
Για το μυθιστόρημα του Τάκη Καμπύλη «Το κόμμα του καλού θεού» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Λουκάς Βασιλικός
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Τον Απρίλιο του 2023 ο Τάκης Καμπύλης τελειώνει το τρίτο του μυθιστόρημα, που εκδίδεται το φθινόπωρο, και τον Μάιο του ίδιου έτους, όπως και τον Ιούνιο, μετά τις εθνικές εκλογές εμφανίζεται στη Βουλή το κόμμα της «Νίκης», που συνδυάζει την πολιτική με τη θρησκεία.
Ο συγγραφέας δεν ξέρω αν είχε κατά νου μια τέτοια κίνηση, όταν επινοούσε μυθοπλαστικά «Το κόμμα του καλού θεού», το οποίο έχει επικεφαλής τον Ραφαήλ, έναν πρώην μητροπολίτη. Στην ουσία το μυθιστόρημα αποτελεί ένα πολιτικό σενάριο, που προς το τέλος μετεξελίσσεται σε υπαρξιακό δράμα. Το σενάριο περιλαμβάνει την πρόθεση μιας πλούσιας οικογένειας, των Βραχνών, να χρηματοδοτήσει ένα κόμμα με θρησκευτικό περίβλημα, δεξιό με λαϊκίστικες προτάσεις, αντισυμβατικό που να στοχεύει στους πανταχού παρόντες αναποφάσιστους και απογοητευμένους, εξωθεσμικό αλλά συνάμα βαθύτατα ριζωμένο (έστω και άτυπα) σε θεσμούς και συμφέροντα. Τι θα συμβεί, λοιπόν, στο πολιτικό σκηνικό με μια τέτοια προοπτική;
Σ’ αυτό το νήμα ο πεζογράφος δένει δυο άλλα, που συνυφαίνονται σε έναν τριμερή βόστρυχο. Το ένα αφορά την αποτυχημένη ζωή, οικογενειακή, σεξουαλική και προσωπική, του πρωταγωνιστή, του Μάνου Καραργύρη, ο οποίος είναι επίκουρος καθηγητής της Νομικής και συνάμα διευθύνει, με τον συνεργάτη του Μάνο Παπαλάμπρου, ένα γραφείο δημοσίων σχέσεων και προώθησης καριέρας. Το δεύτερο νήμα αναφέρεται σε μια καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης της φοιτήτριας Μαρίας Αστερίου εναντίον του μεγαλοκαθηγητή της Νομικής σχολής Κικέρωνα Χρηστοβασίλη, υπόθεση που αναλαμβάνει να διαλευκάνει εκών άκων ο Καραργύρης. Η πολιτική συναντά την ανεπίσημη Εκκλησία, το ατομικό το βρόμικο συλλογικό, η σεξουαλικότητα το στημένο παρασκήνιο.
Το σενάριο προφανώς, πέρα από τα χαρακτηριστικά που προανέφερα, ενέχει δόσεις σάτιρας και παρωδίας. Το έχει επιχειρήσει συχνά πυκνά ο Χρήστος Χωμενίδης, ο οποίος χρωματίζει γελοιογραφικά τα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα, το έχει καταφέρει αρκετά καλύτερα ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στον Υπουργό νύχτας (εκδ. Πατάκη), όπου ο νυχτερινός υπόκοσμος εμπλέκεται ενεργά στην πολιτική και ταράζει τα νερά. Ο Τάκης Καμπύλης, νομίζω, κρατά ακόμα καλύτερα τις ισορροπίες ανάμεσα στα παιχνίδια εξουσίας, τα επιχειρηματικά συμφέροντα, το πανεπιστημιακό κατεστημένο, τον δημοσιογραφικό κόσμο, τις κατευθυνόμενες στρατιές τρολ με τις ατομικές πορείες κ.ά.
Μπορεί να αστοχεί ως προς τον λόγο του πρωταγωνιστή, ο οποίος δεν εκφράζεται καθόλου νομικά, μπορεί να μην πείθει ως προς τα αδιέξοδά του ή μπορεί να μην είναι τόσο γερά δεμένο το αστυνομικό μέρος της έρευνας, αλλά η πέτρα του «κόμματος του καλού θεού» που πέφτει στην κοινωνικοπολιτική λίμνη κινεί, με αληθοφάνεια και προβληματισμό, τα στάσιμα νερά.
Μπορεί να αστοχεί ως προς τον λόγο του πρωταγωνιστή, ο οποίος δεν εκφράζεται καθόλου νομικά, μπορεί να μην πείθει ως προς τα αδιέξοδά του ή μπορεί να μην είναι τόσο γερά δεμένο το αστυνομικό μέρος της έρευνας, αλλά η πέτρα του «κόμματος του καλού θεού» που πέφτει στην κοινωνικοπολιτική λίμνη κινεί, με αληθοφάνεια και προβληματισμό, τα στάσιμα νερά. Πίσω από τα κόμματα, τις καταγγελίες, τις σημαίες περί διαφάνειας και δικαιοσύνης, υπάρχουν προσωπικά μυστικά, οικονομικές και άλλες δοσοληψίες, ένα ζοφερό δηλαδή παρασκήνιο, που όζει αλλά ποτέ δεν αποκαλύπτεται, που σαπίζει αλλά ποτέ δεν καθαρίζεται με οινόπνευμα, που κινεί τα νήματα χωρίς να φαίνεται το βάθος κάτω από την κορυφή του παγόβουνου.
Σε όλα του τα βιβλία ο Τάκης Καμπύλης αξιοποιεί τη δημοσιογραφική του περιουσία, για να προσεγγίσει από διαφορετικές μεριές το τείχος της πολιτικής. Από την αναρχία στο Γίγαντες και φασόλια (εκδ. Καστανιώτη, 2019) και την κρίση στα Γενικά συμπτώματα (εκδ. Καστανιώτη, 2021) μέχρι το προκείμενο έργο του, πλημμυρίζει τον αναγνώστη με ρυάκια που γίνονται ρέματα κοινωνικής ζωής, τόσο φυσικά, τόσο υπερχειλίζοντα από την επικαιρότητα, τραβηγμένη λογικά στα άκρα της, αληθοφανώς όσο και σατιρικά, κύματα δηλαδή μιας πολυτάραχης ελληνικής κοινωνίας η οποία κινείται τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο.
Θεωρώ ότι αυτή η πολύ φιλόδοξη προσπάθεια έχει μεγάλες προοπτικές, αν και το τέλος δείχνει μια κάποια αμηχανία, καθώς ο συγγραφέας δεν έχει αποφασίσει με θάρρος πώς θα ολοκληρώσει το σενάριό του. Και δεν πρόκειται για ένα ανοιχτό τέλος, αλλά μάλλον για αδυναμία η εκκωφαντική ιδέα να αποκτήσει ολοκληρωμένη μυθιστορηματική πλοκή και μετά τη «δέση» να οδηγηθεί στην κατάλληλη «λύση». Παρ’ όλα αυτά, αυτή η ημικωμική αλληγορία, αυτή η πολιτική σάτιρα αναδεικνύει αλήθειες που δίνονται και κατανοούνται καλύτερα μέσα στην παρωδιακή τους υπερβολή. Η δημοκρατία, το «λιγότερο κακό από τα πολιτεύματα», ενέχει λαϊκισμό, μεσσιανισμό, προπαγάνδα, εφέ και εύκολη επικοινωνία, αντισυμβατικότητα και μαζοποίηση. Άνετα, συνδυάζει τον θεό και τον άνθρωπο, τον επιχειρηματία και τον πολιτικό, τον ηγέτη και τον image maker.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Πενηντάρης από αγροτική οικογένεια, μπήκε από μικρός στην επιτροπεία της Εκκλησίας. Από το λύκειο μέχρι και πριν από δεκαπέντε χρόνια σπούδαζε. Πολλή θεολογία αλλά και οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Όχι όπου κι όπου: Γέιλ, Παρίσι, Οξφόρδη, Χαϊδελβέργη. Όλα με υποτροφίες της Εκκλησίας. Pal mal. Μετά προσκολλήθηκε στον σημερινό Αρχιεπίσκοπο όταν ήταν ακόμη Μητροπολίτης και τον πήρε μαζί του, μόλις εκλέχτηκε, ως Πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής. Πριν από πέντε χρόνια τον έχρισε Μητροπολίτη Νέας Ελβετίας. Πλούσιο φιλανθρωπικό έργο – δεν υπήρχε φραγκάτος που δεν είχε δωρίσει το κατιτί του. Άλλες φωτογραφίες, πέραν των συνηθισμένων σε κηδείες, λιτανείες κ.λπ., δεν υπήρχαν. Δείχνει προσεκτικός ο Παπαφλέσσας των ανώνυμων».