Του Δημήτρη Αργασταρά
Το ‘‘Χαμένα Κορμιά’’ (Τετράγωνο, 2011) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του δημοσιογράφου Διονύση Μαρίνου. Η ιδέα του παράδοξη όσο και καίρια: οι κάτοικοι μιας ολόκληρης χώρας αρχίζουν να χάνονται, να εξαφανίζονται χωρίς προειδοποίηση, το κοινωνικό σύνολο μειώνεται δραματικά υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Η ‘‘νόσος της απουσίας’’ ξεκινά μεμονωμένα και εξαπλώνεται σε μεγάλους αριθμούς. Και αν τα ‘‘Χαμένα Κορμιά’’ φαίνεται να απηχούν μια Σαραμάγκια γοητεία, ο Μαρίνος κάνει κάτι παραπάνω από την σύνθεση ενός μιμητικού ‘‘Περί Εξαφανίσεως’’, με αποτελέσματα που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε αδιάφορα.
«Μοναξιά σαν πολιτεία μεγάλη», είναι μια περίφημη φράση του ιστορικού Στράβωνα ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. Και πραγματικά, στριμωγμένοι στις απρόσωπες σύγχρονες μεγαλουπόλεις, μετακινούμενοι σαν τα μηχανικά γρανάζια μιας ατέρμονης καθημερινής ρουτίνας, πόση λίγη σημασία φαίνεται να έχουμε ο ένας για τον άλλο! Στο αβαθές χωνευτήρι της πόλης μπορεί να συμβαίνουν χιλιάδες, μικρές και μεγάλες ανθρώπινες ιστορίες, μικρά δράματα και θαύματα, αλλά κανείς δεν θα ενδιαφερθεί και κανείς δεν θα μάθει για αυτά. Η ζωή συνεχίζει αγέρωχα την δική της πορεία, οι θεσμοί λειτουργούν υπναγωγικά στους δικούς τους ρυθμούς. Εκτός κι αν – βάζει εδώ το χεράκι του το δαιμόνιο του συγγραφέα – θα μπορούσε κιόλας να συμβεί διαφορετικά. Τί θα συνέβαινε εάν...
Ο πρώτος που θα εξαφανιστεί, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω του, θα είναι ένας μοναχικός άντρας, ανώνυμος κάτοικος μιας άχρωμης πολυκατοικίας. Κανείς δεν θα τον αναζητήσει. Έπειτα, θα ακολουθήσει μια νεαρή φοιτήτρια, που πέρασε έξω από το διαμέρισμά του, και στην συνέχεια ο καθηγητής που μόλις διόρθωσε το γραπτό της. Τρεις άνθρωποι εξαϋλώνονται, σαν να έχουν πάρει μια τυχαία, λάθος στροφή, και δεν χάνονται μόνο τα φυσικά τους ίχνη αλλά μαζί και οι αναμνήσεις που έχουν αφήσει στους άλλους, σαν μια μυστήρια σκόνη λήθης να κάλυψε την παρουσία τους στην γη.
Έτσι, ξεκινώντας από ατομικές, μεμονωμένες περιπτώσεις, το φαινόμενων των εξαφανίσεων αρχίζει να εξαπλώνεται, και μετά τον χαμό ενός πρωτοκλασάτου δημοσιογράφου θα γίνει ευρέως γνωστό και θα αποκτήσει διαστάσεις επιδημίας. Καθώς παρακολουθούμε αυτή την ανεξέλεγκτη εξάπλωση, ο Διονύσης Μαρίνος διαπερνά με τρόπο καυστικό όλες τις βαθμίδες της πληγείσας κοινωνίας (η οποία, αν και δεν κατονομάζεται, γίνεται σαφές ότι δεν απέχει πολύ από την δική μας νεοελληνική πραγματικότητα). Οι επιπτώσεις θα φανούν γρήγορα στις δημόσιες υπηρεσίες, στον καθαρισμό, στην υγεία και στην αστυνόμευση, αναμπουμπούλα θα δημιουργηθεί σε κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις, καθώς κάτοχοι διαφόρων θώκων εξαφανίζονται επίσης, το θρησκευτικό συναίσθημα θα οξυνθεί και ο κλήρος θα αισθανθεί την ανάγκη να πάρει ηχηρή θέση στις εξελίξεις, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο θα πάρουν φωτιά και χαρτομάντεις, καφετζούδες και μελλοντολόγοι θα κληθούν να καταθέσουν τις απόψεις τους, οι μυστικές υπηρεσίες θα πιάσουν δουλειά, ενώ θα εμφανιστεί η τρομοκρατική Παλλαϊκή Οργάνωση Ανώνυμων Απόντων. Το πληγέν κράτος θα γίνει το μαύρο πρόβατο της διεθνούς κοινότητας και η κοινωνική αναταραχή θα αρχίσει να γιγαντώνεται...
Τα ‘‘Χαμένα Κορμιά’’ αποτελούν μια πολύ καλή στιγμή παρωδιακής λογοτεχνίας. Διαθέτοντας αφηγηματική ευλυγισία, με πλούσια και καλοδουλεμένη γλώσσα, ο Διονύσης Μαρίνος σαρκάζει και διακωμωδεί τα κοινωνικό-πολιτικά ευτράπελα της καθημερινότητάς μας. Πίσω από την ξέφρενη φαντασία των γεγονότων του βιβλίου, που αναπτύσσονται από τον συγγραφέα με υφολογική ευφορία και έντονη σατηρική διάθεση, μπορούμε να διακρίνουμε αναγνωρίσιμες καταστάσεις, ενώ κάποιες άλλες μάς αποκαλύπτονται με τρόπο ευθύβολο και διεισδυτικό. Και το τέλος δεν είναι απλό ή συμβατικό, αλλά μια καινούρια αποκάλυψη για τον αναγνώστη. Εν κατακλείδι, τα ‘‘Χαμένα Κορμιά’’ είναι μια εμπειρία ευχάριστη όσο και καθαρτική, ένας σωστά επενδυμένος χρόνος.