Σκέψεις για τα μικρά πεζά της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου
Της Παυλίνας Μάρβιν
Σ ε θ υ μ ά μ α ι σ α ν π ό λ η
Σε θυμάμαι σαν πόλη, σα να υπήρξε μια χώρα με πρωτεύουσα εσένα. Για να ξεφύγω από σένα έπαιρνα τα όρη και τα βουνά, και τριγυρνούσα τις Κυριακές στα προάστια. Σε θυμάμαι με κήπους κι ανάκτορα, με δικαστήρια και θέατρα, τώρα που πλήττω μες τα μικρά χωριά και το χορτάρι ψηλώνει.
Σα να ήταν μια πόλη μακρινή, χαμένη, αλλά συνάμα απερίγραπτα οικεία. Σκέφτομαι τη Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου, για την οποία ελάχιστα πράγματα μου είναι γνωστά. Γεννημένη το 1948, πέθανε μόλις το 2000, «διαπράττοντας», όπως σημειώνει η Μαρία Λαϊνά στο «Πεντάλ» της, «το σύνηθες κατά τους θεολόγους αμάρτημα των ποιητών(…)». Τα μικρά πεζά «Του λιναριού τα πάθη» και «Ο μέγας μυρμηγκοφάγος», καθώς επίσης το φωτορομάντζο «Οι δύο αδελφές», αποτελούν το σύνολο των δημοσιευμένων έργων της. Όλα αξιοπρόσεκτα επιμελημένα, αναδεικνύονται στον χώρο τους με τη μικρού μεγέθους, εξαίρετη τυπογραφία των εκδόσεων Άγρα.
Τ ο ν α υ ά γ ι ο
Το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο. Επέπλεε, όμως, η κακία των επιβατών. Ένα ψαράκι κατάπιε λίγη και φαρμακώθη. Έντρομοι απομακρύνθηκαν οι καρχαρίες.
Τα μικρά, ενίοτε πολύ μικρά, πεζά της Παπαγεωργίου, δεν ενδιαφέρονται να ενταχθούν σε καμία λογοτεχνική κατηγορία. Δεν είναι ούτε διηγήματα ούτε ποιήματα με την συνηθισμένη έννοια. Αν θέλουμε οπωσδήποτε να περιγράψουμε το ιδιαίτερο του είδους τους, πρόκειται ίσως για σύντομες ιστορίες μετά ρυθμού και μουσικής, κάθε μια με το δικό της ξεχωριστό όνομα-τίτλο. Φαίνονται σα να γράφτηκαν με μιας.
Ο ι δ ύ ο λ α γ ο ί
Κυνηγούσα, όπως πάντα, δύο λαγούς μαζί. Ο ένας χώθηκε μες το λαγούμι του. Ο άλλος, ταχύτερος, πήρε τα όρη και τα βουνά. Καταπόδι του εγώ, όλη μέρα. Ώσπου χάθηκε. Γύρισα τότε στο λαγούμι του πρώτου, να τον καπνίσω να βγει. Όμως είχε πια φύγει.
Βράδιαζε καθώς γύριζα σπίτι. Η καρδιά μου ήταν βαριά. «Γιατί να γίνεται πάντα έτσι;» σκεφτόμουν. «Γιατί κανείς να μην πιάνει δυο λαγούς μαζί; Γιατί να μην πιάνει, έστω, έναν;».
Τότε ακούω σουρσίματα μέσα στα χόρτα, και γυρίζω να δω. Πίσω μου περπατούσαν κεφάτοι οι δυο λαγοί και ξοπίσω τους έρχονταν, κι όλο έρχονταν κι άλλοι.
Το εξώφυλλο των μικρών πεζών ―τα δύο ξεχωριστά βιβλία συνυπάρχουν στην ίδια έκδοση― κοσμεί πίνακας του Max Ernst, όπου δύο παιδιά απειλούνται από ένα αηδόνι. Στην τελευταία σελίδα βρίσκεται σκίτσο από την εικονογράφηση του John Tenniel, στο έργο του Lewis Carroll «Η Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη», όπου η γνωστή βασίλισσα Ντάμα-Κούπα κρατάει την προβληματισμένη Αλίκη από το χέρι και φεύγουν τρέχοντας, σχεδόν πετώντας. Αυτή η τελευταία σελίδα-σκίτσο μοιάζει να εικονογραφεί την προτελευταία, όπου η Νίκη-Ρεβέκκα μας αποχαιρετάει με μια, όχι αποφώνηση, αλλά π ρ ο σ φ ώ ν η σ η: «Ω άνδρες Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Ψυχίατροι και άλλοι! Με σακατέψατε» γράφει, και έτσι ολοκληρώνει το «μέγα μυρμηγκοφάγο» της.
Το «χαρούμενο σκυλί», έργο του Barry Flanagan, που σηματοδοτεί το τέλος των «παθών του λιναριού» είναι ένα ακόμη μέσα στα πολλά ζώα που πρωταγωνιστούν στα κείμενα της Παπαγεωργίου. Αχινός, πέστροφα, ελέφαντας, γατάκι, έντομα, το σπάνιο πουλί, γρύλλοι, τριζόνια, η αλεπού, τόσα ακόμη, και βέβαια ο μυρμηγκοφάγος, μας κάνουν να πιστεύουμε πολλές φορές ότι διαβάζουμε ούτε ποίημα ούτε διήγημα, αλλά κάθε σελίδα και παραμύθι. Θα λέγαμε «για μικρούς και λίγο πιο μεγάλους», δανειζόμενοι μισή φράση από την ποιήτρια Αλεξάνδρα Πλαστήρα ― το δάνειο δε συμβαίνει τυχαία, αφού ίσως οι δυο τους μοιάζουν πνευματικά συγγενείς.
Ο μ έ γ α ς μ υ ρ μ η γ κ ο φ ά γ ο ς
Στο Μεξικό, στο Κολοράντο, στον Αμαζόνιο, σ’ ώρες αργίας, όξ’ από δω, κάθονται και σκέφτονται τα μικρά μυρμήγκια: Γιατί να υπάρχει ο μέγας μυρμηγκοφάγος; Τι θέλει στην Αμερική το άσχετο ζώο; Κι ανήσυχα στριφογυρνούν μες τις υπόγειες, δαντελένιες φωλιές τους. Αργά ή γρήγορα θα βγουν, θ’ αρχίσουν τα τρεχάματα για το ’να και για τ’ άλλο. Πάνω στη φούρια τους, θα τα περιλάβει το ακαταλαβίστικο. Και θα τα κάνει μια χαψιά, αρσενικά, θηλυκά και παρθένα, δυάρα μη δίνοντας για τις φτωχές τους σκέψεις, αφήνοντας στη μέση όλες τους τις δουλειές.
Τα μικρά πεζά της Παπαγεωργίου δεν εντάσσονται εύκολα ούτε σε χρονικότητες, αφού, ελάχιστα στοιχεία προδίδουν την εποχή στην οποία γράφτηκαν. Συγκριτικά, ελάχιστοι συγγραφείς αποπειρώνται να διηγηθούν μιαν ιστορία που μοιάζει και με αλληγορία, σε τόσο μικρή φόρμα, με αφήγηση σύγχρονη και άχρονη συνάμα. Η γραφή της, εξ’ αρχής γυναικεία, αγγίζει με ένταση όλα τα δύσκολα θέματα, αποδραματοποιώντας τα από την παιδικότητα στο γήρας, από τη ζήλια στην απώλεια. Αιχμηρά, με φαντασία και χιούμορ. Τέτοια κείμενα, μάλλον άγνωστα μέχρι σήμερα, ίσως χρειάζεται χρόνος για να αναδειχθεί η αξία τους.
Τ ο δ έ ν τ ρ ο
Επειδή ήταν πολύ αγαπημένοι ─όλη μέρα μπορούσαν να λέν' σαχλαμάρες─ χωρίς να πέφτουν απ' τα κλαριά του πανύψηλου εκείνου δέντρου, όπου είχαν ανεβεί για να 'ναι μόνοι, ανάμεσα στους ωραίους καρπούς που ακίνητοι άκουγαν, με μιαν αμείωτη και συγκινημένη σοβαρότητα. Ύστερα έπαψαν ν' αγαπιούνται, πιάσαν μιαν ατέλειωτη σοβαρή κουβέντα. Τότε, το δέντρο τους τίναξε κάτω μαζί με τους άλλους ανθρώπους. Αυτό το δέντρο δεν αστειεύεται, οι καρποί του είναι είρωνες κι αυστηροί, έχουν, εξάλλου, ειδικευτεί στη μετάφραση.