Για το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου «Άκου το λιοντάρι» (εκδ. Πατάκη). Στην κεντρική εικόνα, το υπαίθριο κλαμπ Top Hat της Φωκίωνος Νέγρη (1960, αρχείο Μ. Νταλούκα).
Γράφει η Ρούλα Βουράκη
Η πύλη της αναγνωστικής εμπειρίας βρίσκεται, όπως λένε, στον τίτλο του βιβλίου και όταν ζητά να ακούσουμε το λιοντάρι, η αίσθηση που μάς ξυπνά έχει ήδη αρχίσει να εγγράφεται τροπική. Συγχρόνως η αφήγηση, πρόδρομα, από το σημείο αυτό ήδη συνεπαίρνει και αφήνεται στην έμπνευση της Σώτης Τριανταφύλλου που υπογράφει το 16ο μυθιστόρημά της και προειδοποιεί: Άκου το λιοντάρι, σταθερά από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ένα βιβλίο που χωρίς να είναι αντιπροσωπευτικό της συγγραφέως, είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ενός σύγχρονου τύπου γραφής διάτρητου από τα κυριότερα γνωρίσματα γραφής της Σώτης Τριανταφύλλου: φυσική και έλλογη αναγωγή από το ατομικό στο συλλογικό κι από το δημόσιο στο ιδιωτικό, παράλληλα και συμπληρωματικά, επίσης, με φυσική εναλλαγή προσώπων και ηλικιών που αναδιατέμνουν σε γενιές τον χρόνο και προβάλλουν οντολογικά συνεκτική τη φύση του ανθρώπινου στη διαχρονία, επενδυμένης με την απαραίτητη φαιδρή ειρωνεία από τη θυμηδία έως το σαρκασμό που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό που αποδίδεται σ’ αυτό ως πικρό ροκ εν ρολ μυθιστόρημα.
Η ιστορία των Λεοντάρηδων μοιάζει με εκείνη της γειτονιάς τους, της Φωκίωνος Νέγρη [...]
Το Άκου το λιοντάρι είναι ένα πολυπρόσωπο και πολυφωνικό –για την ακρίβεια χορωδιακό– μυθιστόρημα που, ενώ εστιάζει στο πορτρέτο μιας αθηναϊκής οικογένειας, στην ουσία γίνεται καθρέπτης της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας κατοπτεύοντας τον κόσμο μέσα από αλλαγές, μερικές από τις οποίες σηματοδότησαν το ελευθεριάζον πνεύμα και τη νεωτερικότητα από τα μέσα και μετά του προηγούμενου αιώνα. Η ιστορία των Λεοντάρηδων μοιάζει με εκείνη της γειτονιάς τους, της Φωκίωνος Νέγρη – διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Στην πορεία ανακαλύπτουμε, διαβάζοντας, πως πρόκειται για την ιστορία που απεικονίζει το όνειρο του τυπικού επαρχιώτη του ’60, Χρήστου Λεοντάρη. Ο ίδιος αξιοποιεί την πανεπιστημιακή του μόρφωση ως διαβατήριο για τη μεταφύτευσή του στη μεγάλη πόλη, η οποία στη συνέχεια αφομοιώνει το προσωπικό του όνειρο στο όραμα της πολιτικής αλλαγής για να προσδώσει στην αστική τάξη περισσότερο βάρος από αυτό που μπορούσε ν’ αντέξει, πριν κατακρημνιστεί στο ρήγμα της κρίσης των αρχών του επόμενου αιώνα.
Μέσα απ’ αυτόν τον ήρωα που δεν είναι κεντρικός, άλλωστε σ’ όλο το μυθιστόρημα δεν διακρίνεται κεντρικός, αλλά πρώτοι και δεύτεροι ρόλοι που συνθέτουν, ευφάνταστα, την πλοκή αναδεικνύοντας πρόσωπα όπως τη Φραγκίσκη, σύζυγο του Χρήστου με πανεπιστημιακή μόρφωση –μεταξύ συντηρητισμού και ατελούς αφύπνισης– και τα δύο τους παιδιά: τον αμετανόητα ρομαντικό ρόκερ, Ηλία και τον Σαράντη, μετριοπαθή ρεαλιστή που πασχίζει να εναρμονιστεί με τον ρυθμό του κόσμου. Καθένα από τα δύο αδέρφια απεικονίζει, μέσα από την επιλογή της συντρόφου-φιλενάδας και αργότερα συζύγου του, το alter ego του. Η μυθοπλασία σκηνοθετεί την προσγειωμένη έως παγιδευμένη στις μικροαστικές φιλοδοξίες, Μυρτώ ως σύντροφο του Ηλία και την αεικίνητη-σπιρτόζα, Μάντυ, αντίστοιχα του Σαράντη. Στους χαρακτήρες των φιλενάδων της Μάντυ η βεντάλια της γυναικείας χειραφέτησης, περισσότερο ή λιγότερο εξαρτημένης από το συμβατικό της τύπο, ενώ στο πρόσωπο της θείας Καρολίνας, αδερφής της Φραγκίσκης η ρηξικέλευθη τομή στα μεσαιωνικά ήθη της μεταπολεμικής Ελλάδας – επιτομή της χίππικης απελευθέρωσης.
[...] ένα μυθιστόρημα το οποίο πολύ περισσότερο από μια οικογενειακή ιστορία, τοιχογραφεί μια εποχή και ακτινογραφεί τα ήθη, διεισδυτικά στο συλλογικό υποσυνείδητο μιας κοινωνίας που παλινδρομεί σε καιρό ύφεσης αφού πρώτα χόρτασε την επίπλαστη ευμάρειά της.
Τον μίτο της ιστορίας ξετυλίγει ένα τροχαίο με μηχανή που φέρνει τον Ηλία σε κώμα στην εντατική, επανασυνδέοντας γύρω του τα διασπασμένα εν ζωή μέλη-τμήματα του οικογενειακού ιστού τα οποία, εναλλάσσοντας τη γραμμική με την αναδρομική αφήγηση στον παρόν και παρελθόν αντίστοιχα της ζωής τους και με την αρμόζουσα εσωτερική και εξωτερική εστίαση στους χαρακτήρες που υποδύονται, ανασυνθέτουν την ιστορία τους μέσα από την ιστορία του κόσμου.
Τη φωνή στα αφηγούμενα αναλαμβάνει η Mις Πίγκι, τελευταία ερωμένη του Χρήστου, και η πιο σεμνή εκδοχή του παντογνώστη αφηγητή που μετριάζει την παντοδυναμία του μέσα από την οπτική της, διασφαλίζοντας παράλληλα την σχετική αντικειμενικότητα του εξωτερικού παρατηρητή. Η ματιά του δίνει μορφή σ’ ένα μυθιστόρημα το οποίο πολύ περισσότερο από μια οικογενειακή ιστορία, τοιχογραφεί μια εποχή και ακτινογραφεί τα ήθη, διεισδυτικά στο συλλογικό υποσυνείδητο μιας κοινωνίας που παλινδρομεί σε καιρό ύφεσης αφού πρώτα χόρτασε την επίπλαστη ευμάρειά της. Ένα μυθιστόρημα που χαρίζει την αίσθηση του τρομπολίνο, αναλογικά με την υπέροχη σκηνή της μυθοπλασίας όπου η νεόφερτη φιλενάδα του Σαράντη, Μάντυ, φαίνεται να εξιτάρει με την αυθορμησιά της περισσότερο απ’ όλους τον Ηλία. Παρόμοια με τρομπολίνο και η αίσθηση του αναγνώστη «from the heavens to the botton of the sea» που συναντά τη σχολιαστική ματιά των αφηγούμενων μεταφέροντας απολαυστικά τον αναγνώστη από το Γκίτχορν ένα χωριό της Ολλανδίας στις σπηλιές των χίππις στα Μάταλα και από εκεί στο κέντρο και τα προάστια της Αθήνας. Και η απόλαυση συνεχίζεται μουσικά με το βιβλίο να παίζει σε βινύλιο και cd επιτυχίες των '70s, '80s, '90s, μετρώντας το μερίδιό του σε συναυλίες και φεστιβάλ στο Γουάιτ και Μοντερέυ και στην περίφημη συναυλία των Pink Floyd στην Πομπηία στις 4 Οκτωβρίου 1971, ημέρα του Αγίου Φραγκίσκου και των U2 στη Θεσσαλονίκη.
Το Βρώμικο ψωμί του Διονύση Σαββόπουλου των ‘70s που ακούγεται σε διαφορετικά σημεία του βιβλίου σε σχέση με το δυστύχημα του Ηλία με μηχανή είναι, κατά την γνώμη μου, από τα πιο υποβλητικά σημεία ποιητικής ευαισθησίας της μυθοπλασίας [...]
Πληρώνει για χάρη μας το εισιτήριο ν’ ακούσουμε τον Έρικ Κλάπτον το 1965 στο Ιγγλού, τον φλωρεντιανό τροβαδούρο Τόνι Πινέλλι στο κλάμπ Ανναμπέλα και τον Παύλο Σιδηρόπουλο στο Κύτταρο και να χορέψουμε ροκ εν ρολ στο Top Hat. Το Βρώμικο ψωμί του Διονύση Σαββόπουλου των ‘70s που ακούγεται σε διαφορετικά σημεία του βιβλίου σε σχέση με το δυστύχημα του Ηλία με μηχανή είναι, κατά την γνώμη μου, από τα πιο υποβλητικά σημεία ποιητικής ευαισθησίας της μυθοπλασίας που συγκινεί στον επαναλαμβανόμενο σα μότο στίχο, «Χθες το βράδυ είδα έναν φίλο, σαν ξωτικό να τριγυρνά, πάνω στην μοτοσικλέτα και πίσω τρέχανε σκυλιά». Η αφήγηση μάς χαρίζει, επίσης, μια μίνι βόλτα στις ντισκοτέκ των ‘80s στην Πατησίων, την SOS και την ABC και μάς πηγαίνει σινεμά να παρακολουθήσουμε ταινίες ελληνικές και ξένες –αμερικανικές κυρίως– που συνομιλούν με βιβλία για παιδιά και ενηλίκους.
Όλα αυτά δεν συνυφαίνουν μόνο ατμοσφαιρικά το περιβάλλον της αφήγησης, αλλά πλαισιώνουν τους χαρακτήρες της, πολυδύναμα και με την απαραίτητη αληθοφάνεια και ιστορικότητά τους, τούς ηθογραφούν. Οι σπιρτόζικοι διάλογοι και η αναδρομή στο παρελθόν συνηγορούν υπέρ αυτών και από την άλλη τα όνειρα, οι σκέψεις, οι προσδοκίες, η κοσμοαντίληψη κάθε χαρακτήρα για χάρη της εσωτερικής εστίασής του μπορεί να μην δημιουργούν το ψυχογραφικό βάθος με τα ηθικά διλήμματα που εντοπίζουμε σε άλλα μυθιστορήματα της Σώτης, ωστόσο υποστηρίζουν έντεχνα τον αστικό συλλογικό τύπο που ο κάθε χαρακτήρας χωριστά αντιπροσωπεύει. Διατοπικά σε Ελλάδα – Ευρώπη – Αμερική και μέσα από τρία χρονικά επίπεδα, μάς παρουσιάζονται οι αντίστοιχες γενιές τους, η πρώτη των ‘60s και ‘70s, η δεύτερη των ‘80s και ‘90s και η τρίτη τα παιδιά τους, οι σημερινοί έφηβοι και νέοι.
Στους χαρακτήρες της δεύτερης γενιάς, η Μάντυ αντιπροσωπεύει τη στιβαρή αστική τάξη με συνείδηση ασημαντότητας και ψευδαίσθηση ανοιχτού ορίζοντα, νευρωτικά καταθλιπτική με αίσθηση απαξίας, ενώ η Μυρτώ καταπιεσμένη και ιδιοτελής μικροαστή παγιδευμένη στη νεοπλουτίστικη κομφορμιστική επίφαση, αταίριαστα μ’ ένα υψηλότερο επίπεδο που, αν και επιδιώκει, αδυνατεί να εναρμονιστεί μαζί του. Δύο σύγχρονες Ελληνίδες μέσης ηλικίας που αναμετριούνται με την κρίση της ηλικίας, του χρήματος και των αξιών και καλημερίζουν από διαφορετικό παράθυρο –η καθεμία χωριστά– τη θλίψη. Ο Ηλίας στην μποέμικη εκδοχή των ‘80s και ‘90s, πλασμένος με μουσικές και μύθους, προστατευμένος στην ασφαλή παιδικότητά του, αν και διάτρητος με την ιδέα του πρόωρου θανάτου, μοναχικός κυνηγός ενός ονείρου που διαρκώς απομακρύνεται ίσα-ίσα για να τον κρατά μακριά από την πρακτική χρήση της ζωής. Στο αντίπαλο δέος ο Σαράντης εγχρονισμένος με τις συμβάσεις και στοχοθετημένος στα όριά τους στην πρώτη ουσιώδη αναμέτρηση μαζί τους στη μέση ηλικία που τον συναντά η αφήγηση, σύμφυτα με την αυτονόητη συναισθηματική παλινδρόμηση και τη στοιχειωμένη ενοχή του αβίωτου.
Κοινωνικό χαρακτήρα λαμβάνει και η ηθογράφηση της πρώτης γενιάς μέσα από την οποία διαγράφεται το ταξικό προφίλ της Αθήνας των ‘60s και ‘70s που τελεί υπό ανάπτυξη.
Εκτός από τη γεωμετρική ηθογράφηση των χαρακτήρων σε δύο άξονες, κάθετα εσωτερικά, αφενός, από την εσωτερική εστίαση και αυτοπροσδιοριστικά ακόμη μέσω ημερολογιακής γραφής –στην περίπτωση του Ηλία– και οριζόντια εξωτερικά, αφετέρου, από τη δράση τους και από τη γνώμη των άλλων προσώπων της ιστορίας, ηθογραφούνται, παράλληλα, και ομάδες προσώπων με κοινωνική προέκταση: γυναικοπαρέες ετερώνυμων φιλενάδων που αναδεικνύουν εγχρονισμένα σε αντίστιξη θέματα όπως ο έρωτας, ο γάμος, η μητρότητα και η πατρότητα, η ανατροφή, η εφηβεία, το χάσμα γενεών.
Κοινωνικό χαρακτήρα λαμβάνει και η ηθογράφηση της πρώτης γενιάς μέσα από την οποία διαγράφεται το ταξικό προφίλ της Αθήνας των ‘60s και ‘70s που τελεί υπό ανάπτυξη. Οι ταξικές διαφορές μέσα στην πόλη της Αθήνας είναι εύγλωττα διακριτές κι ενώ η πρόθεση διαφαίνεται ευρωπαϊκή με τη Φωκίωνος Νέγρη να σηματοδοτεί την αθηναϊκή Via Veneto και τα εξοχικά στον Άγιο Κοσμά και το Λαγονήσι την αθηναϊκή Ριβιέρα, τα οθωμανικά ήθη διατηρούν την στάθμη χαμηλή –απόλυτα μανιχαϊστική– στην περίπτωση της γυναίκας: η θρησκόληπτα σεμνότυφη απέναντι σ’ εκείνη του πεζοδρομίου με την εμμονική προσήλωση στο γάμο την ίδια στιγμή που ένας γάμος στην Ολλανδία μπορεί να γίνει ακόμα και με hot pants.
Κοινωνιολογικές παρατηρήσεις ταξικού και όχι μόνο χαρακτήρα καταθέτει η αφήγηση και μέσα από τους χαρακτήρες δεύτερου επιπέδου, γνωστούς ως δευτεραγωνιστές που στην προκειμένη περίπτωση κινούνται στο ΕΣΥ επ’ αφορμή της νοσηλείας του Ηλία σε κωματώδη κατάσταση: Συστημικοί γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό απέναντι σε ρομαντικούς ακτιβιστές από την ελληνική και ανατολική επιστημονική κοινότητα. Οι ειδικοί παθολόγοι Αρίστος και Ομάρ, αντίστοιχα, νοηματοδοτούν από την επιλογή και μόνο του ονόματος του πρώτου την ευπαθή μειονότητα των αξίων στη Δημόσια Διοίκηση της Χώρας σε μάχιμη αντιπαράθεση με τις δομικές παθογένειες της κρίσης και της ευνοιοκρατικής δημαγωγίας.
Τις ιδέες της αφήγησης συγκρατούν επάξια και συμβατά προς την υπόστασή τους οι σκέψεις, οι προθέσεις και τα λόγια των ηρώων και από τη θυμοσοφία μέχρι τον στοχασμό η αναγνωστική αντίληψη συνομιλεί με απόψεις πάνω σε θέματα όπως:
• Η ανθρώπινη διαχείριση του οριακού και οι ταπεινοί μηχανισμοί αποσόβησης της έντασής του.
• Η εξιδανίκευση του παρελθόντος στον κίνδυνο απώλειας του παρόντος
• Το υπερκαταναλωτικό μοντέλο της απληστίας
• Η ανάγκη μοσχευμάτων και το παρεμπόριο οργάνων
• Η μεσοαστική αντίληψη του μεταναστευτικού: φιλυποψία και τάση αυθαίρετης γενίκευσης
• Οι καταπιεστικές μικροαστικές αντιλήψεις για τη γνώμη των άλλων
• Η γονεϊκή απώλεια ψυχραιμίας στην ανατροφή
• Η επιστημονική μετανάστευση, το γνωστό Brain drain, ειδικά στην περίπτωση των γιατρών.
• Ταξικές στενόχωρες αντιθέσεις
• Το χάσμα γενεών και η σύγχρονη απάθεια των Νέων
Στην κλασική ερώτηση γιατί ένα ακόμη βιβλίο σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος, η απάντηση σταχυολογεί δέκα τουλάχιστον αστέρια υπέρ αυτού.
1. Για την υπέροχη ανθρωπογεωγραφία που προσφέρει βοηθώντας καθέναν από εμάς ως αναγνώστες να πλησιάσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους με περισσότερη επιείκεια, κατανόηση και σεβασμό στην ετερότητα των ιδεών και στάσεων ζωής.
2. Για τον τρόπο που απομυθοποιεί χωρίς να γκρεμίζει ή να ισοπεδώνει το αστικό όνειρο του επαρχιώτη του ’60 που κατέληξε στην ματαιοδοξία και τη σοσιαλιστική ευμάρεια του ’80.
3. Για την οπτική της αφήγησης που βοηθά τον αναγνώστη ν’ αναγνωρίσει τα βήματα εξέλιξης και προόδου, όσο διαφορετικά κι αν εμφανίζονται στο χρόνο.
4. Για τον τρόπο που καταδεικνύει σαρκαστικά τις δομικές παθογένειες της κρίσης, όπως αποτυπώνονται στους Δημόσιους Οργανισμούς και ιδιαίτερα στο
ΕΣΥ.
5. Για τις φυσικές διαστάσεις στην ανάδειξη των θεμάτων, ακόμα και σε θέματα που πονάνε, όπως έμφυλες σχέσεις και εφηβεία που οριοθετούνται αφηγηματικά εντός του φυσιολογικού κύκλου ολοκλήρωσής τους, χωρίς περιττή δραματικότητα ή δαιμονοποίηση.
6. Για την απομυθοποίηση της επαναστατικής απελευθέρωσης στις ιδέες και τις δράσεις των παιδιών των λουλουδιών, των ρόκερς, του γκλάμ ροκ και των συναφών.
7. Για την κοινωνική αποκατάσταση της χίππικης ιδεολογίας και την αποδυνάμωση όσων συνδέθηκαν δυσοίωνα μαζί της και στην πορεία διαψεύστηκαν. «Κανείς δεν έμπλεξε με αίρεση δολοφόνων χίππηδων και οι απώλειες από ναρκωτικά μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού», δηλώνει κατηγορηματικά η αφηγηματική φωνή.
8. Για το αυθόρμητο, μειδίασμα του αναγνώστη στις ομοιοκατάληκτες. φαιδρές ατάκες και για το μουσικό ταξίδι που προσφέρουν τα φεστιβάλ και οι συναυλίες που αναπλάθονται στην αφήγηση.
9. Για τη δημοκρατική πολυφωνία των χαρακτήρων και την ποικιλία τους στις αποχρώσεις του καλού και του κακού, όπως ορίζει η αληθινή ζωή, αντίθετα προς την πολωτική διαίρεσή τους στον επίπεδο διδακτισμό.
10. Για την υπέροχη, τέλος, ιδέα της Καρολίνας που ισορροπεί, ευφάνταστα, ανάμεσα στη χίππικη κουλτούρα του παρελθόντος και τον ψύχραιμο ορθολογισμό του παρόντος, περιφρουρημένη από την ιδέα: «καθένας χρειάζεται έναν μικρό χώρο στο πίσω μέρος της ζωής του όπου μπορεί να είναι ελεύθερος».
Και ένα, επιπλέον, αστέρι ως επιστέγασμα των προηγούμενων 10 για το συνεκτικό μήνυμα - κραυγή που συμπυκνώνεται στον τίτλο Άκου το Λιοντάρι, μετάφραση του ομότιτλου τραγουδιού του ποιητή-τραγουδοποιού Van Morisson των ‘70s Listen to the lion inside me, ένα τραγούδι για τη δύναμη της μουσικής να ενώνει μέσα από βαθύτερα συναισθήματα και επιθυμίες. Η ίδια κραυγή σαν βρυχηθμός που εκτονώνει και συνενώνει, ταυτόχρονα, τους λεονταρήδες, όταν έρχονται αντιμέτωποι με το οριακό του δυστυχήματος του Ηλία. Μια κραυγή παρούσα σ’ όλη την μυθοπλασία ως εφηβική εξαλλοσύνη, αγχώδης έως νευρωτική διαταραχή και ρομαντική ματαίωση που στην ανατροπή του δυστυχήματος επανενώνει, ανατροφοδοτεί, μεταμορφώνει και βοηθά καθένα από τα λιοντάρια της οικογένειας να πάρει την ζωή του αλλιώς και να βρει ξανά τον δρόμο του... αλλιώς.
Έτσι ακριβώς, όπως είναι η ζωή. Αλλάζει συνεχώς και προχωρά. Μέσα από μικρές και μεγάλες τραγωδίες, έριδες, τσακωμούς και αγάπες, μεγάλες Αγάπες.
Στην τελική αποτίμηση το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, Άκου το λιοντάρι, είναι ένα μυθιστόρημα διαλεκτικής χαρακτήρων και εποχών όπου η ουσία της ζωής συναντά την ουσία του Ανθρώπου, άχρονα, καθολικά, ενοποιητικά στα κατά κόσμον πανανθρώπινα: το οριακό σε ζωή και θάνατο και το επίμονα υπαρκτό ως αίτημα κι ανάγκη: ζωντανό μυαλό, σκέψη ανοιχτή, παιδεία, αλήθεια, ελευθερίες και ελευθερία.
Ένα βιβλίο που σε καλεί να αναστοχαστείς τη θέση και τον ρόλο σου στον έρωτα, στο γάμο, στη μητρότητα και στην πατρότητα, στα αμεταχείριστα και πολυκαιρισμένα όνειρα και νιάτα στις ιδέες, στον προσανατολισμό, στον αυτοπροσδιορισμό ανάμεσα σε όμοιους, παρόμοιους και διαφορετικούς ανθρώπους. Ένα βιβλίο όπως η ίδια η ζωή, αληθινό.
* Η ΡΟΥΛΑ ΒΟΥΡΑΚΗ είναι φιλόλογος.