528).
Πρωταγωνιστούν τρεις άρρενες. Ο Στάθης και ο Γιάννης, ήδη ζωντοχήροι, συμμετέχουν πλέον στα κοινά, μάλλον απρόθυμα. Περισσότερο αμλετικός ως χαρακτήρας είναι, πιστεύω, ο Γιάννης. Ζει διαρκώς σ΄ έναν ενδιάμεσο κόσμο, όπου η λεγομένη εξ αντικειμένου πραγματικότητα και η απαραίτητη φαντασίωσή της συνυπάρχουν σαφώς ισότιμα. Δημιουργώντας ένα πλέγμα παραστάσεων, οι οποίες κατά κανόνα τεκμαίρονται αναντίρρητα αληθείς, οι ψευδαισθήσεις είναι ο πολύτιμος άρτος της ύπαρξης. Οίκοθεν νοείται ότι για την δια βίου Οφηλία του – Χλόη εν προκειμένω – ο Γιάννης ελάχιστα πράγματα κατά βάση γνωρίζει. Η επιστολή, την οποία της απευθύνει ,αποτελεί, ως εικός, μάλλον καθρέφτισμα στην ατομική λιμνούλα των δοξασιών του, παρά καταγραφή αδιάσειστων περιστατικών. Ο δε Πίπης δρα αναλόγως με όση ετοιμότητα και υπομονή μπορεί να έχει ένας βιωματικά τυπικός κάτοικος του πρόσφορου σε όλα Λεκανοπεδίου της Αττικής μας. Συζώντας μάλιστα µε µια γυναίκα, με την οποία τον συνδέουν εναντιωματικά αισθήματα, διεκπεραιώνει τα ελάχιστα, τα οποία συνήθως απαιτεί η ελεύθερη συμβίωση. Ούτε την απορρίπτει δηλαδή πλήρως την επί έτη συγκάτοικό του ούτε όμως την αγαπά, με τον τρόπο εκείνο που η Αγάπη ξέρει πώς να λυτρώνει τους άντρες της τρίτης ηλικίας.
Οι εν λόγω καταφάσκουν ενσυνειδήτως στη ζωή, ειδικότερα όσον αφορά την αμιγώς σεξουαλική πλευρά της. Ο καθείς με τον τρόπο του βεβαίως. Κι αυτό προσδίδει μιαν ιδιαίτερη καλειδοσκοπική κάτοψη του υπαρξιακού τοπίου. Αδηφάγοι, ενίοτε μωροφιλόδοξοι, διαβρωμένοι σαφώς από την κοινωνία του θεάματος, αλλά και της υπερκατανάλωσης, τα αφηγηματικά πρόσωπα συνιστούν τυπικά μνημεία μιας εποχής μεγάλης ρευστότητος και ακραίων συναλλαγών. Η μεταπολίτευση άλλωστε, αυτό το αλώνι των χαρακτηριολογικών περιπτωσιολογιών, παραμένει ένας από τους σταθερότερους άξονες αναφορών και αυτοαναφορών των πεζογράφων μας, λόγω αυτής της συγκεκριμένης πλουραλιστικής παρουσίας του Άγους.
Η τροχιά τους γύρω από τις ματαιότητες των ματαιοτήτων της ζωής είναι ευτυχώς γεμάτη (συγγραφικά) απρόοπτα. Ο βίος έχει και τις πτώσεις-ανορθώσεις του με άτακτους, συναρπαστικούς από κάθε άποψη ρυθμούς. Βεβαίως κάποια στιγμή οι ανωτέρω δοκιμάζουν να πράξουν ηθικώς. Αλλά πισωγυρίζουν ολοταχώς. Περιδιαβάζουν εκόντες άκοντες στην καταδική μας κοιλάδα των δακρύων. Εκεί ανήκουν εκ γενετής σχεδόν. Κι είναι τα δικά μας ακριβώς πάθη, ελαφρώς μεγεθυσμένα, τα οποία τους καθιστούν συγκινησιακά ημετέρους. Εν τέλει και οι τρεις προαναφερόμενοι ποτέ δεν εγκλημάτησαν ακριβώς, αλλά συναίνεσαν με τον τρόπο τους στην διάδοση του λεγομένου μέσου όρου, της θλιβερής Μετριότητος, της εν μέρει αθλιότητας. Και γι’ αυτούς μάλλον ισχύει αυτό το οποίο επισημαίνει στη Γραφή τυφλού (1979) ο Γιάννης Ρίτσος: «Το ξέρεις – ψιθύρισε – εκείνο που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου». Συνταξιούχοι πλέον, αχθοφόροι εφιαλτικών και μη μνημών, αλλά όχι απράγμονες, είναι διαρκώς μπλεγμένοι στα δίχτυα των θεών, όπως ακριβώς θα ήθελαν οι τραγικοί μας ποιητές. Και βεβαίως ένας από τους αμεσότερους φιλολογικούς προγόνους του συγγραφέα, ο Μ. Καραγάτσης, οι περσόνες του οποίου στοιχειώνουν κάποια στιγμή τα διάκενα της κειμενικής ανέλιξης.
Τυπικοί εκπρόσωποι της σύγχρονης νεολαίας βεβαίως παρίστανται. Αλλά κι αυτοί είναι αυθεντικά έρμαια της ολέθριας, άκρως ισοπεδωτικής υποκουλτούρας των καιρών μας. Σπάνια το φως της Παιδείας τους αγγίζει. Εκείνοι προτιμούν συστηματικά την ευκολία του μηδενός. Υπάρχουν όμως κι εδώ χαραμάδες, οφείλω να το καταθέσω αυτό, από όπου μόλις διακρίνεται ένα πρότυπο του ευ ζην. Πρόκειται για ορισμένες στροφές της εσωτερικής πλοκής, οι οποίες δείχνουν προς τη μεριά ενός στοιχείου ζωής, το οποίο θα το ονόμαζα χωρίς δισταγμό ίχνος, ικμάδα αγαθού. Είναι οι στιγμές εκείνες ακριβώς, όπου η αρετή της φιλίας, η πανάρχαια αρχή της τίμιας συντροφικότητας, υπογραμμίζει ένα κάποιο μέλλον αξιοπρέπειας. Έστω και για λίγο. Καταλήγοντας, φρονώ ότι το γεγονός ότι δεν προκύπτει κάποια χειροπιαστή λύση του δράματος, έστω κατά τις ντόπιες ή αλλοδαπές συνταγές, ίσως να οφείλεται στο ότι εμμέσως πλην σαφώς ο παντεπόπτης συγγραφέας θέλησε εσκεμμένως ν΄ αφήσει ανοικτό κάποιο ενδεχόμενο επικράτησης του πανανθρωπίνως αποδεκτού δικαίου υπέρ των (ηθικώς) αδυνάτων. Εκτός κι αν θέλησε να καταδείξει τόσο με την επιλογική, εν ψυχρώ δολοφονία του Γιάννη, όσο και με την αναλγησία των αυτοχθόνων συνωμοτών και την επικράτηση του άλογου στοιχείου της ζωής εν γένει, την ισχύ εκείνου του δόγματος, όπως το διατυπώνει κομψά ο Μισέλ Φουκώ στην Ιστορία της Τρέλας, ήτοι: «Μετά τον Γκόγια και τον Σαντ το Παράλογο, η απουσία Λογικής αντιπροσωπεύει ό τι πιο αποφασιστικό υπάρχει μέσα στο σύγχρονο έργο τέχνης. Κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κυρίαρχο στοιχείο της Βίας και του Θανάτου...».
Σκοτεινές επιγραφές: η μέλαινα γραφή σε μια από τις αυθεντικότερες εκδοχές της σήμερα στον τόπο μας.
Σκοτεινές επιγραφές
Εκδόσεις Μεταίχμιο 2011