Για το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου «Οικογενειακή ρίζα 70» (εκδ. Έναστρον). Στην κεντρική εικόνα, σκηνή από την ταινία «Santa Sangre» του Alejandro Jodorowsky (1989).
Γράφει η Κωστούλα Μάκη
Θέλω να εκφράσω τη χαρά μου ευθύς εξαρχής, που συμμετέχω στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου. Η «χαρά» αυτή ομολογείται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, καταλήγοντας κάποιες φορές να φαίνεται ενοχλητικά τετριμμένη και βαρετά προβλέψιμη ως εισαγωγικός τρόπος να ευχαριστήσεις τον συγγραφέα. Στην περίπτωσή μου, δεν είναι προσποιητή, θεωρώντας προνόμιο το να μπορώ να μιλήσω για την Οικογενειακή ρίζα 70 (εκδ. Έναστρον). Ομολογώ λοιπόν πως, με την πρώτη ανάγνωση και με όλες όσες ακολούθησαν, το βιβλίο με συνεπήρε αισθητικά, υφολογικά, λογοτεχνικά, συναισθηματικά. Μελετώντας το, ταρακουνήθηκα και συνάμα διαπίστωσα πως εδώ δεν πρόκειται μόνο για ένα πολύ καλό βιβλίο αλλά για ένα ιδιαίτερο κείμενο το οποίο μετασχηματίζει με κάθε τρόπο το καθημερινό, ακόμα και στις πιο φρικώδεις διαστάσεις του, και προσφέρει παράλληλα τη δυνατότητα στους αναγνώστες/στριες που θα αποδεχτούν την πολύτροπη μυητική πρόσκληση του συγγραφέα να έχουν ένα σταθερό αναγνωστικό καταφύγιο για τα παράδοξα του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Οικοδομείται δηλαδή εδώ ένα εξελισσόμενο παιχνίδι λογοτεχνικής πρόκλησης ως προς το τι μπορεί να κάνει η γραφή απέναντι στο πραγματικό.
Στο εκτόπισμα ενός σημαντικού λογοτεχνικού έργου τέχνης αρθρώνονται διαρκείς τεχνικές επιβίωσης και μετασχηματισμοί του κόσμου, διευρύνοντας την αισθητική οπτική η οποία τελικά είναι παράλληλα βαθύτατα προσωπική και πολιτική. Κείμενα σαν την Οικογενειακή ρίζα 70 είναι επίκαιρα γιατί στις απανωτές αναγνωστικές οικειοποιήσεις, τώρα και μελλοντικά, η ιστορικότητα αναδεικνύει τον πολυφωνικό της χαρακτήρα και επιστρέφει, συνδέοντας παρόν, παρελθόν και μέλλον με νήματα ανθεκτικά που εκπηγάζουν από τη σύζευξη του αισθητικού με τα ιστορικά, προσωπικά και κοινωνικά συμβάντα. Εντοπίζεται επίσης ένα πηγαίο συναίσθημα ανθρωπισμού και αποδοχής για τις ανθρώπινες διαδρομές με οποιαδήποτε κατάληξη κι αν έχουν. Στην τυχαιότητα της στιγμής όλα μπορούν κάπως και κάποτε να ανατραπούν για όσο καταγράφονται οι ανθρώπινες διαδρομές και μεταποιούνται με όρους μαγικούς και παραμυθένιους. Αρκετά όμως με τις εξομολογήσεις.
Το «ριζικό» των ανθρώπων στις ιστορίες του Λουκόπουλου δεν είναι μονοδιάστατο και δεν παραπέμπει σε κάτι κοινότοπα φολκλορικό.
«Διδάκτορα της παραδοξολογίας» (Το OuLiPo και η ευφορία της μετάφρασης, εκδ. Ύψιλον, 2021) ονοματίζει τον Λε Τελιέ ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Το ίδιο νομίζω ότι ισχύει και για τον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο, εξαιτίας όλων των στοιχείων μαγικού ρεαλισμού που ενσωματώνει στις ιστορίες του. Οι μεταφυσικές απόκοσμες δυνάμεις των προσώπων που παρατάσσονται στο βιβλίο και που τους δένουν ρίζες συγγένειας αξιοποιούν τις προφορικές παραδόσεις των παραμυθιών, της μυθολογίας και του δημοτικού τραγουδιού, με απολήξεις στις ιστορίες μαγικού ρεαλισμού της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Τα παράδοξα είναι πολλά και διαφορετικού τύπου στις γραφές του Λουκόπουλου και στους πρωταγωνιστές/πρωταγωνίστριες του βιβλίου. Κατασκευάζεται τοιουτοτρόπως και παρουσιάζεται σαρωτικά μια ανθρωπιστική συνταρακτική εικονοποιία, στην οποία τα μαγικά χαρακτηριστικά και ικανότητες των χαρακτήρων δημιουργούν παράδοξες τροπές στις ζωές τους με συνεχόμενες συνηχήσεις στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον. Το παράδοξο και το μαγικό συνυφαίνεται με το πραγματικό στις ιστορικές διαδρομές του, προκαλώντας συμβάντα ζωής και θανάτου, βίας και περιθωριοποίησης. Το «ριζικό» των ανθρώπων στις ιστορίες του Λουκόπουλου δεν είναι μονοδιάστατο και δεν παραπέμπει σε κάτι κοινότοπα φολκλορικό.
Η εναρκτήρια συνομιλία της Βασιλικής Καλογερή με ένα ορτύκι που το βρίσκει «τουμπανιασμένο» και με δεμένα μάτια στο προσκεφάλι της, και τη συνοδεύει στον θάνατο στα 42 της, υπενθυμίζοντας «τη μοίρα» πολλών μαγισσών οι οποίες πεθαίνουν επίσης στα 42. Η αναγνώριση της πορφυρής αύρας ενός ασκητή ζητιάνου από τη Γιαννούλα Καλογερή οδηγεί σε μια ξέφρενη ερωτική συνάντηση και μετά στη δολοφονία από τον εραστή της. Η παραγωγή μεθυστικών αρωμάτων από το σώμα της Παρασκευής καλύπτει τις άσχημες οσμές. Το εκτόπλασμα της Αγγελικής. Η Αναστασιά που με το νήμα της επιστρέφει τους θανατοναύτες (τι ωραία λέξη) στη ζωή. Η Ζαχαρούλα που στις παλίνδρομες κυήσεις της φρόντισε και μεγάλωσε έντεκα φασματικά παιδιά σαν «ματαιωμένα ποιήματα» και τους έδωσε ινδιάνικα ονόματα. Η ξανθιά κοτσίδα του Κωνσταντίνου Φίλιππα Καλογερή που μεγάλωνε και μετά θάνατον, παρόλο που μέχρι τα 49 ήταν φαλακρός. Κάθε πρόσωπο από τις τέσσερις οικογενειακές ρίζες με τη δική του ιστορία, ξεχωριστές ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά.
Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1965. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης στο ΕΚΠΑ. Ποιήματά του και πεζά έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα [Πολιτιστική (1984, 1985), Ρεύματα (1992), Οροπέδιο (2018)] καθώς και σε διαδικτυακά περιοδικά (bibliotheque, Ποιείν, Bακχικόν, Στάχτες, Περί Ου,) στον τόμο Η τέχνη του Γράφειν (Καστανιώτης, 1993), στους συλλογικούς τόμους της διαδικτυακής ομάδας «CRAFT» (CRAFTBOOK I (Γαβριηλίδης, 2013), CRAFTBOOK II – Ετερότητα (μικρές εκδόσεις, 2015), στις ανθολογίες DiPgeneration (Θράκα, 2016, Μανδραγόρας, 2018). Κείμενά του στοιχειοθέτησαν την παράσταση των Αισχυλείων 2017, Επιτάφιος εν Ελευσίνι, σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα με τη συμμετοχή της Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης. Στη συνέχεια εκδόθηκαν υπό την αιγίδα του Π.Α.Κ.Π.Π.Α. Ελευσίνας, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της πρωτοβουλίας Ελευσίνα 2021 – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, μαζί με την ομώνυμη ποιητική συλλογή (μικρές εκδόσεις, 2018) και το DVD της παράστασης. Υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα συγγραφέας βιβλίων Φυσικής στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον. Εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής σε φροντιστήρια. Διατηρεί το ιστολόγιο: Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας. |
Καθώς οι ιστορίες ξεδιπλώνονται και ελίσσονται, είναι σαν να παρακολουθείς ταινίες του Greenaway ή του Γιοντορόφσκι, με το Santa Sangre να έρχεται συχνά στο μυαλό μου. Με φοβερή τρυφεράδα ο συγγραφέας κατασκευάζει νεκρώσιμες και την ίδια στιγμή αναστάσιμες μνημονικές αφυπνίσεις με αγαπητικές κινήσεις για τα πρόσωπα του βιβλίου. Όχι για όλα. Οι ιστορίες καλύπτουν την περίοδο από την ύστερη τουρκοκρατία με αναφορές στη μικρασιατική καταστροφή, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο, τα μεταναστευτικά ρεύματα των Ελλήνων στην Αμερική και το ρεμπέτικο. Πολιτικά οξυδερκής ο Λουκόπουλος επιτονίζει το ιδεολογικό χάσμα και το κόστος ανάμεσα στους αντάρτες και όσους βρίσκονταν στην άλλη πλευρά της ιστορίας: τους φασίστες και τους γερμανοτσολιάδες.
Το πολιτικό γίνεται ένα με τα πρόσωπα του βιβλίου στον αγώνα για επιβίωση και η ιστορικότητα εγχαράσσεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά τους αλλά και στις μνήμες του τόπου που παραμένουν ενεργές. Όπως στην ιστορία με τα δώδεκα ανταρτόπουλα που σφαγιάστηκαν το 1944 και το αίμα τους σκορπίστηκε στον άνεμο και περιέλουσε τις κάρες των προβάτων για να ξεφυτρώσουν ύστερα στο σημείο δώδεκα ζηλεμένα αμπέλια. Ο χρόνος, ενσώματος και ιστορικός, με απανωτές εναλλαγές από το παρελθόν στο παρόν και το αντίστροφο, «στάζει» μέσα κι έξω σε κάθε ιστορία, καταργώντας κάθε απόπειρα κατάταξής του με όρους γραμμικής ακολουθίας είτε στην παρακολούθηση της γενεαλογίας, είτε στις αλλαγές των ιστορικών συνθηκών.
Μέλημα, νομίζω, του συγγραφέα είναι η αποφυγή κάθε διδακτικού ηθικολογικού μελοδραματισμού.
Για τις γυναίκες του βιβλίου, μάγισσες οι περισσότερες, οι μαγικές ιδιότητες λειτουργούν ως αντιστάθμισμα του πραγματικού στα «άνευρα και σκοτεινά χρόνια» που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος του βίου τους, ανεξαρτήτως των αλλαγών στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο. Διαδικασίες χειραγώγησης και συμμόρφωσης τις ακολουθούν στον έρωτα, τον γάμο, τη σχέση με τα παιδιά, τους κοινωνικούς χώρους και με διαφορετικές εκδοχές αφανισμού. Βιάζονται, δολοφονούνται, συνάπτουν γάμους συμφέροντος, καίγονται στην πυρά, παραμένοντας στο φάσμα τού «μη κανονικού», όπως ορίστηκε αυτό από τον Φουκό. Παραμένουν όμως σθεναρά παρούσες, διαμορφώνοντας μετατοπίσεις, αλλαγές και χαράζοντας ίχνη. Επομένως, στις παράδοξες γυναικείες διαδρομές καταγράφονται: μια σύγχρονη φεμινιστική ανάγνωση ως προς τις άνισες έμφυλες σχέσεις εξουσίας και πολιτικές διερωτήσεις για τις συμπλοκές της οικογένειας, της γενεαλογίας, του κοινωνικού περιβάλλοντος και των εκδοχών ταυτότητας. Μέλημα, νομίζω, του συγγραφέα είναι η αποφυγή κάθε διδακτικού ηθικολογικού μελοδραματισμού. Ενωτικό στοιχείο στις τόσες κατακλυσμιαίες ιστορίες είναι η ομολογία της συνύπαρξης έρωτα και θανάτου, αφού «είναι από καταβολής γνωστό πως ο άνθρωπος άγεται και φέρεται από τούτη τη διαρχία» (σ. 49).
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γενεαλογία για να την ανατρέψει, προωθώντας εναλλακτικά μοντέλα της που εποπτικά καταγράφουν λεπτομέρειες του καθημερινού στο οποίο η φαντασία και η μαγεία δεν είναι αποκομμένες από το πραγματικό αλλά ορίζουν και ορίζονται από τυχαίους στροβιλισμούς ανάμεσα στη μυθοπλασία, τη μεταμυθοπλασία και την ποίηση. Η ποιητικότητα είναι ενεργή και σε αυτό το βιβλίο του Λουκόπουλου και η ποιητική ιδιότητα χαρακτηρίζει το βλέμμα του και την τοποθέτησή του σε όσα συνθέτει στην Οικογενειακή ρίζα 70. Είναι αυτή η ποιητικότητα που εμπλουτίζει και ανατρέπει τις παραδοσιακές κατασκευές για τη γενεαλογία, τον χρόνο και τον τόπο. Ίσως λοιπόν ανοίγει τις προοπτικές για εναλλακτικές θεάσεις στα ανθρώπινα.
Εδώ η έννοια του ριζώματος των Deleuze και Guattari είναι χρήσιμη. Αν η διαφορά στα ανθρώπινα είναι πάντα τερατώδης, το ρίζωμα ανατρέπει την παραδοσιακή γενεαλογία γιατί δεν έχει αρχή, ούτε τέλος, βρίσκεται ανάμεσα στα πράγματα, ως ιντερμέδιο με όλα τα ευμετάβλητα στοιχεία των γεγονότων και των ταυτοτήτων σε διαρκή μετατόπιση και αλληλεπίδραση με τις ανθρώπινες επιθυμίες. Οι ταυτότητες: έμφυλες, οικογενειακές, πολιτισμικές υφίστανται διαρκείς μετασχηματισμούς και υπόκεινται στις συνεχόμενες κόντρες της ιστορίας, του χώρου, του χρόνου, της κουλτούρας, και της εξουσίας. Στο βιβλίο οι ριζωματικές ταυτότητες αφορούν τελικά στους διάφορους τρόπους με τους οποίους τοποθετούμαστε σε σχέση με τις αφηγήσεις του παρελθόντος για να επεξεργαστούμε κριτικά παρόν και παρελθόν. Πιθανότατα, επιπλέον, η παραδοξότητα ως στοιχείο να επιτρέπει τον εντοπισμό των πολλαπλών κρίσεων σε σχέση με τις οικειοποιήσεις που γίνονται στις ιστορίες του καθενός μας, στην ανάγνωση, τη γραφή, τη λογοτεχνία και την τέχνη.
Σε μια τέτοια θέαση ο Λουκόπουλος βρίσκεται κοντά στην παράδοση της OuLiPo. To βιβλίο διαβάζεται με πολλούς τρόπους. Οι ιστορίες ανασυντίθενται και συνομιλούν σε ένα συνεχόμενο αναγνωστικό μεταίχμιο με άλλες κάθε φορά εικόνες να προκύπτουν, σε ένα μοντάζ με ανοιχτή εξέλιξη. «Το κείμενο υποδύεται μια πραγματικότητα» και στο Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας ο συγγραφέας δεν παίζει μόνο με τα όρια της γλώσσας, των λέξεων και της γραφής αλλά επίσης ανοίγεται σε νέα νοηματικά εδάφη, συμπαρασύροντας τον ίδιο, τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες. Όλα παραμένουν ανοιχτά αλλά όχι έωλα. Στις διαρκείς επανατοποθετήσεις των αφηγήσεων και των προσώπων, έμπλεες συναισθήματος, οι συνθέσεις δεν στερεύουν. Όπως στο εμβληματικό κλείσιμο του βιβλίου όπου μπορούμε να παρακολουθήσουμε εικονικά, διαβάζοντας τον κατάλογο, την έκθεση με τα έργα της Georgia’s Kontaxis στηριγμένα σε όλες τις ιστορίες και τα πρόσωπα του βιβλίου. Στον εικονικό αυτόν κατάλογο ακόμα και οι τεχνικές που επιλέγονται είναι πολυποίκιλες και σύνθετες, όπως και στο βιβλίο του Λουκόπουλου, οι χαρακτήρες και οι εκδοχές του πραγματικού. Αυτό λοιπόν που ορίζεται ως «επίλογος» είναι πάντα και νέα εκκίνηση, στην οποία η αρχή, η μέση και το τέλος μπερδεύονται μεταξύ τους και έτσι η ζωή συνεχίζεται. Το ίδιο και η λογοτεχνία.
* Η ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ είναι ποιήτρια. Τελευταίο βιβλίο της, η ποιητική συλλογή Λύκος κίτρινος ολόφωτος (εκδ. Ούρσα).
** Η κριτική για το βιβλίο του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου Οικογενειακή ρίζα 70 εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 21/06/2023 στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Έναστρον.