Για τη νουβέλα της Θεοφανώς Καλογιάννη «Ψεύτης παράδεισος» (εκδ. Εστία). Κεντρική εικόνα: © Wikipedia.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Οι ιστορίες πρέπει να πηγαίνουν από στόμα σε στόμα και η ζωή να έχει συνέχεια» λέει η Μπελατρίξ, και μας αφηγείται την ιστορία της. Μας λέει ότι μένει με τους γονείς και την αδερφή της στο σπίτι που ο Κύριος έχει φτιάξει γι’ αυτούς.
Το σπίτι τους βρίσκεται πίσω από μια μεγάλη μάντρα, για να προστατεύονται από το Χάος και το Έρεβος που καραδοκούν εκεί έξω. Ο Κύριος τους αγαπάει, είναι παντοδύναμος και ξέρει να φτιάχνει κόσμους. Αργότερα ο Κύριος φέρνει από έναν σύντροφο για κείνη και για την αδερφή της. Και οι δυο τους αποκτούν μωρά και είναι πολύ χαρούμενες. Νιώθουν πως είναι στον παράδεισο. Ότι είναι οι πρωτόπλαστοι, οι μοναδικοί, οι εκλεκτοί, και ο Κύριος και θεός τους, φροντίζει να μην τους λείπει τίποτα.
Μέχρι που έρχεται ο Πειρασμός, που μιλάει για Παραλίες και Ταβέρνες, πράγματα τελείως άγνωστα, και για μια άλλη ζωή, πολύ πιο όμορφη. Ο Πειρασμός σπέρνει αμφιβολίες στο μυαλό της, και την κάνει να αναρωτιέται: μήπως ο παράδεισος που έχει φτιάξει ο Κύριος γι’ αυτούς δεν είναι αληθινός; Μήπως υπάρχει κάποιος άλλος, καλύτερος, κι αν ναι, πού βρίσκεται; Και τι ακριβώς σημαίνει παράδεισος για τον καθένα; Η Μπελατρίξ είναι άτομο που σκέφτεται και φιλοσοφεί. Που βλέπει πράγματα που δεν θα τα πρόσεχε κανείς. Που αναρωτιέται για τα πάντα αλλά δυσκολεύεται να βρει απαντήσεις.
Η Θεοφανώ Καλογιάννη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1967 και μεγάλωσε στη Σουηδία και τη Λήμνο. Σπούδασε συντήρηση έργων τέχνης, αγγλική φιλολογία, ζωγραφική και γλυπτική στην ΑΣΚΤ. Είναι επίσης διπλωματούχος βυζαντινής μουσικής από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Βιβλία της: Ο Θάνατος του Ιππότη Τσελάνο και άλλες ιστορίες (Εστία 1989, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 1992), Ιστορίες από τις Γραφές (Ωκεανίδα 2001), Άνοιξον (Εστία 2004, από την ομότιτλη παράσταση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών) και Ο Κήπος με τα γκρι (Εστία 2004, παιδικό, με εικονογράφηση της ιδίας). Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ασχολείται ενεργά με την εκπαίδευση και την επανένταξη αδέσποτων σκύλων. |
Οι Σωτήρες
Μετά από λίγο καιρό, ο Κύριος φαίνεται να μην είναι καλά, παύει να τους παρέχει τροφή και προστασία, τους αφήνει στο έλεος της πείνας και της παγωνιάς. Τότε έρχονται κάποιοι Σωτήρες να τους σώσουν. Εκείνοι δεν ζήτησαν να σωθούν. Όμως δεν έχουν και άλλη επιλογή. Τη Μπελατρίξ και τον σύντροφό της τους παίρνουν κάποιοι άνθρωποι σε ένα όμορφο σπίτι, και οι δυο τους νομίζουν πως άνοιξε η τύχη τους. Αρχικά οι άνθρωποι τους προσφέρουν τα πάντα αλλά μετά τους τα παίρνουν πίσω.
Όλοι περιμένουν κάτι από αυτούς και τελικά τίποτα δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται. Έτσι η Μπελατρίξ με τον σύντροφό της αποφασίζουν να αποδράσουν από έναν κόσμο που τους κλείνει σε μπαλκόνια ή σε κουτιά, που τους υποχρεώνει να υπακούν σε εντολές, που τους απαγορεύει να αποκτήσουν μωρά. Από έναν κόσμο όπου άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις για ό,τι τους αφορά, κι υποτίθεται ότι αυτό το κάνουν για το καλό τους.
Μόνοι πια και απροστάτευτοι, περιπλανιούνται σε μέρη που δεν έχουν ξαναδεί, βλέπουν από κοντά την Ταβέρνα με τις υπέροχες μυρωδιές της, την Παραλία με τη θαλασσινή αύρα και τη μαλακή άμμο, την πόλη με τους θορύβους και τους κινδύνους της. Ναι, όλα αυτά υπάρχουν, αλλά τίποτα από αυτά δεν τους προσφέρει την ασφάλεια και την γαλήνη που ένιωθαν στο σπίτι τους, κανείς δεν τους χαρίζει αγάπη και χάδια χωρίς να ζητάει κάποιο αντάλλαγμα. Δεν ξέρουν πια σε τι να πιστέψουν, δεν ξέρουν πού βρίσκεται η αλήθεια, η πραγματική ζωή και ο παράδεισος που ονειρεύτηκαν. Κι η ελευθερία είναι πολύ δύσκολη γι’ αυτούς.
Από την πλευρά ενός σκύλου
Είναι βέβαια αρκετά σαφές ότι πρόκειται για μια παρέα σκύλων, που ένας άστεγος κρατά σε μια μάντρα, προσπαθώντας να βγάλει κάποια χρήματα πουλώντας τα κουτάβια τους, μιας και είναι καθαρόαιμα εγγλέζικα Σέτερ. Δεν τους προσφέρει κάτι περισσότερο από ένα σπίτι και μερικά ξεροκόμματα.
Αν ένας σκύλος μπορούσε να μιλήσει, θα έλεγε ακριβώς αυτό: «Οι άνθρωποι νομίζουν πως είμαστε χαζοί και δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, εκείνοι δεν καταλαβαίνουν τι τους λέμε εμείς και ούτε ενδιαφέρονται να καταλάβουν.»
Όμως, ίσως επειδή κι εκείνος δεν έχει κανέναν στον κόσμο, ίσως επειδή είναι η μόνη πηγή εισοδήματος γι’ αυτόν, τους αφιερώνει χρόνο, τους μιλάει, διαβάζει δυνατά την εφημερίδα του κι εκείνοι ακούν, τους χαϊδεύει, τους κάνει να νιώθουν μοναδικοί. Κι εκείνοι τον λατρεύουν, τον έχουν σαν θεό τους, του προσφέρουν την πίστη και την αφοσίωσή τους.
Αν ένας σκύλος μπορούσε να μιλήσει, θα έλεγε ακριβώς αυτό: «Οι άνθρωποι νομίζουν πως είμαστε χαζοί και δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, εκείνοι δεν καταλαβαίνουν τι τους λέμε εμείς και ούτε ενδιαφέρονται να καταλάβουν.»
Η συγγραφέας πετυχαίνει ό,τι και ο λόρδος Τσάντος του Χόφμανσταλ, μπαίνει στην ψυχοσύνθεση των σκύλων, μετέχει των εσωτερικών τους διεργασιών, παρατηρεί αυτά που βλέπουν, νιώθει αυτά που αισθάνονται, ακούει αυτά που λένε, διαβάζει τις σκέψεις τους, καταλαβαίνει τις επιθυμίες τους.
Είναι η αγάπη της για τα υπέροχα αυτά πλάσματα, η αναγνώριση ότι διαθέτουν οντότητα και υπόσταση ισάξια με κάθε άλλο πλάσμα της γης...
Δεν είναι η συμπόνοια που την ωθεί να γράψει αυτό το βιβλίο. Είναι η αγάπη της για τα υπέροχα αυτά πλάσματα, η αναγνώριση ότι διαθέτουν οντότητα και υπόσταση ισάξια με κάθε άλλο πλάσμα της γης, ότι αναγνωρίζουν την αγάπη, απ’ όπου κι αν προέρχεται και την ανταποδίδουν στο πολλαπλάσιο, ότι, σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους, διαθέτουν ενσυναίσθηση και μπορούν να συνδεθούν με άλλα πλάσματα βαθιά και ουσιαστικά.
Η συγγραφέας, δίνοντας φωνή σε ένα τετράποδο, έχει προσαρμόσει και το ύφος του βιβλίου στην αφήγηση που θα περίμενε κάποιος από έναν σκύλο. Λόγος απλός, κατανοητός, άμεσος, με πολλά φιλοσοφικού τύπου ερωτήματα. Σε λίγα μόνο σημεία η γλώσσα είναι κάπως εξεζητημένη και οι πληροφορίες υπερβολικά πολλές για να τις γνωρίζει ένας σκύλος. Αλλά πάλι, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτό είναι ανέφικτο;
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η ελευθερία είναι τελικά πολύ δύσκολο πράγμα, έχει πείνα και κρύο και ταλαιπωρία και πρέπει συνέχεια να παίρνεις αποφάσεις. Όποιο λάθος κάνεις το πληρώνεις μόνος σου, κανείς δεν σε διατάζει αλλά και κανείς δεν σε φροντίζει. Εμείς είχαμε διαλέξει να ζήσουμε με τους ανθρώπους και ξεχάσαμε να είμαστε λύκοι, μας φόρεσαν κολλάρο με ταυτότητα, μας έβγαλαν βόλτα με το λουρί, μάθαμε να δίνουμε ευγενικά το χεράκι και να υπακούμε στις Εντολές τους, όλα για ένα πιάτο φαΐ, ένα ζεστό κρεβάτι και λίγη καλοσύνη. Μα ό,τι κι αν κάναμε, τίποτα δεν μας είχε βγει σε καλό, σταθήκαμε άτυχοι με τους ανθρώπους κι έπρεπε τώρα να πορευτούμε μόνοι μας.»