
Για τη συλλογή διηγημάτων του Τηλέμαχου Τσαρδάκα «Αυτός που έτρωγε όλο το γλυκό του» (εκδ. Σοκόλη).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
H συλλογή διηγημάτων του Τηλέμαχου Τσαρδάκα Αυτός που έτρωγε όλο το γλυκό του (εκδ. Σοκόλη) είναι μια ώριμη, καλοδουλεμένη συλλογή δεκατριών διηγημάτων που γράφτηκαν μέσα στην τετραετία 2016-2020 και την οποία αξίζει κανείς να επανεπισκεφθεί σήμερα, που το διήγημα γνωρίζει άνθηση και όπου, μέσα στον καταιγισμό ιδιόρρυθμων τρόπων γραφής, σπανίζουν τα προσιτά κείμενα.
Πρόκειται για μια καλά υπολογισμένη βουτιά στο ασυνείδητο, που όμως δεν έχει κρυπτικό χαρακτήρα: αντίθετα, προτίθεται να καταστήσει το άρρητο κοινό βίωμα, ανατρέχοντας σε κοινές παραστάσεις του ελληνικού συλλογικού ασυνείδητου.
Η ματιά του ήρωα στα διηγήματα «Αράχνες» και «Την ακούω να κολυμπάει» δεν είναι ερμητική, αλλά κοινοποιείται στον αναγνώστη και τον καθιστά συνένοχο, αποδίδοντας με επιτυχία τη νοσηρότητα και τη θνησιγένεια που φέρει κάθε εσωστρεφής ιδιοσυγκρασία (όπως η γυναίκα αυτή που επιδίδεται, αναπάντεχα, σε νυχτερινό χειμερινό κολύμπι). Ο δε Ιησούς με το άλυτο οιδιπόδειο στο «Πόλο με τον Ιησού» είναι απίθανος, γιατί φέρει όλα τα γνωρίσματα του Νεοέλληνα, χωρίς να παύει να είναι εξωπραγματικός! Όπως εξωπραγματικός, αλλά με μιαν ονειρική ποιότητα απτή, είναι και ο «Πετρίτης» της φαντασίωσης του θανάτου.
Θεματικό κέντρο
Το θεματικό κέντρο της συλλογής είναι η αναζήτηση ταυτότητας, παρά το γεγονός ότι, εκ πρώτης όψεως, κάθε διήγημα οικοδομεί κι ένα διαφορετικό σύμπαν: τα περισσότερα επεισόδια διαδραματίζονται κάπου σε νησί (στη Χίο, ή κάπου αλλού στο βορειοανατολικό Αιγαίο), ενώ δύο εξ αυτών έχουν ως σκηνικό την πόλη – όμως κι αυτά ακροθιγώς σχετίζονται με έναν τόπο καταγωγής. Η θάλασσα είναι κεντρικός παράγοντας, πρωταγωνιστεί στο βιβλίο του Τσαρδάκα: η θάλασσα και ο παραθαλάσσιος τόπος, ο αλωμένος από την τουριστική εισβολή, ο αλλοιωμένος χαρακτήρας του τοπίου που, παρόλα αυτά, έχει ταυτότητα.
Η θάλασσα είναι κεντρικός παράγοντας, πρωταγωνιστεί στο βιβλίο του Τσαρδάκα: η θάλασσα και ο παραθαλάσσιος τόπος, ο αλωμένος από την τουριστική εισβολή, ο αλλοιωμένος χαρακτήρας του τοπίου που, παρόλα αυτά, έχει ταυτότητα.
Η ανασύνθεση της ατομικής (και, ως εκ ταύτης, και της πολιτιστικής) ταυτότητας απασχολεί τον συγγραφέα, ιδίως μέσα σ’ένα σκηνικό τέτοιου βαθμού αλλοίωσης όπως αυτός που προκύπτει στην καθημερινότητά μας («όπως τα ξέρεις, όπως κάθε μέρα», είναι η χαρακτηριστική φράση αυτογνωσίας κάποιων προσώπων που περιβάλλουν, ως Χορός, τους κεντρικούς χαρακτήρες). Δεν πρόκειται για αθώες, «καρτποσταλικές» εικόνες μιας μοναχικής περιήγησης αντλημένες από ένα νησί. Ο συγγραφέας δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να κάνει τις προσωπικές του καταγραφές αξιοποιώντας τις αποκαλύψεις του βιβλίου: τις αντεστραμμένες καταστάσεις, την υψηλή αισθαντικότητα, τον σαρκασμό και την αυτοϋπονόμευση, κυρίως όμως τη θετική όψη των πραγμάτων, τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού.
Κινηματογραφική ποιότητα
Η εναλλαγή ρεαλιστικών περιγραφών και μικρών «δραπετεύσεων» εξασφαλίζει κινηματογραφική ποιότητα στο διήγημα «Ένας Πάμπλο Νερούδα», ενώ στον «Παραμυθά» ο συγγραφέας προβαίνει σε ειλικρινή εκμυστήρευση ως προς τα κίνητρά του. Το «Γαλαζάκι» είναι ιδιαίτερα συγκινητικό διήγημα, που προσβλέπει στην ευαισθησία του αναγνώστη με έναν απροσποίητο τρόπο: απευθυνόμενο στην εμπειρία της απόλυτης αφοσίωσης, αυτής που δεν γνωρίζει όρια και δεν θέτει όρους, αυτής που κανείς συναντά μόνο στα κατοικίδια ζώα και στους ηλικιωμένους ανθρώπους. Το γεγονός της απώλειας συνείδησης συμβάλλει στην απαρτίωση αυτού του προτύπου αθώας, ανεπιτήδευτης αγάπης.
Αντίστοιχου συναισθηματικού βεληνεκούς –αλλά με τη δραστική παρέμβαση της οπτικής μνήμης, του φωτογραφικού αποτυπώματος και της δραματικής ιστορίας που προϋπάρχει του στιγμιότυπου– είναι και το «Ταβέρνα οι Δίδυμοι». Στην «Πιο ωραία ώρα της ημέρας» μια αδιόρατη ειρωνεία μπουνιουελικής καταγωγής έρχεται να συναντήσει τη βαθειά θλίψη που προκύπτει από την απόρριψη – η αντίθεση ανάμεσα στην ωραιότητα του στιγμιοτύπου συνείδησης και στη σκληρότητα της παραμέλησης που γίνεται αντικείμενο της συνείδησης είναι συνθετικό μυστικό του κειμένου. Στο «Σώμα γυναίκας» και στο «Κορίτσι με στολή δύτη» το μοτίβο αυτό έρχεται να αντιστραφεί, ως απείκασμα ενός εαυτού που λαθραία εγκαθίσταται στο αφηγηματικό υλικό.
![]() |
O Τηλέμαχος Τσαρδάκας σπούδασε Νομικά και Διεθνείς Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι. Έχει μεταπτυχιακό τίτλο στην «Πολιτική, Ασφάλεια και Ολοκλήρωση στα Βαλκάνια» στο UCL του Λονδίνου και στο «Πολιτιστικό Management» στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: Αιμοσφαίριο του ουρανού (Αχαϊκές Εκδόσεις, 1998), Μικρές μπαλάντες γι’ απόψε (Λιβάνης, 2003), Το σκοτεινό αγγελάκι και το δέντρο (Γαβριηλίδης, 2007), Σονέτα για τα χείλη σου (Anima Libri, 2014) καθώς και το μακροσκελές ποίημα Μικρή Πατρινή Σερενάτα («Το Δόντι», 2015). Επίσης, τα θεατρικά έργα: Δεν είναι αλήθεια («Κήπος με τις Λέξεις», 2009 – μαζί με συγγραφική ομάδα), Το σκυλί του Ωρίωνα («Χαραμάδα», 2011), Το κορίτσι που επιμένει (Σοκόλη, 2017) και Οι κάτω απ’ τ’ αστέρια (Σοκόλη, 2018). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί σε 11 γλώσσες. Έχει σκηνοθετήσει περισσότερα από 20 έργα στο θέατρο. Διευθύνει το «Θέατρο act» στην Πάτρα, όπου ζει, αλλά περνά μεγάλα διαστήματα και στην παραλία της Αγιάς Φωτιάς, στη Χίο. |
Το «Αμ σόρυ» είναι το πιο ρεαλιστικό, ντοκουμενταρισμένο κείμενο από όλα- σε βαθμό να φαντάζει ξεχωριστό υφολογικά, εμβόλιμο ως ένα βαθμό. Η αυτοτέλειά του και η αρτιότητα της οργής που παράγει η συνείδηση της αδικίας και της απανθρωπιάς θα ταίριαζαν καλύτερα στη στρατευμένη λογοτεχνία. Γιατί, παρόλο που κύριο υφολογικό γνώρισμα του Τηλέμαχου Τσαρδάκα είναι η θεατρικότητα, τα κείμενά του αντλούν υλικό από ημερολόγια, από μαρτυρίες, από ντοκουμέντα ηχογραφημένα και από μιαν ιδιότυπη και πολύ προσωπική κατάδυση στο ασυνείδητο.
Ονειρική αχλύς, σε συνδυασμό με χαρακτηριστική θλίψη και παράλληλη επίκληση σε κάποιον άδηλο, μυστηριακό (αλλά παρ-ευρισκόμενο, ανθρωπόμορφο, όπως συμβαίνει στον «Παραμυθά») παράγοντα: δεν είναι η προσφυγή στην οπτασία το όχημα της αφήγησης, παρά είναι πολύ πιο κοινωνιογενής η μελαγχολική συνταγή βάσει της οποίας γίνεται η σύνθεση αυτών των διηγημάτων – δεν θα ήταν υπερβολή να τα χαρακτηρίσει κανείς πολιτικά στη βαθύτερη δομή τους. Και, όπως γνωρίζω, έχουν δώσει την αφόρμηση για κάποιες παραστάσεις και κάποια δρώμενα που γνώρισαν απήχηση και που ήταν, κυρίως, στρατευμένα στην υπόθεση κατά της ξενηλασίας και του ενδόμυχου φασισμού.
Όμως το αριστούργημα της συλλογής είναι το διήγημα «Αγριοπερίστερα», όπου τα πινέλα του συγγραφέα «χορεύουν τρελά στον καμβά»: αυτή η καταγωγή από το απάνεμο Καταφύγιο της Ναυπακτίας, η αιωρούμενη μορφή, ο Νοτιάς που φυσάει και αλλάζει τις διαθέσεις, το εμψυχωμένο περιβάλλον της οικίας, η εξαιρετική ταύτιση με τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.
Η βαθύτερη σύνδεση με τις ρίζες του Παπαδιαμάντη, η πυρετώδης καταγραφή του εφιάλτη και η απάλειψη του χρόνου με την ηλικιακή εξίσωση βιογράφου και βιογραφούμενου, όλα κατατείνουν στη βεβαιότητα ότι πρόκειται για απόσταγμα γραφής μαγικού ρεαλισμού πολλών χρόνων.
«Αυτός που έτρωγε όλο το γλυκό του» είναι ένας τίτλος ορεκτικός, ελκυστικότατος, αντλημένος από το τελευταίο διήγημα της συλλογής, αυτό ίσως που θα δικαίωνε κάποιες νοερές προεκτάσεις στο ωραίο αυτό βιβλίο: σαν να μας κρατά σε αγωνία με την εξαφάνιση να έρχεται ως επιστέγασμα και σαν να ανοίγει ένα κεφάλαιο που πρόκειται να μας απασχολήσει πάλι στο μέλλον.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.