Για το μυθιστόρημα του Μιχάλη Αλμπάτη «Η κατάλυση του χρόνου» (εκδ. Νήσος).
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
Ο Μιχάλης Αλμπάτης μετά την εκτενή επιτυχία του μυθιστορήματός του Και οι νεκροί θα θάψουν τους νεκρούς τους (εκδ. Νήσος), επανέρχεται με ένα μικρότερης έκτασης μυθιστόρημα, την Κατάλυση του χρόνου, και πάλι από τις εκδόσεις Νήσος.
Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα ένα νέο βιβλίο του Αλμπάτη τόσο σύντομα και άκουσα τα νέα με συγκρατημένη δυσπιστία. Ωστόσο, στην πρόσφατη συνέντευξή του στην Bookpress ο συγγραφέας μάς πληροφορεί πως το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν έτοιμο, σε μια πρώιμη εκδοχή, ήδη με την έκδοση των Νεκρών, συνεπώς, με αυτό κατά νου, οφείλουμε να μην το αντιμετωπίσουμε ως μια συνέχεια των Νεκρών, ή να ψάξουμε να βρούμε στοιχεία της μεγάλης επιτυχίας του συγγραφέα στο νέο έργο του.
Κατά τη γνώμη μου ο Αλμπάτης με την Κατάλυση του χρόνου όχι μόνο προσγειώνει ηθελημένα τις προσδοκίες για ένα ευπώλητο βιβλίο παρόμοιο με τους Νεκρούς, αλλά διαρρηγνύει μερικώς και τους δεσμούς του με την προηγούμενη εργογραφία του. Τόσο στον Κώλο της Άννας, όσο και στην Κάρτα Ελεύθερης πρόσβασης καθώς και στους Νεκρούς, το ειδοποιό στοιχείο της γραφής του Αλμπάτη ήταν η έμμεση και υποβόσκουσα ειρωνεία, μια σκωπτική αποστασιοποίηση του αφηγητή απέναντι στους ήρωές, χαρακτηριστικό που ατονεί αρκετά στο παρόν βιβλίο.
Το ελαφρώς δοκιμιακό ύφος, δεν είναι κάτι καινούργιο για τον συγγραφέα αφού το εξάσκησε επιτυχώς και στον Κώλο της Άννας. Αν μάλιστα πρέπει να συγκρίνουμε με κάποιο βιβλίο του Αλμπάτη την Κατάλυση του Χρόνου, αυτό θα πρέπει να είναι αναναμφίβολα η προαναφερθείσα νουβέλα, επιστροφή που κατά τη γνώμη μου είναι λογοτεχνικά ευκταία.
Εδώ βέβαια ο χαρακτηριστικός ερωτισμός του Αλμπάτη, που σε άλλα βιβλία του είχε υπάρξει έντονος, αποκτά μια σοβαρότερη όψη και απολύει τον μερικώς παρωδιακό χαρακτήρα που συναντάμε σε παλαιότερα έργα του. Αντιθέτως, στην Κατάλυση του Χρόνου έχουμε να κάνουμε με έναν ερωτισμό ιερουργικό, αρχέγονο και φιλοσοφικά εμποτισμένο.
Οι διακειμενικές αναφορές είναι πλούσιες, χωρίς να βαραίνουν το κείμενο ενώ, παράλληλα, ο Αλμπάτης έχει τη συνείδηση πως γράφει μια ιστορία που, τουλάχιστον στο πρώτο μισό της, έχει ειπωθεί ξανά.
Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Πέραν της βιβλιοφιλικής αφήγησης, καθώς και του ιδεολογικού φορτίου για την επανάσταση, η ιστορία ξετυλίγεται και ως μια ψυχαναλυτική παραβολή για τη μάχη των γενεών, αφού τα κύρια σημεία της δράσης αφορούν κατά βάση την αιματηρή διαπάλη των νεότερων με τους συμβιβασμένους ενήλικες.
Οι διακειμενικές αναφορές είναι πλούσιες, χωρίς να βαραίνουν το κείμενο ενώ, παράλληλα, ο Αλμπάτης έχει τη συνείδηση πως γράφει μια ιστορία που, τουλάχιστον στο πρώτο μισό της, έχει ειπωθεί ξανά. Ο Γιόσουα είναι μια μίξη της Άννας Φρανκ και ενός νεαρού Φάουστ που, παρά το ότι διασώζεται από την ναζιστική κόλαση, καταλήγει να πληγωθεί από τα ίδια τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν.
Γνώριμο στιλ
Υφολογικά συναντάμε το γνώριμο στιλ του Αλμπάτη, τις μερικές μετατοπίσεις των ρημάτων και τον παραμυθιακό ρυθμό, στοιχεία που ωστόσο και πάλι είναι κάπως ασυνεπή από το ένα στο άλλο κεφάλαιο, χωρίς ωστόσο να στιγματίζεται αρνητικά το βιβλίο. Ορισμένες λεκτικές αμετροέπειες θα έλεγα πως ταιριάζουν στο ύφος της διήγησης και στην ηθελημένη μίμηση δοκιμιακού λόγου.
Η πρώτη μου ένσταση αφορά την τοποθέτηση της ιστορίας σε μια πόλη της, τότε, Τσεχοσλοβακίας. Το Νεμπόβιτσε, τουλάχιστον στο σήμερα, είναι περιοχή στην πόλη της Τσεχίας Οστράβα, η οποία, στην πραγματικότητα, δεν φημίζεται ιδιαίτερα για την ωρολογοποιία της σε σχέση με άλλες πόλεις της Τσεχίας, όπως το Μπρνο ή, φυσικά, η Πράγα. Παρόλο που ο Αλμπάτης διατείνεται πως δεν υπάρχει καμία σύνδεση με την Κρήτη, γίνεται φανερό σε κάποια σημεία του βιβλίου πως το Νεμπόβιτσε δεν μπορεί να λειτουργήσει ως σκηνογραφία της συγκεκριμένης ιστορίας. Ο κυριότερος λόγος είναι η θρησκοληψία των κατοίκων.
Ενώ φυσικά η έκταση της αθεΐας στην Τσεχία στέριωσε μετακομμουνιστικά, δεν είναι διόλου ιστορικά ακριβές πως προέκυψε από την κομμουνιστική επίδραση και μόνο, αντιθέτως η Τσεχία έχει βαθιές ρίζες στον θρησκευτικό και θεολογικό σκεπτικισμό.
Ο Μιχάλης Αλμπάτης γεννήθηκε το 1973 στον Ζαρό, στους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη. Ζει στο Ηράκλειο. |
Το κίνημα του Χουσιτών
Ήδη από τον 15ο αιώνα με το κίνημα των Χουσιτών (τσεχικού πρόδρομου της προτεσταντικής μεταρρύθμισης), αλλά και αργότερα κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, η τσεχική σκέψη πέρασε σε μια φάση γόνιμης αμφισβήτησης του θρησκευτικού φαινομένου, κάτι που μορφοποιήθηκε περισσότερο εύσχημα στην πορεία του χρόνου, όταν έγινε φανερή η ταύτιση της εκκοσμικευμένης καθολικής εκκλησίας με τη φθίνουσα και παρακμιακή ύπαρξη των μεγάλων αυτοκρατοριών, που ενέτεινε αναπόφευκτα την απομάκρυνση των Τσέχων από την Καθολική εκκλησία.
Τα χωρία λοιπόν που η γριά Γκρόσοβα, σωτήρας του Γιόσουα, εμφανίζεται τόσο εκφραστικά υπέρ της εκκλησίας και μάλιστα με έναν τρόπο μάλλον αφελή, απηχούν μια κατάσταση πλήρως ελληνική. Αν δηλαδή αφαιρούσαμε τα Τσεχικά ονόματα, οι σελίδες αυτές θυμίζουν Ελλάδα και, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν επιτυχέστερη και εντονότερη η ιστορία αν αφορούσε ήρωες που έζησαν εντός των χωρικών πλαισίων της ελληνικής επικράτειας. Τότε θα μπορούσαμε να μιλάμε και για έναν δηλωτικότερο -και αναγκαίο- αντικληρικαλισμό.
Αντικληρικαλισμός
Ο αντικληρικαλισμός του βιβλίου, λοιπόν, που αναφέρθηκε ως αρνητικό στοιχείο στην κριτική του Γ.Μ. Βαρδαβά στο Φρέαρ, είναι όχι μόνο καίριος στην ιδεολογική σκαλωσιά του μυθιστορήματος, αλλά, για να είναι ιστορικά ακριβές το φόντο των τεκταινόμενων, θα έπρεπε να αφορά ένα αίσθημα περισσότερο κοινό και όχι να αποτελεί μονάχα απότοκο της επιρροής του νεαρού Γιόσουα.
Ο αναφερόμενος αντικληρικαρισμός άλλωστε εξυπηρετεί γενικά την κριτική του κοινωνικού κομφορμισμού που θίγεται στο βιβλίο και, παρόλο που δεν αποτελεί κάτι νεοφανές στα ελληνικά γράμματα, είναι φανερό πως βρίσκει πάντοτε πολλούς πολέμιους στην εγχώρια συντηρητική λογοτεχνική σκηνή. Ενώ, δηλαδή, το φαινόμενο της αθεΐας απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό, πλην εξαιρέσεων, από την ελληνική λογοτεχνία, ένας συγκρατημένος αντικληρικαλισμός ανευρίσκεται ακόμα και στον λογοτεχνικό μας “ιερέα”, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ασχέτως αν ορισμένες μελέτες αποδίδουν την κριτική του στον κλήρο ως μεμονωμένο αντίλογο σε κάποια κακώς κείμενα της εκκλησίας των καιρών του.
Παρά τα προαναφερόμενα αρνητικά, ωστόσο, καθώς και τη μάλλον βιαστική ανάπτυξη του κεντρικού χαρακτήρα, το μυθιστόρημα διαθέτει έναν πυκνογραμμένο σκελετό ιδεών που διανοίγει το αφηγηματικό βάθος της ιστορίας. Ο Αλμπάτης περιηγείται με εύγλωττη ευκινησία σε ένα ευρύ φάσμα ιδεών, αγγίζοντας λογοτεχνικά πληθώρα ιστορικών περιόδων και επιστημονικών ανακαλύψεων.
Το εύρημα μιας βιβλιοθήκης παγωμένης στο χρόνο, μιας χρονοκάψουλας επί της ουσίας, που έχει σταματήσει σε ένα από τα κομβικότερα ιστορικά έτη της σύγχρονης εποχής, το 1917, προσφέρει ένα φιλολογικό καταφύγιο.
Το εύρημα μιας βιβλιοθήκης παγωμένης στο χρόνο, μιας χρονοκάψουλας επί της ουσίας, που έχει σταματήσει σε ένα από τα κομβικότερα ιστορικά έτη της σύγχρονης εποχής, το 1917, προσφέρει ένα φιλολογικό καταφύγιο όχι μονάχα στον ήρωα, αλλά και στον ίδιο τον αναγνώστη.
Κυκλικό σχήμα
Το σχήμα του βιβλίου είναι μάλλον κυκλικό, όπως κυκλικός εντέλει είναι και ο ίδιος ο χρόνος, παρά την γραμμικότητα που προσπάθησε να εγκαταστήσει η χριστιανική εσχατολογία. Ο Γιόσουα μαθαίνει και παθαίνει από τα βιβλία και κάθε ιδέα που πίστεψε τη βλέπει τραγικά να διαψεύδεται στον διαρκή πόλεμο μεταξύ της πραγματικότητας και της ιδεολογίας.
Η χρονική κατάλυση είναι μια μεταρρύθμιση που ουκ ολίγες επαναστατικές κυβερνήσεις προσπάθησαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να αποτολμήσουν. Ο συγγραφέας καταλήγει σε έναν μάλλον πεσιμιστικό συμπερασμό που προκύπτει από την απόρριψη της ίδιας της επανάστασης ως φαινομένου εντροπικά ανεπιτυχούς, αφού η ίδια η ιδεολογία που διέπει την εκάστοτε επαναστατική πράξη αναμιγνύεται με ένα κομμάτι της ανθρώπινης φύσης που παραμένει διαρκώς αταβιστικά πρωτόγονο. Η έμμεση κριτική στον Φουκώ δίνει το στίγμα στο δεύτερο μισό του βιβλίου και, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην συμφωνήσει κάποιος, έχει ορισμένα στέρεα επιχειρήματα.
* Ο ANΤΩΝΗΣ ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ είναι συγγραφέας και κριτικός.